Σάββατο μεσημέρι. Έβγαινα από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου φορτωμένη με δύο μεγάλες τσάντες ψώνια αγκομαχώντας με τη μάσκα.
Της Μαρίας Καλλέργη
Ξαφνικά τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε μια φιγούρα που καθόταν σε ένα πεζούλι. Άφησα τις τσάντες στο έδαφος και την κοίταξα με μια ερευνητική, καθόλου διακριτική η αλήθεια, ματιά.
Ήταν μια γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας, με παλιά ρούχα και μπροστά της ένα σιδερένιο καροτσάκι λαϊκής.
Τα χείλη της κάτι ακατανόητο μουρμούριζαν, τα μάτια της κοιτούσαν στο κενό, σαν να ήταν πραγματικά άδεια και το χέρι της ήταν απλωμένο. Φυσικά για μάσκα ούτε λόγος.
Τα μαλλιά της ήταν σγουρά και μισογκριζαρισμένα και το πρόσωπο της ανέκφραστο.
Ήταν μια από τις σπάνιες φορές, που το δημοσιογραφικό μου μικρόβιο, ούτε λειτούργησε, ούτε χτύπησαν “καμπανάκια”. Ένοιωσα τόση θλίψη που δεν ήθελα να ανακαλύψω το ανθρώπινο δράμα πίσω από αυτήν τη γυναίκα. Μου έφτανε ότι είχα μπρος στα μάτια μου.
Δε σκέφτηκα ούτε τις πολιτικές που αφήνουν ανθρώπους σε αυτήν την κατάσταση ούτε τα πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν και να ερμηνεύσουν. Παρά την υστερία που καλώς έχω αποκτήσει με τη μάσκα, δε με σόκαρε καθόλου που η συγκεκριμένη γυναίκα δε φορούσε.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα να την κοιτώ σαν αποσβολωμένη αλλά είμαι σίγουρη πως αυτή δεν με έβλεπε αν και δεν ήταν τυφλή και στεκόμουν μπροστά της στο 1,5 μέτρο.
Δεν ξέρω ακόμα πόση ώρα θα στεκόμουν να κοιτάω αν ο επόμενος πελάτης του σούπερ μάρκετ βγαίνοντας δεν έπεφτε πάνω μου.
Μάζεψα από το έδαφος τις τσάντες με τα στοιχειώδη της καραντίνας κι έφυγα παραπατώντας. Πέρασαν ώρες η εικόνα της γυναίκας με το άδειο βλέμμα ακόμα με στοιχειώνει.