Μια όμορφη ιστορία δοσμένη με εξαιρετικό τρόπο από γνωστό Μαλεβιζιώτη Μανώλη Βεληβασάκη που καταγράφει παιδικές μνήμες
Τον παλιό καιρό, σένα χωριό του Μυλοποτάμου ο μπάρμπα-Παπαδομανώλης εκτελούσε χρέη αγροφύλακα για μερικά φεγγάρια, και γυρνούσε σαν του παπά τον σκύλο σε όλα τα αμπέλια και σόχωρα του χωριού, για να επιβάλει την τάξη που επέβλεπε ο νόμος και να μην αφήνει τους βουκόλους να βάζουν τα γιδοπρόβατα στα ξένα χωράφια.
Του Μανώλη Βεληβασάκη
Το επάγγελμα του αγροφύλακα ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί ήταν υποχρεωμένος να γυρνάει όλη τη μέρα στα χωράφια και να ελέγχει να μην γίνονται αγροτικά αδικήματα. Δεν είχε δε συγκεκριμένο ωράριο, πρωί, βράδυ ήταν πάντα στο καθήκον. Έπρεπε να φοράει καθημερινά τη στολή του, η τουλάχιστο το καπέλο του, να έχει στη ζώνη του το βούκινο, και να γυρίζει την περιοχή του χωριού. Εκτός δε από τον έλεγχο προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες. Για παράδειγμα την περίοδο της Άνοιξης έπαιρναν μαζί τους μπόλια και μπόλιαζαν τα αγρία δέντρα που υπήρχαν στους αγρούς η σε δρόμους που περνούσαν.
Για τον Παπαδομανώλη, αυτή βέβαια ήταν μάλλον σαν προσωρινή δουλειά, μια που καλά καλά δεν ήξερε ούτε να γράφει ο κακομοίρης, και ο Αγρονόμος από το Πέραμα τον μάλωνε συνέχεια για τις πολύ πρόχειρες και ακατανόητες δικογραφίες του, αλλά δεν μπορούσε όπως φαίνεται να βρει και κάποιον καλλίτερο υποψήφιο για το αξίωμα αυτό στο χωριό!
Καθώς ήταν απασχολημένος καθημερινά με τα καθήκοντα του, δεν είχε και πολύ χρόνο να καλλιεργεί και τα δικό του χωράφια και ιδιαίτερα το κρασάμπελο, και τα άφηνε κατά πλείστον στην γυναίκα του την Παπαδομανώλενα να το σκάβει, να το κουτσουτρουλίζει και να το θειαφίζει. Και αυτή όμως η κακομοίρα, είχε ένα σωρό μικρά κοπέλια και δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά, και έτσι το αμπέλι τους, που δεν ήταν παραπάνω από οχτώ σειράδες, σιγά σιγά ρήμαξε και έβγαζε πολύ λίγο μαξούλι, δηλαδή, κρασί. Το μεγάλο βαρέλι στο υπόγειο του σπιτιού του, που τα περασμένα χρόνια γέμιζε από μούστο κάθε Σεπτέμβρη, τελευταία ούτε καλά-καλά μέσαζε, και όπως το υπολόγιζε με μεγάλη λύπη ο Παπαδομανώλης δεν θα ήταν ούτε 100 οκάδες. Κάθε χρόνο βέβαια δεν περίμενε ούτε να αποβράσει ο μούστος και το δοκίμαζε τακτικά, για να «δει πως θα πήγαινε η χρονιά», όπως έλεγε, και κατά τις αρχές του Νοέμβρη, στη γιορτή του Αι Γιώργη του Μεθυστή, άνοιγε την κάνουλα και άρχιζε να το πίνει καθημερινά! Ε, το πανέρμο έλεγε, «μανίζει αυτό μια ουλιά, μα με τον καιρό, θα το συνηθίσουμε, η θα μας συνηθίσει αυτό, και κατέβαζε και το δεύτερο ποτήρι».
Πολύ το αγαπούσε λοιπόν το κρασάκι, ο Παπαδομανώλης και όπως είπαμε το έπινε καθημερινά, για να του ευφράνει όπως έλεγε «τα νεφρά του, και να τον βοηθάει να σπέρνει ποτε-ποτε και κανένα κοπέλι στης Παπαδομανώλενας το περβόλι». Τώρα τελευταία όμως, δεν τον έφτανε το αφιλότιμο ούτε μέχρι το Πάσχα, και μετα έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει το κουμάντο του, και να προμηθεύεται με τον ένα η άλλο τρόπο το άγιο νάμα. Και δεν του πείρε και πολύ σκέψη να βρει τον τρόπο του, αφού βέβαια ήταν άνθρωπος με βούκινο και αξίωμα, αρκεί να το χρησιμοποιούσε και έξυπνα, σε κατάλληλους ανθρώπους που ήξερε πως είχαν τα μέσα να του θεραπεύσουν την καθημερινή του δίψα.
Σχεδόν κάθε απόγευμα λοιπόν, παρακαλούσε κατά πόδα τον μακαρίτη τον πάτερα μου, που την εποχή εκείνη στα νιάτα του ήταν βοσκάκι, και είχε καμιά 20αρια γιδοπρόβατα και τα έβοσκε στα σόχωρα και στις πλαγιές γύρω από το χωριό. Μόλις έφτανε κοντά, έβγαζε το βούκινο του και το έπαιζε με ένταση για να ακουστεί μέχρι το χωριό. Κατόπιν πλησίαζε πιο κοντά και ρωτούσε του πατερά μου γιατί τάχα είχε βάλει τα ζώα στο ξένο χωράφι και είχαν φάει όλα τα χόρτα και τον αροδαμό! Παρόλες τις διαμαρτυρίες του πατέρα μου πως δεν ήταν αλήθεια η κατηγορία του αγροφύλακα, αυτός άρχιζε κιόλας να σημειώνει στο τεφτέρι του την παράβαση και να ετοιμάζει την κατηγορία, που θα απέδιδε αργότερα στην μακαρίτισσα την μάνα του πατέρα μου την Μπογιατζο-Σοφία το ίδιο βράδυ στο χωριό.
Καλά-καλά δεν είχε ακόμη νυχτώσει και ο Παπαδομανώλης χτυπούσε κιόλας την πορτέλα της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, κράζοντας δυνατά της συντέκνισσας σας του, της Μπογιατζο-Σοφίας να του ανοίξει. Και σαν άνοιγε την πορτέλα διάπλατα, η μακαρίτισσα η γιαγιά μου τον καλωσόριζε μια και ήξερε πάνω-κάτω, τι θα είχε στον νου του.
Και εκείνος αμέσως έμπαινε στο θεμα.
-Έπιασα τον εγώ τον φιλιώτσο πάλι και έβαλε τα ζώα στο χωράφι του Κουμινού κάτω στο σόχωρο, και του έφαε τα χόρτα. Ευτυχώς πρόλαβα και δεν είχαν μπει μέσα στο χωράφι με την ταγή και τότε θα είχαμε μεγαλύτερο πρόβλημα! Η ζημιά μια φορά, όσο μικρή και νάνε θα πρέπει να καταγγελθεί στον αγρονόμο!
Και η γιαγιά μου του απαντούσε:
-Έλα σύντεκνε Μανωλάκη μέσα, να κάτσεις να’ αποστήσουν τα πόδια σου, που θα γύριζες μα τον θεό μου όλη μέρα! Όσο για τον φιλιώτσο σου το Λευτεράκι, θα σου τον καταστέσω εγώ απόψε όντες θα γιαγύρει από την μάντρα το βράδυ!
Έμπαινε λοιπόν μέσα στο κατώγι ο Παπαδομανώλης, και καθόταν δίπλα στην παρασια. Αμέσως η γιαγιά Σοφία έβγαζε το μπουκάλι με το κρασί από το ντουλάπι και το πήγαινε στο τραπέζι μαζί με ένα άδειο ποτήρι! Έφερνε μετα και ένα πιατάκι ελιές, μαζί με ένα κομμάτι κρίθινο ψωμί και το έθετε παραδίπλα.
-Πιες σύντεκνε ένα ποτήρι κρασί και πάρε και ένα μεζέ, μα πράμα άλλο δεν είχαμε, μια που μας ήρθες έτσα ξαφνικά!
Έπινε ο μπάρμπα Μανώλης το πρώτο ποτήρι σχεδόν μονορούφι. Μετα έπιανε και δύο τρεις ελιές, έκοβε και ένα κομμάτι από το ψωμί και τα’βάζε στο στόμα του.
-Ο Θεός να συγχωρέσει τα πεθαμένα σου συντέκνισσα και να αγιάζει τα κοκάλα εκεινού που το φύτεψε το αμπέλι σας, που βγάζει το αφιλότιμο τέτοιο καλό κρασί!
Όπως κατάπινε το ψωμί και την ελιά, έβαζε κιόλας και το δεύτερο ποτήρι, και μετα το σήκωνε πάλι ψιλά για να επαναλάβει πάλι τις ευχές του! Έπινε και το δεύτερο, και κατόπιν σηκωνόταν απάνω λέγοντας, πως έπρεπε να πηγαίνει για τον περίμενε η γυναίκα και τα κοπέλια για να δειπνήσουν! Αποχαιρετούσε δε περπατώντας προς την πόρτα, και λέγοντας στην συντέκνισσα του.
-Ότι είπαμε εδα συντέκνισσα «νερό κι‘αλάτσι» και όσο για τη ζημιά που έκαμε το κοπέλι, όλα σάζουνε εδώ με τον χρόνο, μόνο να μην στενοχωριέσαι καθόλου!
Και σαν έκλεινε η πόρτα πίσω από την πλάτη του Παπαδομανώλη, σιγομουρμούριζε η μακαρίτισσα η γιαγιά, αλλά ποτέ όμως δεν κρατούσε κακία, γιατί όπως έλεγε το κέρασμα που μόλις είχε κάνει στον σύντεκνο τον αγροφύλακα, θα το έβρισκε ο μακαρίτης ο άντρας της, δηλαδή ο πάππους μου ο Μπογιατζο-Μανώλης στο παράδεισο και με τον τρόπο αυτό θα‘πίνε και αυτός λίγο κρασί από το αμπέλι του, που το είχε φυτέψει στα νιάτα του!
*Το παραπάνω κείμενο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα στο προσωπικό του προφίλ σε κοινωνικό δίκτυο.