Του Παναγιώτη Λάμπρου καθηγητή στο Φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης Σύγχρονη Εκπαίδευση στο Γάζι.
Ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια κάθε χρόνο έρχομαι αντιμέτωπος με πολλά παράδοξα. Σε πολλές συζητήσεις που έχω παρευρεθεί, ακούω για τις παθογένειες στο εκπαιδευτικό σύστημα. Φαντάζομαι πως όλοι λίγο πολλοί έχουν γίνει μάρτυρες τέτοιων συζητήσεων. Το συμπέρασμα που βγαίνει κάθε φορά, είναι η ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος και η αντικατάσταση του από ένα καλύτερο που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες κάθε κοινωνίας και θα προάγει τη γνώση και την ορθή παιδεία συνάμα με την εκπαίδευση του νέου. Ωστόσο όλα τα παράπανω είναι θεωρίες και δεν αντικατοπτρίζουν επουδενί την πραγματικότητα.
Θα ήθελα να ρίξουμε μια ματιά στην ισχύουσα κατάσταση. Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος έχουμε αλλαγές στο σύστημα. Ποια είναι η διαφορά αυτό το χρόνο; Γιατί επικρατεί αβεβαιότητα για την πορεία των μαθητών μας; Οι εκάστοτε κυβερνήσεις προχωρούν σε συνεχείς πειραματισμούς στην προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων. Αλλάζει όμως κάτι στην ουσία του; Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται για τους μαθητές δίχως τους μαθητές! Το τι θα διδαχθουν, που θα εξεταστούν, εάν και τι θα σπουδάσουν, όλα γίνονται ερήμην τους. Οι αποφάσεις αυτές, ωστόσο, πρέπει να λαμβάνονται βασισμένες σε άξονες, όπως τι θέλουμε να γνωρίζουν τα παιδιά όταν βγουν από τη δευτεροβάθμια, ή τι σχολείο άραγε θέλουμε να οικοδομήσουμε!
Δύσκολα θα απαντήσει κανείς, παρόλα αυτά, σε μια τέτοια ερώτηση, γιατί πολύ απλά πρέπει ασχοληθεί με το θέμα. Φυσικά για να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα πρέπει να αναλογιστούμε τι κοινωνία θέλουμε να φτιάξουμε. Αν η οικονομία μιας χ’ωρας στηρίζεται στον τουρισμό, γιατί εκεί πιστεύει ότι βρίσκεται το μέλλον της, αυτού του είδους το σχολείο πρέπει να φτιάξει. Έχουν άδικο, λοιπόν, οι καθηγητές των ξένων γλωσσών που διαμαρτύρονται για τον εξοβελισμό και την διαρκή υποτίμηση των μαθημάτων τους στο πρόγραμμα του σχολείου;
Ας παρουμε για παράδειγμα τη Φινλανδία, για να περάσει μια μεταρρύθμιση στην παιδεία, πρώτα σχεδίασε το εκπαιδευτικό σύστημα και μετά προχώρησε στην υλοποίηση του, κάτι που διήρκησε 15 χρόνια. Στην Ελλάδα κάτι ανάλογο δεν χρειάζεται περισσότερο από μια εβδομάδα. Το νομοσχέδιο για το νέο λύκειο θα εφαρμοστεί από την α΄ λυκείου και θα επιβάλλει στις ερχόμενες εξετάσεις του Ιουνίου να μετρήσει ο βαθμός τους για την εισαγωγή στις ανώτατες σχολές.
Ο βραχνάς που είναι επιτακτικό να εστιάσουμε είναι η επικέιμενη είσοδος των μαθητών στην ανώτερη εκπαίδευση. Είναι απορίας άξιο, βέβαια, πως ο μεγαλύτερος αριθμός των ΤΕΙ έχει μετατραπεί ή θα μετατραπεί στο προσεχές μέλλον σε ΑΕΙ. Δεν είναι απαραίτητη, άραγε, η τεχνική εκπαίδευση; Σ’αυτό καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει τόσο η απαξίωση των τεχνικών επαγγελμάτων από γονείς και νέους, όσο η επιθυμία να αποτελέσουν οι σπουδές ένα μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, που «δείχνουν» μία και μόνο κατέυθυνση, το πανεπιστήμιο. Αυτό είναι, λοιπόν, που αντιλαμβάνονται πολλοί υπουργοί και προχωρούν σε μεταρρυθμιστικό έργο, επικεντρωμένοι φυσικά στο λύκειο, από όπου ξεκινούν τη μεταρρυθμιστική τους πολιτική και ευαγγελιζόμενοι πως στόχο έχουν την συνολική αναδιάρθρωση της παιδείας. Διότι σε αντίθετη περίπτωση (συνολικής αλλαγής) θα χρειάζονταν 15 χρόνια, όπως και στη Φινλανδία.
Ως προς το ισχύον σύστημα υπάρχουν δύο παράγοντες που καθορίζουν την εισαγωγή των αποφοίτων, η δυσκολία και η δικαιοσύνη. Η δυσκολία εισαγωγής κείται αφενός στο ποσοστό που διαμορφώνεται από τις προσφερόμενες θέσεις προς των αριθμό των υποψηφίων. Η δικαιοσύνη αφετέρου έχει να κάνει με το αν τελικά περνούν οι καλύτεροι. Σ’αυτό το σημείο πρέπει κανείς να αναλογιστεί τα μαθήματα προς εξέταση και τον διαχωρισμό των ανωτάτων ιδρυμάτων σε ομάδες, που είναι καθαρά τεχνικής φύσης και δεν αφορούν, ωστόσο, στην εκπαίδευση παρά μόνο το σύστημα εισαγωγής. Το νομοσχέδιο που κατέθεσε το υπουργείο παιδείας δεν αναφέρει βασικά πράγματα, όπως τον υπολογισμό των μορίων και πως θα μετράει η βαθμολογία των τριών τάξεων του λυκείου ούτε και τις σχολές που θα αντιστοιχούν σε κάθε πεδίο. Δίχως καμία ουσιαστική αλλαγή και γεμάτο ασάφιες πως θα μπορέσει ένα τέτοιο σχέδιο νόμου να φέρει την επιθυμητή αλλαγή;
Σε όλη τη λαίλαπα εξελίξεων έρχεται να μπει και το θέμα των «πράσινων» και «κοκκινων» σχολών. Κατά την λαική ρήση, “όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει”, αυτό πρέπει να έχουν κατά νου οι μαθητές της β΄ λυκείου του ερχόμενου έτους που αναμμένεται να ισχύσει το νέο μέτρο. Σύμφωνα με μελέτη του μαθηματικού-αναλυτή Στράτου Στρατηγάκη λιγότερες από εκατό θέσεις σε τμήμα με βάση εισαγωγής πέριξ του 4,5 θα προσφερθούν χωρίς εξετάσεις στους υποψηφίους του 2020.
Ειδικότερα, Με βάση το σύστημα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της Β΄ Λυκείου, όλοι οι μαθητές που επιθυμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποχρεούνται να συμπληρώσουν Α΄ δήλωση προτίμησης (μηχανογραφικό) με τις δέκα προτιμήσεις τμημάτων στα οποία επιθυμούν να φοιτήσουν. Οι μαθητές που δεν θα υποβάλουν την Α΄ δήλωση του Ιουλίου χάνουν το δικαίωμα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με ή χωρίς Πανελλαδικές Εξετάσεις για τη χρονιά αυτή.
Ωστόσο, ερώτημα είναι εάν με το νέο εξεταστικό σύστημα που προτείνει ο κ. Γαβρόγλου θα μπορούν να πάρουν απολυτήριο. Οπως αναφέρει ο κ. Στρατηγάκης, «ενδέχεται οι υποψήφιοι που θα δηλώσουν τα τμήματα χαμηλής ζήτησης, που θα είναι κυρίως αδύνατοι μαθητές, να μην καταφέρουν να πάρουν το απολυτήριο του Λυκείου για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι οι περιφερειακές εξετάσεις –όπως προβλέπει το σύστημα Γαβρόγλου– με τα καλυμμένα ονόματα και τα θέματα με κλήρωση. Οσες φορές επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο κατεγράφησαν πολύ υψηλά ποσοστά αποτυχίας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι με τη διδασκαλία κάθε μαθήματος για 6 ώρες, ο αδύνατος μαθητής θα χάσει το ενδιαφέρον του γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να πιάσει βαθμολογική επίδοση, που θα του επιτρέψει να πάρει το απολυτήριο».
Πάντως, το υπουργείο Παιδείας –έπειτα από διετές γράψε-σβήσε– κατέληξε σε ένα παρόμοιο σύστημα με το σημερινό, των τεσσάρων πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων. Τα εξεταζόμενα μαθήματα θα είναι τα ίδια με το σημερινό σύστημα, όπως αυτά προσδιορίζονται από την κατεύθυνση των υποψηφίων (Αρχαία, Ιστορία, Φυσική, Βιολογία, Μαθηματικά, Χημεία, Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, Πληροφορική), πλην δύο αλλαγών. Στη θέση των Λατινικών θα εισαχθεί η Κοινωνιολογία, ενώ η Λογοτεχνία θα συνεξετάζεται με τα Νέα Ελληνικά, (η εξέταση θα είναι σε άγνωστο λογοτεχνικό κείμενο κατά τα πρότυπα της εξέτασης των υποψηφίων Επαγγελματικών Λυκείων).
Συνάμα, να ανοίξει διάπλατα τις πύλες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σχεδόν στο σύνολο των υποψηφίων που διεκδικούν μία θέση στα τμήματα της ανώτατης εκπαίδευσης επιχειρούν η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας στο «παρά πέντε» των εκλογών της 26ης Μαΐου. Συνολικά το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε 78.335 θέσεις σε σχέση με τις 74.692 θέσεις που δόθηκαν πέρυσι. Με την αύξηση των εισακτέων σε δεκάδες σχολές, η κυβέρνηση «κλείνει το μάτι» στις οικογένειες των υποψηφίων καθώς δίνει την εντύπωση ότι κάθε τελειόφοιτος μαθητής της Γ΄ λυκείου θα εξασφαλίσει μία θέση στα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης. Το υπουργείο έδωσε περισσότερες θέσεις σε ορισμένα τμήματα τα οποία έχουν προοπτικές στην αγορά εργασίας, όπως αυτά των Τουριστικών και Ναυτιλιακών Σπουδών, αύξησε κατακόρυφα τους εισακτέους σε τμήματα Οικονομικών Επιστημών ενώ την ίδια στιγμή άφησε αμετάβλητο το αριθμό των εισακτέων σε σχολές όπου παρατηρείται κάθε χρόνο «σφαγή» αριστούχων.Μπορεί ο αριθμός των εισακτέων να πήρε την ανιούσα σε αρκετές ομάδες σχολών προκειμένου να καταγραφεί μία εντυπωσιακή άνοδος σε σχέση με πέρυσι – ελέω και των εκλογών – ωστόσο το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να κρατήσει αμετάβλητες τις θέσεις στις Ιατρικές και Νομικές σχολές τις οποίες επιλέγουν κάθε χρόνο ως πρώτη προτίμηση χιλιάδες αριστούχων.
Κλείνοντας είναι επιβεβλημένο να τονιστεί ότι το νέο σύστημα είναι έτοιμο. Η δυστοκία του υπουργείου να υλοποιήσει τη δέσμευση περί ελεύθερης πρόσβασης, τα αδύναμά του σημεία (ενδεικτικά, οι μαθητές για το απολυτήριο θα δίνουν ενδοσχολικές εξετάσεις με επισφαλές το αδιάβλητο, ενώ δεν αποκλείεται να εισαχθούν μαθητές σε ΑΕΙ με βαθμό λίγο πάνω από 9,5 και άλλοι, με υψηλότερο βαθμό, να μείνουν εκτός) αλλά και ο οξύς δημόσιος διάλογος που προκαλείται όταν τίθεται θέμα αλλαγών στο εξεταστικό σύστημα, φέρονται να έχουν οδηγήσει σε δεύτερες σκέψεις το Μέγαρο Μαξίμου για την παρουσίαση του σχεδίου εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
*Ο Παναγιώτης Λάμπρου είναι Φιλόλογος στο Φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης Γαζίου Σύγχρονη Εκπαίδευση