Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
«Παράξενη ήτα, όπου παρά την ποιο φρικτή καταστροφή, η δόξα του ηττημένου δεν έπαθε τίποτα ούτε εκείνη του νικητή μεγάλωσε…»
Μέγας Ναπολέων.
Ο πόλεμος! Η αποκρουστικότερη μορφή παρουσίας του ανθρώπου επι γης.
Οι ώρες του πολέμου! Που μέσα από την στυγνότητα τους δεν είναι δυνατόν να εξέλθουν τρόπαια και νικητές επειδή κατ’ ουσίαν όλοι είναι νικημένοι.
Ο πόλεμος! Η διασπορά και η εξαφάνιση των επερχόμενων γενεών.
Για τον πόλεμο κάποια αποσπάσματα από το διήγημα του Ηλία Βενέζη «Η Βελανιδιά» είμαι σίγουρη ότι θα μιλήσουν καλύτερα:
«Ο Αντώνης ήταν μικρός βοσκός κι ήταν δέκα χρονών όταν ο μεγάλος πόλεμος ήρθε. Ζούσε με τον πατέρα του και με τον παππού του βόσκωντας τα πρόβατα τους στο βουνό. Τότε, αφού ο μεγάλος πόλεμος ταξίδεψε πολλές χώρες και πέρασε βουνά και κοιλάδες, ήρθε και στην Ελλάδα, πήρε τον πατέρα του μικρού βοσκού από την γαλήνη των λόφων και τον έστειλε να σκοτώνει ανθρώπους. Ο μικρός πολύ απόρησε. Ρώτησε τον παππού του για να μάθει τι ήταν αυτό «ο πόλεμος» κι εκείνος του αποκρίθηκε.
«Θυμάσαι τότε που έπεσε πολύ νερό και πήρε τα πρόβατα μας και τα έπνιξε και πήρε μαζί του και ανθρώπους;»
Ναι, το θυμόταν πολύ καλά.
«Έτσι είναι ο πόλεμος» είπε πάλι ο γέροντας. «Κάθε τόσα χρόνια έρχεται, παίρνει τα παλλικάρια και κανένας πια δεν ξέρει αν θα γυρίσουν».
Ο μικρός βοσκός τότε πολύ φοβήθηκε για τον πατέρα του.
«Και πούθε παππούλη έρχεται το κακό αυτό; Απ’ τον ουρανό πάνω;»
«Όχι αγόρι μου. Απ’ τους ανθρώπους».
Και ο μικρός βοσκός δεν κατάλαβε τίποτα.
Ήξερε για την νεροποντή πως όταν έρθει από τα σύννεφα τρέχουν οι άνθρωποι να φυλαχτούν και να την χτυπήσουν. Τι κάνουνε λοιπόν γι’ αυτήν την άλλη και πως γίνεται να την φέρνουν οι ίδιοι πάνω στη γη και τίποτα να μην κάνουν για να την διώξουν;
«Κοίτα κατά κει παππού. Γιατί τα φώτα δεν άναψαν στις μεγάλες πολιτείες; «
«Εγώ λέω πως θα ‘ναι απ’ το κακό που οι πολιτείες είναι σκοτεινές» είπε ξανά ο γέρος., όμως το γιατί το μάθανε σε λίγες ώρες.
Άκουσαν πρώτα μια μακρινή βοή που ολοένα δυνάμωνε. Ύστερα είδανε φωτεινές λωρίδες που ξεκινούσαν από τη γη να φτάνουν στον ουρανό σαν κάτι να κυνηγούσαν. Κι ύστερα ο ουρανός γέμισε από πράσινα και κόκκινα και χρυσά μπαλόνια που άναβαν, μένανε κάμποση ώρα ακίνητα κι ύστερα τα έπινε η νύχτα.
Την ίδια στιγμή άρχισε ο μακρινός θόρυβος από τα βλήματα που σκάζανε.
«Τι είναι τούτο;» είπε τρέμοντας ο μικρός βοσκός.
«Εγώ λέω πως θα ‘ναι αυτό» είπε πάλι ο μικρός βοσκός κι εννοούσε την πλημμυρά του πολέμου.
«Αυτό θα ‘ναι» είπε κι ο γέροντας και μετά το παιχνίδι του ουρανού έγινε πιο τακτικό, κάθε βράδυ.
«Παππού διψώ. Δεν πάμε κατά την βελανιδιά; Τούτο δω απόψε δεν τελειώνει
Ο γέροντας δίστασε αλλά ο μικρός επέμενε πως διψά και τότε συγκατάνευσε.
«Καλά, πάμε» είπε.
Την ίδια ώρα το τελευταίο αεροπλάνο της επιδρομής πέρασε πάνω από τα βουνά.
Ποιος ξέρει, ίσως να έγινε λάθος, ίσως το δάχτυλο του αεροπόρου ακούμπησε χωρίς να το θέλει σε κάποιο κουμπί κι η τελευταία μπόμπα της επιδρομής έπεσε πλάι στη βελανιδιά.
Ο τόπος γέμισε κρότο και σίδερο χώμα και αίμα κι έπειτα στον ουρανό ησυχία θανάτου.
Περαστικοί βοσκοί είδαν την εικόνα το μεσημέρι της άλλης μέρας.
Μεγάλα κλωνάρια της βελανιδιάς κομμένα βίαια σκέπαζαν τα σκοτωμένα πρόβατα.
Άλλα πρόβατα χτυπημένα όχι θανάσιμα βέλαζαν σπαρακτικά και σφάδαζαν μέσα στο αίμα.
Ο γέροντας βοσκός δεν ανάσαινε πια. Το κεφάλι του ήταν μια μάζα από μυαλό και αίμα.
Και πάνω σε αυτό το σπασμένο κεφάλι που δεν σάλευε πια, βρήκαν πεσμένο το παιδάκι να κρατά σφιχτά το γέρικο σώμα σαν να το ικέτευε να μείνει και να μην το εγκαταλείψει…»
Ο πόλεμος! Και μια μικρή περιγραφή της απερίγραπτης φρίκης των δεινών του…