Το Σάββατο του Λαζάρου ο λαός γιορτάζει ουσιαστικά την πρώτη Λαμπρή, την “Έγερση” του φίλου του Χριστού, του “αγέλαστου” Λάζαρου.
Ο φόβος και ο τρόμος του για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, μετά την Ανάστασή του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά: Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. «Βρε τον ταλαίπωρο», είπε. «Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘να χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;», και χαμογέλασε.
Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές. Στην Κρήτη έκαναν οι κοπελιές έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίδες. Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, στα οποία έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους “Λαζάρηδες” έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.
Στην Κρήτη τα κάλαντα του Λαζάρου ψάλλονται ως εξής :
«Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
εν τη πόλει Βιθανία
Μάρθα κλαίει και η Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό του
τον γλυκό και καρδιακό τους
Τον μοιρολογούν και λέουν
τον μοιρολογούν και κλαίουν
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να `ρθει
και εβγήκεν η Μαρία
έξω από τη Βιθανία
και εμπρός το γόνυ κλει
και τους πόδας Του φιλεί.
Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου
Πλήν και τώρα `γω πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις !
Τον τάφο να μου δείξετε
και `γω τον ανασταίνω
Τραπέζι να `τοιμάσετε
κι εγώ θε να πηγαίνω
Και παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου
τους είπε και εκύλησαν
τον λίθο που `χε απάνου
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
Αδη, Τάρταρε και Χάρο,
Λάζαρο θα σου τον πάρω
Δεύρω έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου
Παρευθύς από τον Άδη
ως εξαίσιο σημάδι
Λάζαρος απελυτρώθη
ανεστήθη κι εσηκώθη
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος
Εκεί Μάρθα και Μαρία
εκεί κι όλη η Βηθανία
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι
Δόξα το Θεώ φωνάζουν
και το Λάζαρο ξετάζουν
Πες μας Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδη όπου πήγες ;
Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον
Του χρόνου πάλι γιορτάσωμε
με υγεία να σας βρούμε
στον οίκο σας χαρούμενοι
τον Λάζαρο να πούμε
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια Πολλά να ζήσει…»