Με τον πιο συγκινητικό τρόπο τα παιδιά της Ελένης Βλατά ή Βλαταδολένης, της οποία το σαρανταήμερο μνημόσυνο θα τελεστεί την Κυριακή 7 Ιουλίου στην Αγία Μαρίνα στο Τσαλικάκι, αποχαιρετούν τη μητέρα τους.
Σε κείμενο που δημοσιεύεται στην Ανωγή, τα παιδιά της εκλιπούσης αναφέρουν:
Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από τότε που χάσαμε την αγαπημένη μας μητέρα, Ελένη Βλατά ή Βλαταδολένη. Μετά από μια σύντομη, απεγνωσμένη προσπάθεια νοσηλείας,η μητέρα μας έφυγε στην αγκαλιά μας, έτσι όπως ήθελε και ονειρευόταν πάντα. Έφυγε περήφανα, παλικαρίσια. Ακόμα και στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της βιώνοντας την απώλεια της όρασης, δεν έχασε ποτέ το κουράγιο, την ευγένεια και την γλυκύτητα του χαρακτήρα της,παραδίδοντας μαθήματα ζωής σε όλους.Απρόσμενα ξεκίνησε την τελευταία μετακόμιση φορώντας μόνο το καλό της το φουστάνι…
Σε ευχαριστούμε μαμά για όλα.
Σε αγαπάμε μαμά για όλα.
Και θα μας λείπεις για πάντα…
Στην μνήμη της Ελένης Βλατά θα τελεσθεί σαρανταήμερο μνημόσυνο, την Κυριακή 7 Ιουλίου 2019, στον ιερό ναό της Αγίας Μαρίνας – Τσαλικάκι, στο Ηράκλειο και στη συνέχεια θα προσφερθεί μακαρία στην ταβέρνα”Δαφέρμος” – Τσαλικάκι.
Ευχαριστούμε θερμά όλους όσοι παραβρέθηκαν στην κηδεία της λατρευτής μας μητέρας, καθώς επίσης και εκείνους που κατέθεσαν στεφάνια ή χρηματικά ποσά σε ευαγή Ιδρύματα στη μνήμη της.
Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τους αξιότιμους συγχωριανούς μας Πολύδωρο Αεράκη και Αριστείδη Χαιρέτη – Γιαλαύτη για το συγκινητικό αφιέρωμα με το οποίο αποχαιρέτησαν την μητέρα μας, κατά την διάρκεια της κηδείας της, στις 2 Ιουνίου 2019, στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου, στα Ανώγια, εκφωνώντας έναν αποχαιρετιστήριο λόγο και μια μαντινάδα αντίστοιχα.
1. Ο Πολύδωρος Αεράκης εκφώνησε τον παρακάτω αποχαιρετιστήριο λόγο
Σήμερα μαζωχτήκαμε εδώ για να αποχαιρετήσουμε την αρχόντισσα του Αϊ Γιώργη, την Ανωγειανή καπετάνισσα μάνα, την Βλαταδολένη.
Κι όπως θα πουν οι ξομπλιάστρες του μοιρολογιού: “που το μαντέμι το καλό ήσουνα καμωμένη, και με τσι χάρες της παλιάς, της ράτσας στολισμένη”.
Γεννήθηκες την εποχή του τρύγους και του θέρους, του λύχνου, του πετρόλυχνου, της λάμπας πετρελαίου, το 1936. Του Παναγιωτογιώργη και της Λευτερίας ήσουνα θυγατέρα, με δύο ακόμα αδερφές, την Άννα και τη Βαγγελιά, και τέσσερις λεβέντες αδερφούς, τον Νίκο ή Μινώταυρο, όπως τον έλεγε η Καρίνα, τον Μιχάλη, τον Οδυσσέα και το Χαραλιό.
Κοπέλι με μια γόμα και ένα μολύβι έμαθες να γράφεις το όνομα σου. Έφηβη, με το πέταλο του αργαλειού εξυφαίνεις τα όνειρα σου και το βράδυ στη παραστιά με αγκαλιά τον Ερωτόκριτο, αφήνεις τη σκέψη να ταξιδεύει με τον έρωντα βαρκάρη. Όμως, την εποχή σου, με μια πιάτα αλουμίνι στη μέση του τραπεζιού, μισογεμάτη με ψαροκόλυβα και εφτά κουτάλια γύρω-γύρω, οι επιλογές και ο έρωντας ήταν πολυτέλεια. Ο Μινώταυρος σ’ έταξε για παντρειά στο Κώστα το Βλατά, το Βλαταδόκωστα, και έτσι αγκαλιά με το ριζικό και τη μοίρα σου, κίνησες για το δεύτερο κομμάτι της ζωής σου με το σύντροφο σου.
Ο Βλαταδόκωστας ήταν άξιος αγωνιστής και δουλευτής της ζωής, μα η Ανωγειανή γη δεν κάρπιζε· όπου κι αν έσκαβες, μόνο χαλίκια και πέτρες έβγαζες, και το χόρτο λίγο για τα ζα. Και έτσι ο Βλαταδόκωστας με τον αδερφό του τον Μανόλη, κίνησαν γεμάτοι όρεξη να δουλέψουν, εκεί που το βυζί της γης έβγαζε γάλα και κατέληξαν στο Αγάκο το Μετόχι. Σε ένα μικρό σπιτάκι στην αρχή με παραστιά και σοφαδάκι, χώρεσαν την αγάπη τους και τα όνειρα για ζωή.
Με σκληρή δουλειά έκαναν τη γη να καρπίσει και με τον έρωντα τους έδωσαν νόημα και συνέχεια στη ζωή, με τον ερχομό των τεσσάρων παιδιών τους. Την Λευτερία, την Μαρίνα, τη Χαρούλα και το Μενέλαο. Και όλα πήγαιναν καλά, μπαξές η αυλή τους, ανθισμένη με τριαντάφυλλα και βιόλες, γεμάτη με τις φωνές και τα παιγνίδια των παιδιών. Οι μεγάλοι στη βεράντα να μιλούν για ένα κόσμο καλύτερο, με περισσότερη ανθρωπιά και δικαιοσύνη, για δίκαιη μοιρασιά των καρπών της γης, ζωή για όλους χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς πολέμους, για ένα κόσμο της ειρήνης και της αδελφοσύνης.
Εκεί, όπως και στα Ανώγεια, στο σπίτι τους που ήταν του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έτσι και στο Αγάκο, έσμιγαν οι αγωνιστές, οι κυνηγημένοι αντάρτες· εύρισκαν καταφύγιο και συντροφική κουβέντα για ανεξάρτητη πατρίδα, για σοσιαλισμό, για διεθνισμό. Τα παιδιά καθισμένα στο πεζούλια της αυλής γύρω από τους μεγάλους, βύζαιναν τα λόγια τους, και άλλα καταλάβαιναν και άλλα όχι, μα το συμπέρασμα τους ήταν πως οι μεγάλοι ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Έτσι κυλούσε η ζωή στο Αγάκο με τη γαλάζια θάλασσα απέναντι που σε καλούσε για μακρινά ταξίδια, το βουητό του τρύγους, το μάζεμα της σταφίδας, των φρούτων και των σταφυλιών και το βράδυ όλοι μαζί, με το ολόγεμο φεγγάρι από πάνω, να τραγουδούν στον ήχο του μαντολίνου για τον έρωντα, για τη ζωή και να ονειρεύονται.
Όμως, δεν γίνονται όλα όπως τα ονειρευόμαστε. Το 1986 και ενώ η Ελένη ήταν στη μάχη, στη δουλειά και οι βοσκοί στα ζα, πέρασε ο χάρος από το σπίτι στο Αγάκο, βρήκε μοναχό τον άντρα της, τον Κώστα, μονομάχησαν σκληρά στ’ αλώνια του Αγάκου και ο χάρος βγήκε νικητής.
Όταν γύρισε η Ελένη και είδε τον Κώστα άψυχο στ’ αλώνι, καταράστηκε τον χάρο και προκάλεσε το θιο. Μα αμέσως μετάνιωσε και ανασκουμπώθηκε, όλα πρέπει να γίνουν όπως πρέπει και έτσι έγιναν.
Η κόρη του Ψηλορείτη ντύθηκε με την Ανωγειανή περηφάνια και λεβεντιά και χύθηκε στη μάχη. Το πρωί να φροντίζει τη γη να καρπίσει, το μεσημέρι στα ξενοδοχεία και το βράδυ να αγκαλιάζει με τις φτερούγες της τα παιδιά της και να τα μεγαλώνει μεταλαμπαδίζοντας τα με τις Ανωγειανές αξίες και ιδανικά, που την ζωή κρατούσαν όρθια και τον λαό μας περήφανο.
Η Μαρίνα δουλεύει στο ΠΑΓΝΗ και την υγεία των ανθρώπων έχει ταχθεί να υπηρετεί. Η Λευτερίατση γνώσης το δρόμο, σαν δασκάλα, ανοίγει στα παιδιά και τσ’ ανθρωπιάς τη στράτα. Ο Μενέλαος με την εταιρία του ταΐζει πολύ κόσμο και η Χαρούλα στο Ερευνητικό Κέντρο του Πανεπιστημίου, ερευνά πως θα βρει τον τρόπο να γιατρεύεται ο άνθρωπος από την φοβερή αρρώστια.
Η Ελένη έδωσε συνέχεια στη ζωή με τα παιδιά και τα εφτά εγγόνια της και άφησε παρακαταθήκη σε όλους μας, πως τέτοιες μανάδες βυζαίνουν τον κόσμο με ιδανικά και αξίες και την ελπίδα πως κάποια μέρα θα είναι καλύτερος.
Από τον πάτο της καρδιάς μας σε ευχαριστούμε Ελένη και από τα βάθη της ψυχής μας σου λέμε πως μας γέμισες υπερηφάνεια και ανθρωπιά. Για αυτό, όσο θα ζούμε θα νοιώθουμε ευγνωμοσύνη και θα κουβαλούμε την ανάμνηση σου, σαν αξία παλαιινή, αρχόντισσα, γυναίκα, μάνα…
2. Ο Αριστείδης Χαιρέτης – Γιαλαύτης αποχαιρέτησε την Ελένη Βλατά με την παρακάτω μαντινάδα:
Στο σπίτι που μεγάλωσες,
αυτό τα λέει όλα,
κι αν ένε και για ομορφιά,
ακόμη είσαι βιόλα!
Η κόρη της Ελευθερία εκ μέρους των παιδιών της την αποχαιρέτησε με τα παρακάτω λόγια:
Πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός μαμά!
Πόσο σύντομα τέλειωσε η ζωή μας μαζί σου!
Μια αστραπή η ζήση σου μαμά, μα πρόλαβες! Και τώρα, η ομοβροντία του μισεμού σου σημαδεύει στην καρδιά και μας αφήνει αίολους στην ορφάνια σου!
Τι να πρωτοθυμηθώ από σένα μαμά; Το γελαστό σου πρόσωπο ή το γλυκό σου λόγο; Τη γενναιοδωρία ή την αξιοσύνη σου;
Μαμά μου λυγερόκορμη, μαμά μου μεγαλόψυχη, μαμά μου συμπονετική, μαμά μου μερακλίνα! Μα πάνω από όλα γενναία και δυνατή ! Δε δείλιασες και δε λιγοψύχησες σε καμιά από τις αντιξοότητες που σου επιφύλαξε από νωρίς η ζωή!
Δε δείλιασες όταν, στα 50 σου, έμεινες χήρα με 4 παιδιά και ανοιχτές υποχρεώσεις και λογαριασμούς. Πλάι στο βαρύ πένθος σου για τον ακριβό σύντροφο της ζωής σου, το Βλαταδόκωστα , χώρεσες με μαεστρία και πείσμα όλη την εργατικότητά σου και ρίχτηκες στον αγώνα! Δύσκολα χρόνια, δύσκολη ζωή! Και άντεξες! Μάνα και πατέρας μαζί! Και κράτησες την οικογένειά μας όρθια και δυνατή, μα πάνω από όλα ενωμένη και αγαπημένη! Περάσαμε τόσα μαζί! Στους γάμους, στις γεννήσεις, στις βαφτίσεις, στις λύπες, στις χαρές και στις λαχτάρες μας! Ευτύχησες να νταντέψεις όλα σου τα εγγόνια από τον μεγαλύτερο έως τον Βενιαμίν! Αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς όλων μας!
Δε δείλιασες όταν πριν δυο χρόνια ένας ύπουλος θρόμβος σου στέρησε το πολύτιμο φως και σε καθήλωσε στην οδύνη της τύφλωσης. Συνέχισες να ζεις προσαρμόζοντας τη ζωή σου στις νέες συνθήκες! Με συντροφιά τις αναμνήσεις σου και αρωγό ένα μικρό τρανζιστοράκι έπλαθες το δικό σου φωτεινό κόσμο και άνοιγες καθημερινά ένα παράθυρο στη ζωή άλλοτε με ελπίδα και άλλοτε με στεναγμό! Έτσι, κάποιες δύσκολες στιγμές, όταν η απελπισία σε παρέλυε έλεγες παρακλητικά: «ας μπορούσα να δω μια στιγμή την πλάση και ας πέθαινα!» Άλλες φορές πάλι σαρκάζοντας την κατάστασή σου έλεγες: «πάλι καλά που στον ύπνο μου τα όνειρα είναι χρωματιστά, έτσι δεν ξεχνώ του κόσμου τούτου!»
Δε δείλιασες όμως ούτε όταν, πριν μια βδομάδα, ένας ακόμα πιο ύπουλος θρόμβος μπλόκαρε τους νευρώνες του μυαλού σου , θόλωσε την πεντακάθαρη ως τώρα σκέψη σου, σου αφαίρεσε τη συνείδηση και σε οδήγησε σιγά-σιγά στο κόμμα! Και πάλι το πάλεψες γενναία μαμά! Όμως, ποιος είναι αυτός που γλίτωσε στα μαρμαρένια αλώνια;
Και έτσι βρισκόμαστε τώρα εδώ! Και είναι μαζεμένοι όλοι εδώ γύρω σου, μαμά! Οι συγγενείς, οι φίλοι, οι χωριανοί, τα παιδιά και τα εγγόνια σου! Όλοι με έναν καλό λόγο αποχαιρετισμού για σένα!
Το έργο τέλειωσε μαμά! Οι τίτλοι τέλους τρεμοπαίζουν ακόμα στην οθόνη, σε ρυθμούς πεντοζάλη! Καλή αντάμωση στον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!
Τα παιδιά σου