Γιατί κανείς να επιλέξει το χωριό και όχι την πόλη για να ζήσει, αφήνοντας πίσω του τις ανέσεις της μεγαλούπολης;
Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δίνει ο δημοσιογράφος Μιχάλης Στρατάκης σε μια ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμάτη συναισθήματα, με λόγο που "μιλάει" στην ψύχη κάθε ανθρώπου είτε ζει είτε νοσταλγεί το χωριό.
Η δημοσίευση του κ. Στρατάκη
Με ρωτάνε, καλοπροαίρετα πιστεύω, "καλά, γιατί άφησες τη μεγαλούπολη και τις ανέσεις, και γύρισες στο χωριό;".
Τους απαντώ, λέγοντάς τους την αλήθεια: "Αφού δεν είχα τη δυνατότητα να διαλέξω πού θα γεννιόμουνα, τουλάχιστο ας έχω τη δυνατότητα να διαλέξω που θα με θάψουνε".
Γελούνε με την απάντησή μου.
Γελώ κι εγώ μαζί τους, επειδή δε μπορούν να καταλάβουν.
Και όμως, αυτό που λέω, το πιστεύω.
Πλέον, δε μπορώ να ζήσω χωρίς το χώμα, οι βράχοι, τα φαράγγια, οι βουνοκορφές, τα γκρεμνά, οι λέσκες, τα σπηλιάρια, η θάλασσα και τα γεννοβολήματα της γης να μυρίζουνε αίμα, ιδρώτα, αντρειά, ανθρωπιά, λιβάνι, μελισσοκέρι, καβαλίνα, φασκομηλιά, δάκρυα, κρέας αντικριστό, αγκαλιά του γονέου, ώμο του φίλου, ρακή, κρασί, κρίθινο παξιμάδι, μπουμπουριστούς χοχλιούς και μπαρούτι.
Δε μπορώ να ζήσω χωρίς να ακούω την καμπάνα του χωριού να χτυπά πένθιμα και να με ειδοποιεί για τον μισεμό κάποιου συγχωριανού, χωρίς να ακούω τις μπιστολιές που ξεπροβοδίζουν τη νύφη από το πατρικό κονάκι της, χωρίς να ακούω τα εγκώμια τη Μεγαλοβδομάδα, από παράφωνες παιδικές φωνές των κοπελιών του χωριού, χωρίς να ακούω την ονειρική σμίξη της λύρας με το λαγούτο και το θόρυβο που κάνουνε τα ποτήρια όταν τσουγκρίζονται μεταξύ τους.
Δε μπορώ να ζήσω χωρίς την αρμύρα του πελάγου, χωρίς την κάψα του κάμπου της Μεσσαράς, χωρίς τον απόηχο των λόγων του Στρατογιάννη.
Δε μπορώ να ζήσω μακριά από τα μνήματα του αιμάτου μου, τση φιλιάς μου, των συντρόφων και των μπιστεμένων μου.
Δε μπορώ να ζήσω μακριά από τα χώματα όπου έσταξε το πρώτο δάκρυ μου, μακριά από τα δεντρά όπου επρωτοχάραξα με το σουγιαδάκι μου μια καρδιά με δυό γράμματα εντός της.
Δε μπορώ να ζήσω δίχως να μπορώ να ξαναπορπατώ στα σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου και να ξανακουτουλώ απάνω στα όνειρα που έκανα παιδί.
Δε μπορώ να μη γροικώ τα πέταλα του αλόγου του Άη Μηνά να βγάζουνε σπίθες στις σιδερόπετρες της Πλαθειάς Στράτας καθ’ αργά.
Δε μπορώ να μην σεργιανίζω αξυπόλητος στις γιδόστρατες των βουνών και ν’ αναντρανίζω ρουφώντας δύναμη από το χώμα και απ’ όσα υπάρχουνε από κάτω του.
Δε μπορώ να μη γροικώ στο ντουκιάνι του χωριού την προσταγή στον καφετζή «κέρασε τονε μρε» κάθε που θα μπει ξενομπάτης.
Γιά όλα τούτα, και για πολλά άλλα, εδιάλεξα ετούτο τον τόπο να καταθέσω ό,τι μου απομείνει τη στερνή ώρα.
Ένα κορμί χρωστώ στην Κρήτη κι εγώ δε θέλω να χρωστώ.
Μια ανάσα που θα μου ‘χει απομείνει, εδώ θέλω να την αφήσω, για να ξοφλήσω το χρέος μου.
Αν είναι δυνατόν, δίπλα σε μια φασκομηλιά, για να κουνηθούνε τα φύλλα της, μ' εκείνη την ανάσα.