Το συναίσθημα να αποχαιρετάς το δικό σου άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή είναι βαρύ. Ακόμα πιο βαρύ φαντάζομαι πως είναι να μην μπορείς να τον αποχαιρετήσεις.
Της Μαρίας Καλλέργη
Στο σχολείο μαθαίναμε πως ο τρόπος που ένας λαός φροντίζει τους νεκρούς του δείχνει ποιος είναι, δίνει στοιχεία για τον πολιτισμό και την κουλτούρα του.
Οι Αρχαίοι λαοί τους φρόντιζαν τους νεκρούς τους και οι αρχαίοι Έλληνες επίσης.
Στα πιο γνωστά που ζήσαμε όλοι μας, ήταν να πηγαίνουμε τους ανθρώπους μας στα σπίτια τους και να τους “συντροφεύουμε” την τελευταία βραδιά τους στη γη, να τους κλαίμε, να τους μοιρολογούμε και να τους αποχαιρετούμε.
Αδιανόητο ήταν ως πριν από λίγες μέρες στα Κρητικά χωριά, να μην ξενυχτήσουμε το νεκρό και την άλλη μέρα να μην τιμήσουμε τη μνήμη τους συνοδεύοντας τους ως την τελευταία τους κατοικία. Όχι μόνον οι συγγενείς μα και οι φίλοι, οι γείτονες κι όσοι τους γνώριζαν εν ζωή.
Κι ύστερα “μαλακώναμε” τον πόνο με τα μνημόσυνα, τις τελετές και παρηγορώντας ο ένας τον άλλο για το αναπότρεπτο φευγιό.
Τώρα αυτά τέλειωσαν, στην εποχή του κορωνοιού. Και τα ξενύχτια και οι αποχαιρετισμοί. Φυσικά και δεν τους αφήνουμε άταφους. Αλλά οι κηδείες γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες, με το φέρετρο να φθάνει στο ναό δέκα λεπτά πριν και οι παρευρισκόμενοι να μην ξεπερνούν τους 10.
Και τα μνημόσυνα τέλος. Ένα τρισάγιο στον τάφο. Τούτο το κείμενο δε διαφωνεί, ούτε διεκδικεί. Οι επιστήμονες που ξέρουν είπαν ότι έτσι πρέπει να γίνει, και έτσι θα γίνει. Αυτό είναι το σωστό.
Μόνο την πίκρα και το βουβό πόνο των ανθρώπων που τούτες τις μέρες χάνουν τους δικούς τους χωρίς να μπορούν να τους αποχαιρετήσουν όπως θα ήθελαν, ήθελα να γράψω.