Της Γεωργίας Μουντράκη*
Ο Διόνυσος είναι ο θεός της βλάστησης, της αμπέλου, του κρασιού, της γονιμότητας. Είναι ο θεός της φύσης και της φυσικής αύξησης ενσαρκώνοντας όλες τις μυστήριες παραγωγικές δυνάμεις της φύσης. Είναι ο Θεός της ζωτικής ενέργειας και της ορμής που υπάρχει στη φύση αλλά και σε κάθε άνθρωπο και ευθύνεται για τη συνέχεια της ζωής. Πάνω από όλα όμως είναι ο Θεός της μυστικής έκστασης, της μανίας όπως αποδίδεται η λέξη έκσταση στα ελληνικά. Ο άνθρωπος υποβοηθούμενος και από την οινοποσία και από τη χρήση προσωπείου καταφέρνει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της λογικής, να χάσει την προσωπική του ταυτότητα και να ενωθεί με τη φύση και το Θεό. «Στην έκσταση της διονυσιακής λατρείας βασίζεται το μυστηριακό γεγονός της μεταμόρφωσης, που αποτελεί τη θεμελιακή προϋπόθεση για τη γένεση του δράματος. Εδώ βρίσκει τη συνέχεια και την τελείωσή της η «κατάληψη» του πρωτόγονου «υποκριτή», που ταυτίζεται με το δαίμονα.» (Lesky, 1997: 76). Η λατρεία συνεπώς του Διονύσου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τραγωδία και το θέατρο (Lesky,1997:76).
Ας εξετάσουμε τώρα πότε τοποθετείται χρονολογικά η τραγωδία «Βάκχες». Η τραγωδία παραστάθηκε στην Αθήνα μετά το θάνατο του ποιητή Ευριπίδη στη Μακεδονία το 406 π.Χ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου όπου οι αξίες κλυδωνίζονται και το θέατρο κινδυνεύει με κατάρρευση. Η τραγωδία «Βάκχες» είναι μια τραγωδία με πρωταγωνιστή τον ίδιο το Διόνυσο και πραγματεύεται τον αγώνα του θεού για την εγκαθίδρυση της λατρείας του στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Θήβα καθώς και τα εμπόδια που συνάντησε και ξεπέρασε για να το πετύχει αυτό. Η βίαιη επιβολή της Διονυσιακής λατρείας στη Θήβα που επιτυγχάνεται με τον διαμελισμό του βασιλιά Πενθέα, φανατικού πολέμιου του Διονύσου, από την ίδια του τη μητέρα —Μαινάδα Αγαύη—πιθανόν να φανερώνει την ανάγκη να προστατευτεί πάση θυσία η ήδη καθιερωμένη το 5ο αι. π.Χ. Διονυσιακή λατρεία στην Αττική σε μία εποχή όπου εκείνη βρίσκεται παγιδευμένη στη δίνη ενός εμφυλίου πόλεμου με τη Σπάρτη κατά τη διάρκεια του οποίου πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά, όπως η αγάπη, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, ο αλληλοσεβασμός, κλυδωνίζονται. Υπό τις παρούσες συνθήκες εγκατάλειψη της Διονυσιακής λατρείας και των άρρηκτα συνδεδεμένων με το θέατρο ιδανικών—αγάπη, ειρήνη, ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη, αλληλοσεβασμός— σημαίνει «νέκρωση» κάθε προσπάθειας αντίστασης στο Κακό. Οι παραστάσεις άλλωστε τελούνται στη διάρκεια γιορτών προς τιμή του θεού Διόνυσου γεγονός που φανερώνει την άρρηκτη σχέση Διονύσου- δράματος/θεάτρου. Οι «Βάκχες» λοιπόν αποτελούν κατά πάσα πιθανότητα μία προσπάθεια του τραγωδού Ευριπίδη για επανένωση με τις ρίζες του θεάτρου που εδράζονται στη Διονυσιακή λατρεία. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η τραγωδία «Βάκχες» δεν ανήκει στα πρώιμα είδη τραγωδίας αλλά συνιστά πολύ μεταγενέστερο έργο, όταν πλέον το δράμα έχει αποκτήσει μία παγιωμένη μορφή και το περιεχόμενο των τραγωδιών έχει πάψει να είναι διονυσιακό.
Αν τώρα σκεφτούμε ένα άλλο έργο τη κωμωδία του Αριστοφάνη «Βάτραχοι» που παραστάθηκε στα Λήναια το 405 π.Χ. αποσπώντας το πρώτο βραβείο βλέπουμε το Διόνυσο, το θεό του δράματος, να αγωνιά, γιατί το θέατρο ύστερα από το θάνατο του Ευριπίδη έχει μείνει ακέφαλο, καθώς δεν υπάρχουν πλέον άξιοι τραγωδοί. Γι’ αυτό αποφασίζει να κατέβει στον Κάτω κόσμο για να φέρει τον Ευριπίδη πίσω στον Επάνω Κόσμο φέρνοντας όμως τελικά τον Αισχύλο ο οποίος εκφράζει με την ποίησή του την παράδοση σε μία εποχή που οι θεσμοί και οι αξίες αμφισβητούνται έντονα – η Αθήνα είναι παγιδευμένη στη δίνη του Πελοποννησιακού πολέμου – και η ποίηση του Ευριπίδη μέσω της οποίας κρίνεται και αμφισβητείται κάθε παραδεδομένη αξία θα έθετε σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του θεάτρου.
Συμπερασματικά και στις «Βάκχες» αλλά και στους «Βατράχους» διαφαίνεται η ανάγκη προστασίας του θεάτρου του οποίου ακρογωνιαίος λίθος είναι ο Διόνυσος. Η απώλεια, επομένως, της Διονυσιακής λατρείας ισοδυναμεί στην πράξη με απώλεια του θεάτρου και κάθε ελπίδας εξόδου από την άβυσσο του πολέμου. Στο θέατρο οι άνθρωποι ενωμένοι πραγματοποιούν ένα ταξίδι στο μαγικό κόσμο της φαντασίας και του ονείρου ερχόμενοι σε επαφή με έναν ανώτερο τρόπο ζωής αποδεσμευμένοι από τα δεσμά της ιδιοτέλειας που συχνά τους ωθούν σε πράξεις άλογες, όπως είναι ο πόλεμος και η αλληλοεξόντωση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Lesky, A. (1997). Η τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων (μετ. Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης), Τ. Α΄, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
* Η Γεωργία Μουντράκη είναι φιλόλογος