Ο Μαλεβιζιώτης Μανώλης Βεληβασάκης θυμάται τον πατέρα του και μια εποχή περασμένη:
"Αφιερωμένο στην σεπτή μνήμη του Πατέρα μου Λευτέρη Βεληβασάκη ή Μπογιατζολευτέρη.
Πατέρα μου… γέροντά μου… δάσκαλέ μου, πώς μεγάλωσες έτσι, σε μια μόνο στιγμή? Απλώθηκες, πατέρα μου, και αγκάλιασες το σύμπαν. Ή μήπως ήσουνα Μεγάλος κι ήμουνα εγώ μικρός και δεν το έβλεπα?
-Θυμάμαι σαν όνειρο τότε που φάνταζες στα παιδικά μου μάτια σαν ήρωας των Κρητικών θρύλων και σαν τραγούδι αντάρτικο της τάβλας.
-Θυμάμαι σαν μου διηγιόσουνα, χωρίς βαρυγκομιά την μπαλάντα της μαυροφόρας Κρήτης σου την εποχή της κατοχής, να σέρνεται μισόγυμνη, χιλιοπληγιασμενη στα κονάκια της πείνας και του θανάτου. Και εσύ πεντάρφανος, ολομόναχος στα εφηβικά σου χρόνια πήρες αντρικια το αντιμαχόμενο τιμόνι και έγινες πατέρας και μάνα των μικρών αδελφών σου. Ένα νέο παλικάρι που γέρασε δέκα χρόνια, σε μια μέρα.
-Θυμάμαι τα σοφά λόγια σου και την αστέρευτη στοργή σου, να αγγίζει την βυζανιάρικη ψυχή μου σαν με κρατούσες στα πόδια σου και με ορμήνευες τις πραγματικές αξίες της ζωής: γράμματα, περηφάνια, ταπεινότητα και ειλικρίνεια.
-Θυμάμαι σαν κοινοτάρχης του χωριού μας ένα άνθρωπο ταπεινό ήσυχο, που με την σιωπή του κράτησε ένα τρομερό βάρος. Μια αλύγιστη κολώνα που μεγάλωσε αδέλφια και παιδιά σε φοβερά δύσκολες εποχές και ποτέ δεν παραπονέθηκε.¨
-Θυμάμαι την μακαρίτισσα μάνα μου να μου μιλά με περηφάνια για τον αυθορμητισμό, την καλοσύνη σου ,την απλότητα, την ευγένεια της ψυχής σου ,την εντιμότητα, ανιδιοτέλεια, και μεγαλοσύνη σου για τους χωριανούς σου και για την οικογένεια σου.…
-Θυμάμαι να έρχεσαι από το περβόλι και τα αμπέλια σκονισμένος και κατάκοπος και εμείς με την μάννα και την αδελφή μας να περιμένουμε με αγωνία να φτάσεις στην αυλόπορτα και πέφταμε στην αγκαλιά σου για να μας ζεστάνεις με την παρουσία σου.
-Θυμάμαι παρά τις ανυπέρβλητες δοκιμασίες και τα προβλήματά σου ήσουν πάντοτε χαμογελαστός και εγκάρδιος προς όλους, αλλά και αθόρυβος στις δραστηριότητες αγάπης και διακονίας σου.
-Θυμάμαι την υπομονή σου όταν μου μάθαινες την τέχνη του κεντρίσματος των δέντρων στα χωράφια μας και μου έλεγες πως ήταν μια ευγενική απασχόληση! Ακόμη σήμερα την εξασκώ με δέος, γιατί σε θυμουμε και πάντα αφιερώνω νοερά κάθε κεντρί στη σεπτή μνήμη σου.
-Θυμάμαι τον κρυφό σου πόνο πως δεν έμαθες γράμματα γιατί έπρεπε να παλέψεις απάνθρωπα για την επιβίωση της μεγάλης φαμελιάς σου.
-Θυμάμαι, πόσες φορές σκαρφάλωσες με τα πόδια με τα χέρια τον κακοτράχαλο ανήφορο για μια μπουκιά ψωμί, γλίστρησες έπεσες, σηκώθηκες γιομάτος αίμα και ξανάρχισες την ανηφοριά.
-Θυμάμαι την μεγαλύτερη χαρά της ζωής σου σαν ήρθες την ημέρα που έλαβα το δίπλωμα μου από το Πανεπιστήμιο, στάθηκες καμαρωτός δίπλα μου και δάκρυσες από περηφάνια. Τα παιδιά σου ήταν το μόνο στεφάνι δόξας που δέχτηκε η ταπεινή μεγαλοσύνη της ύπαρξης σου.
-Θυμάμαι τα ομηρικά μας γλέντια στο χωριό, αλλά και εδώ στην Αμερική, τη ρακί, το γλυκό κρασί από το αγαπημένο σου αμπελώνα, τους γάμους μας, τα βαφτίσια των εγγονιών σου, τις γιορτές και τα πανηγύρια.
-Θυμάμαι, που πάντα καθόσουν ταπεινά σχεδόν αόρατος μακριά από τα φτιασιδώματα και τις φανφάρες τούτης της χώρας, γιατί η Κρητική αγνή καρδιά σου σεργιάνιζε στην απλή ζωή του χωριού και στην φιλόξενη γη της.
Και όταν πια έφτασε η ώρα και έκλεισε ο κυκλος σου, έγειρες το κεφάλι σου σιωπηλά και αποκοιμήθηκες……….- Ήσυχος και αθόρυβος, και μας άφησες μόνο με τις γλυκιές αναμνήσεις!
Σε μας, πατέρα μας η μνήμη σου είναι αιώνια, μια που τα παιδιά σου, τα εγγόνια και τα δισέγγονα σου, συνεχίζουν τον δρόμο που μας άνοιξες, πρώτα στον παλιό και μετά εδώ στο νέο κόσμο…..!
Χρονια πολλά στους πατεράδες όλου του κόσμου και αιωνια η μνήμη αυτών που έφυγαν!".