Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης, δημοσιογράφος
Γιορτή του Πατέρα κι εγώ ξανοίγω ένα κιτρινισμένο χαρτί που βαστώ στα χέρια μου και θυμούμαι τον κύρη μου.
Τον Στρατομανόλη.
Τον θυμούμαι, με συγκίνηση και υπερηφάνεια, για κάποιους λόγους που εξηγούνται στο παρακάτω απόσπασμα μιας προσπάθειάς μου να γράψω γι αυτόν τον Άντρα.
‘’…Πολλές περίοδοι της ζωής του αποτελούσαν-και εξακολουθούν αποτελούν- επτασφράγιστο βιβλίο. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτές. Όχι ότι ήθελε να τις ξεχάσει, απλώς δεν τις θεωρούσε άξιες λόγου.
Μια από αυτές τις περιόδους είναι η γερμανική κατοχή στην Κρήτη. Ούτε συλλαβή δεν είχα ακούσει ποτέ από τα χείλη του γι’ αυτή την περίοδο. Εντελώς τυχαία έμαθα. Ήταν όταν επρόκειτο να βγει στη σύνταξη και χρειαζόταν ένα πιστοποιητικό στρατολογίας. Πήγα και το έβγαλα. Εκεί, στις διάφορες μεταβολές διάβασα για τραυματισμούς του στην πρώτη γραμμή και για νοσηλείες του σε στρατιωτικά νοσοκομεία.
Τον ρώτησα τι σήμαιναν όλα αυτά. «Τίποτα» μου απάντησε. «Το ξέρεις, ότι θα μπορούσες να έχεις πάρει αναπηρική σύνταξη με όλους αυτούς τους τραυματισμούς στον πόλεμο;» τον ρώτησα. Αντί άλλης απάντησης άρχισε να μου λέει ιστορίες για κάποιον «Στραβόγιαννο» με τον οποίο πολεμούσαν στο ίδιο χαράκωμα και ο οποίος σκοτώθηκε.
Για τον Στρατομανώλη οι τραυματισμοί του στον πόλεμο δεν ήταν τίποτα μπροστά στο θάνατο του «Στραβόγιαννου». Και αφού δεν ήταν τίποτα, περίσσευε η κάθε συζήτηση περί αυτών.
Μεγαλείο ψυχής ή αποθέωση της κρητικής κουζουλάδας;
Λίγο καιρό μετά από εκείνη την κουβέντα μας σ’ ένα μπαούλο στις Γκαγκάλες, όπου η κυρά Βαγγελιώ φύλαγε τα προικιά της, ανακάλυψα ένα κιτρινισμένο χαρτί. Εντύπωση μου έκανε ότι ήταν καλλιγραφημένο στην αγγλική γλώσσα το όνομα του Στρατομανώλη κάτω από έναν τυπωμένο περίτεχνο θυρεό της Μεγάλης Βρετανίας. Βάλθηκα να διαβάζω και όσο διάβαζα, τόσο μπερδευόντουσαν εντός μου έντονα συναισθήματα. Από τη μια έλεγα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να στέκει καλά.
Από την άλλη αισθανόμουν το στήθος μου να φουσκώνει από την περηφάνια. Έγραφε το χαρτί τούτα ακριβώς:
«Το παρόν πιστοποιητικό απονεμήθηκε στον ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΡΑΤΑΚΗ εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης και τιμής για παροχή βοήθειας στους Ναυτικούς Στρατιώτες και Αεροπόρους της Βρετανικής ΄Ενωσης Εθνών, που έδωσε δυνατότητα σ’ αυτούς να δραπετεύσουν ή να αποφύγουν αιχμαλωσία από τον εχθρό. 1939-1945.
Υπογραφή: ο Στρατάρχης, ο Ανώτατος Διοικητής Μεσόγειο Θέατρο (Γεωγραφική Περιοχή Διεξαγωγής Πολεμικών Επιχειρήσεων)».
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το χαρτί, κοίταζα τις βούλες και τις υπογραφές, αλλά στα μάτια μου δεν πίστευα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνες τις στιγμές σκέφτηκα τους χιλιάδες συνταξιούχους δήθεν θύματα πολέμου, τους μυριάδες δήθεν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και γενικά τους αμέτρητους εκμεταλλευτές των λαϊκών εθνικών αγώνων.
Αυτούς σκεφτόμουνα κρατώντας στα χέρια μου ένα κιτρινισμένο χαρτί που αποδείκνυε ότι υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις. Υπάρχουν και πραγματικοί αγωνιστές που από τη στιγμή που ο «Στραβόγιαννος» έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα, οι ίδιοι δεν δικαιούνται να υπερηφανεύονται για οτιδήποτε, αφού κατάφεραν και βγήκαν ζωντανοί από τη φωτιά του πολέμου.
-Τι είναι αυτό πάλι; ρώτησα τον Στρατομανώλη δείχνοντάς του το χαρτί.
Το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε καλά-καλά, προφανώς δεν πολυκατάλαβε και το περιεχόμενό του, αφού ήταν γραμμένο στα αγγλικά και μου το ‘δωσε πίσω.
-Αμα το θές, πάρ’ το, μου ‘πε χωρίς άλλη κουβέντα.
Άναψε τσιγάρο και άρχισε να μου μιλά για τα σχέδιά του να πάει ηλεκτρικό ρεύμα στο Φαράγγι για να δουλεύει μ’ αυτό η γεώτρηση και να μην είναι υποχρεωμένος να πληρώνει πετρέλαιο για τη γεννήτρια.
Όση ώρα μου ‘λεγε τα σχέδιά του τον κοίταζα καλά –καλά προσπαθώντας να βεβαιωθώ ότι στέκει καλά στα μυαλά του.
Έλεγα μέσα μου, αν αυτό χαρτί αφορούσε εμένα τι θα έκανα;
Σαφώς θα το εκμεταλλευόμουν. Θα διεκδικούσα όσα αυτό το χαρτί εσήμαινε από κάθε άποψη. Το ίδιο θα έκανε ο κάθε λογικός άνθρωπος.
Σκεφτόμουν: Ετούτος εδώ ζει στον κόσμο του. Ή δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό το χαρτί, οπότε δεν στέκει καλά, η καταλαβαίνει και δεν το εκμεταλλεύεται, οπότε πάλι δεν στέκει καλά.
Φαίνεται ότι από το ύφος μου κατάλαβε τι σκεφτόμουν. Δεν μου είπε τίποτα. Απλώς χαμογέλασε.
Εκείνο το χαμόγελό του μ’ έκανε να ντραπώ γι’ αυτά που σκεφτόμουν.
Συνειδητοποίησα ότι πράγματι ο Στρατομανώλης δεν έστεκε καλά.
Απλώς έστεκε πάρα πολύ ψηλότερα από εκεί που μπορούσε να φτάσει το δικό μου μάτι και η δική μου λογική…’’.