Σύντεκνε, όντε ήκουσα πως θα λα μου κόψεις το τσιγάρο με λουσε κριγιός ίδρως. Ευτυχώς δεν εκράτηξε πολιώρα γιατί μόνο όντε πάω στη Χώρα μου λένε να μην καπνίζω.
Οφέτος στα καφενεία στο χωριό και στα γυροχώρια εκάμαμε μπόλικα τσιγάρα. Τσι μέρες του χιονιά που δεν επηγαίναμε όξω, στα χωράφια και στα οζά καπνίζαμε, επίναμε ρακές και παίζαμε χαρτιά.
Η αλήθεια είναι πως επέρασε από το νου μου μπας και δε το κανα καλά όντε είδα το τρίτο εγγόνι τση ξαδέρφης μου τση Βανθίας να βήχει σα το φυματικό όντω του φύσηξα το καπνό στα μούτρα.
Μα κι ήτνα θελε το κοπέλι στο καφενείο;
Οπροχθές που επαντρεύτηκε του γείτονα μου η κόρη επήγαμε στη χώρα σε ένα μεγάλο κέντρο και μόλις ενάψαμε τα τσιγάρα μας εβγάλανε όξω.
Ήκουσα όμως πως εδά σύντεκνε, θα πολεμήσεις να κόψεις και το πιοτό. Όι δηλαδής εμένα, μα τω κοπελιώ. Ήντα θα πει δηλαδή ανήλικος, 15 χρονώ δεν είναι άντρας; Πιστόλι έχει, αμάξι οδηγά.
Κι ύστερα πως θα ζήσει κιανείς χωρίς ρακή; Εγώ είμαι καλά πίνω, έχω τσι κακές μου πίνω, στενοχωρούμαι πίνω, γλεντώ πίνω, δουλεύω πίνω. Και τα κοπέλια το ίδιο. Ήντα να κάμουνε δηλαδή;
Μαθές να ντρέπομαι θέλει να μη κερνώ τα κοπέλια μια ρακή. Εμάς μας εδίνανε ότι και φτάναμε με τη κεφαλή μας στο τραπέζι.
Σύντεκνε, κόβεις κόβεις και πράμα δεν αφήνεις. Με το καπνό εκόντεψα να το χωνέψω, αλλά και με τσι ρακές δε μπορώ. Άντρες είμαστε μπρε μεις; Εγώ τα πα και δεν έχω αμαρτία, μα ούτε θα δώσω λογαριασμό και ούτε ευθύνη έχω για ότι κάμω από δα και πέρα. Με δύο κιλά ρακή και τρία μπακέτα τσιγάρα.
Ένας πότης και θεριακλής