Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Σαράντα τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την Άρτα και σε υψόμετρο 1050 μέτρα η πλατεία και 1750 μέτρα τα βουνά, σε ένα αιώνια χιονισμένο τοπίο με κατάφορτες εκτάσεις από πεύκα και έλατα που θυμίζει ολοχρονίς χριστουγεννιάτικο καρτ-ποσταλ, υπάρχει ένα γραφικό χωριό που διεκδικεί τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα οπλαρχηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη και της μητέρας του, Ζωίτσας ή Διαμάντως Διμισκή.
Για το χωριό που λέγεται Σκουληκαριά- η εκδοχή για το όνομα βασίζεται στο γεγονός ότι κάποτε ζούσε εκεί μεγάλη πληθώρα ανθρώπων, κόσμος αμέτρητος σαν σκουλήκια!!- η πρώτη επίσημη ιστορική αναφορά χρονολογείται από την εποχή του βασιλιά Πύρου, τότε που η Άρτα λεγόταν ακόμα Αμβρακία και έφτανε χωροταξικά έως και το Αγρίνιο.
Σήμερα το μέρος αν και πανέμορφο, σφαδάζει από έλλειψη και εγκατάλειψη και σε τίποτα δε θυμίζει πια την εποχή που οι κάτοικοι του ήταν «αμέτρητοι σαν σκουλήκια…» κι οι λιγοστοί που απέμειναν ασχολούνται πλέον αποκλειστικά με τη κτηνοτροφία
Σημαντικό πάντως για τους ανθρώπους ετούτους είναι το ότι τα χώματα τους ανάστησαν ένα από τους μεγαλύτερους εθνικούς μας ήρωες, το Γεώργιο Καραϊσκάκη καθώς επίσης και τη γυναίκα που τον γέννησε και μέσα από τη προφορική παράδοση, το μόνο κατάφερε να διατηρήσει ο χρόνος από μια εποχή που δεν υπήρχαν άλλα ενδεικτικά στοιχεία- συζητούν με μέγιστη υπερηφάνεια για το γεγονός.
Πέρα λοιπόν από κάθε επίσημη ιστορική έρευνα, και μονάχα από τις διηγήσεις του ιερέα και των υπολοίπων κατοίκων του χωριού, η ιστορία της μάνας του Καραϊσκάκη και η γέννηση του ίδιου έχει ως εξής:
«Η μάνα του Καραϊσκάκη κρατούσε από τη μεγάλη οικογένεια των Διμισκίδων που ήταν τρία αδέλφια και μια αδελφή, η Ζωίτσα, για κακή τους τύχη όμως Τούρκοι χωροφύλακες βίασαν το κορίτσι στα δεκαέξι του. Τα αγόρια βλέποντας το κακό σκοτώνουν κάποιους από τους Τούρκους χωροφυλάκους που έβλαψαν την αδελφή τους και αμέσως μετά για να γλιτώσουν κι οι ίδιοι αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια και τα αιγοπρόβατα τους και να βγουν στα βουνά σα κλέφτες και αρματολοί.
Πριν φύγουν όμως για να γλιτώσουν και την αδελφή τους από την οργή των Τούρκων που γυρνούσε εις βάρος της, για να τη προφυλάξουν τη βάζουν στο μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο χωριό τους, της φοράνε προσωρινά τα ράσα και προκειμένου να μη την αναγνωρίσουν σε καμία περίπτωση της αλλάζουν και το όνομα και τη μετονομάζουν σε Διαμάντω.
Ο τότε κοτζαμπάσης του χωριού Νίκος Πλακιάς μαθαίνει την όλη ιστορία και υπό την απειλή ότι θα την παραδώσει στους Τούρκους τώρα που λείπουν και τα αδέλφια της, καταφέρνει κάνει τη κοπέλα να υποκύψει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις τους με αποτέλεσμα μερικούς μήνες μετά φέρνει μέσα στα σπλάχνα της το καρπό του εκβιαστή της.
Τέσσερις μόνο μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού της, διώχνεται από το μοναστήρι της Σκουληκαριάς και της Κοίμησης της Θεοτόκου κι αναγκάζεται να καταφύγει σε ένα άλλο μοναστήρι περίπου πενήντα χιλιόμετρα από εκεί που ήταν ως τότε, στο μοναστήρι του Σέλτσο.
Η θρησκευτική στενομυαλιά κι εκεί δυστυχώς δε αποδέχεται για πολύ στους κόλπους της μια δεκαεφτάχρονη με ένα εξώγαμο στην αγκαλιά, διώχνεται και από το δεύτερο μοναστήρι και καταφεύγει σε ένα τρίτο στη Καρδίτσα, στη μονή Μαυρομάτη. Εκεί ο ηγούμενος αποφασίζει να βαφτίσει το νόθο παιδί που το βγάζει Γιώργο στο όνομα του Αγίου Γεωργίου στον οποίο ήταν και αφιερωμένο το μοναστήρι.
Το παιδί με τη μάνα φιλοξενήθηκαν εκεί περί τα πέντε χρόνια αλίμονο όμως ο τίτλος που δε σταμάτησε ποτέ να φτάνει μέχρι τ΄ αυτιά τους – το μπαστί…το μπαστί…η καλογριά με το μπαστί…- τους ανάγκασε να φύγουν και να κατέβουν στο βάλτο, σε ένα άλλο χωριό που τότε λέγονταν Τούνιστα και σήμερα λέγεται Σταθά.
Η Ζωίτσα ή Διαμάντω Διμισκή μπαίνει εκεί στη δούλεψη ενός κλέφτη κι αρματολού που λέγονταν Ίσκος που όμως είχε κι εκείνος ένα γιο με το ίδιο όνομα, Γιώργος.
Ο κόσμος όμως θέλοντας κάποια στιγμή να ξεχωρίζει το γιο του Ίσκου που ήταν μεγάλο παιδί τότε, γύρω στα δεκαοκτώ με είκοσι και μόλις άρχιζε να βγαίνει στα βουνά, από το γιο της καλογριάς , που αντίθετα ήταν μικρός και πολύ μελαχρινός, έδωσε και το όνομα που δεν έχει καμιά σχέση ούτε με το όνομα του φυσικού του πατέρα του Πλακιά, ούτε με το όνομα των Διμισκέων από τη πλευρά της μητέρας του.
Ο Γιώργης του Ίσκου λοιπόν ο ένας κι ο Γιώργης ο καράς του Ίσκου ο άλλος μια κι ως γνωστόν καράς στα τούρκικα λέγεται το μαύρο. Επειδή όμως συν τοις άλλοις το παιδί εκτός από πολύ μικρό και πολύ μελαχρινό ήταν επίσης και πολύ αδύνατο, έως ατροφικό και καχεκτικό, εν καιρώ ο Γιώργης ο καράς του Ίσκου προς χάριν ειρωνείας ασφαλώς μετονομάστηκε σε « Γιωργιό το καρά- ισκάκι…»
Κι αφού τότε δεν υπήρχαν ούτε δημοτολόγια, ούτε χαρτιά παρά όπως ήθελε ο καθένας λέγονταν κι όπως ήθελε, για λόγους που πιθανόν μόνο ο ίδιος θα γινόταν να γνωρίζει ο μεγάλος Έλληνας ήρωας αποφάσισε να περάσει με τούτο το όνομα στην ιστορία.
Η μητέρα του εν τω μεταξύ παρέμεινε στην υπηρεσία του Ίσκου έως και που το παιδί της πάτησε τα δεκατρία Μαθαίνοντας όμως κάποια στιγμή πως τα αδέλφια της είχαν ξεκληριστεί σε συμπλοκές με τους Τούρκους, αποφασίζει να γυρίσει στη Σκουληκαριά όμως δυστυχώς τόσα χρόνια μετά και οι συγχωριανοί της πυροβολούν ακόμα τη ψυχή και τ΄ αυτιά της ίδιας και του παιδιού της με τη λέξη «μπάσταρδος…»
Ο μικρός από αντίδραση ίσως αποφασίζει να μπει στη δούλεψη των Τούρκων κουβαλώντας τους νερό έως ότου σε κάποια προσωπική συμπλοκή σκοτώνει κάποιον, του παίρνει τα άρματα και τρέχοντας φτάνει στο στρατόπεδο και στην υπηρεσία του Κατσαντώνη, στα Άγραφα.
Μετά από κάμποσο καιρό πέφτει ξανά στα χέρια των Τούρκων που τον πιάνουν και τον παραδίδουν στον Αλή- Πασά των Ιωαννίνων όπου κι εκείνος το αντιμετωπίζει σαν ευκαιρία που την δράττει για μα μάθει όσο πιο πολλές πολεμικές τέχνες μπορούσε. Παραμένει εκεί έως και το μεγάλο ξεσηκωμό των Ελλήνων που αποφασίζει να φύγει από τον Αλή Πασά, να πιάσει πάλι τα βουνά και να δημιουργήσει το δικό του στράτευμα.
Για τη πορεία της ζωής του μεγάλου έλληνα ήρωα από εκεί κι έπειτα η πλέον κατάλληλη για να μιλήσει είναι η επίσημη ιστορία. Χαρακτηριστικό είναι όμως πως όταν πλέον είχε απελευθερωθεί σχεδόν όλη η Ελλάδα, επειδή είχε ξεκινήσει από τον Αλή- Πασά κατηγορήθηκε σα τουρκόφιλος και προσπάθησαν να τον δικάσουν ερήμην του.
Η δίκη του ορίστηκε στις 23 Μαρτίου του 1823, προλαβαίνει όμως και το μαθαίνει εκείνος και παρ΄ ότι άρρωστος με φυματίωση κι ελονοσία πιέζει τους συντρόφους του να τον μεταφέρουν με ένα φορείο μέχρι του σημείου της δίκης.
Όταν τελείως αναπάντεχα παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά στη σύσταση και τους ενόρκους του δικαστηρίου, βλέποντας τον ο πρόεδρος αρχίζει να ιδρώνει και να σκουπίζει το πρόσωπο του με ένα μαντίλι έως που λαμβάνει την πλέον κατάλληλη απάντηση από το μεγάλο ήρωα:
«Αν ήξερα κύριε πρόεδρε πως ιδρώνεις τόσο πολύ θα σου έφερνα το βρακί της Κατερίνας για να σκουπιστείς…»
-Σημειωτέον πως η Κατερίνα ήταν το επί χρόνια πρωτοπαλίκαρο του δίχως να γνωρίζει ουδείς εκτός από τον ίδιο πως επρόκειτο για γυναίκα…-
Αγνοώντας τη τόλμη του όμως τον δίκασαν παρ΄ όλα αυτά τρις εις θάνατον επειδή όμως ήταν άρρωστος εξετάστηκε από τους κρατικούς γιατρούς οι οποίοι απεφάνθησαν πως του μένουν δε του μένουν τρεις μήνες ζωής ακόμα οπότε προφανώς λόγω του άσκοπου της εκτέλεσης αποφασίζουν να τον απαλλάξουν από τη ποινή.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πέθανε βέβαια πολύ νέος, μόλις σαράντα εφτά χρονών, τότε όμως, παρά τη πρόβλεψη των γιατρών, όχι μόνο δε πέθανε μέσα σε τρεις μήνες, αλλά αντίθετα έπιασε πάλι τα βουνά και συνέχισε τον απελευθερωτικό του αγώνα
Η μητέρα του, δίχως να είναι διαπιστωμένη ακριβώς η χρονολογία του θανάτου της πέθανε περίπου είκοσι χρόνια κι αυτό βεβαιώνεται σήμερα από προσωπική μαρτυρία ανθρώπου που όπως μας είπε « σαν παιδί του δημοτικού μίλησα με τη παπά Κώσταινα που πέθανε στα τέλη του περασμένου αιώνα 120 χρονών! κι η ίδια θυμόταν πολύ καλά τη μάνα του Καραϊσκάκη… Άλλες μαρτυρίες επίσης που βεβαιώνουν με τη προφορική παράδοση που πήραν από πάππου προς πάππου τη καταγωγή του μεγάλου ήρωα και της μάνας του από τη Σκουληκαριά είναι η μαρτυρία του Στάθη Πριτσινγκίδα, ογδόντα τεσσάρων χρονών σήμερα, του Κωνσταντίνου Σταμάτη , ογδόντα οκτώ χρονών, της ΣταθούλαςΤσιρογιάννη, ενενήντα εφτά χρονών, του Ηλία Μάνου, ογδόντα πέντε χρονών. και πάρα πολλών άλλων επίσης που έχουν ασχοληθεί και με γραφτά κείμενα. Η πιο μεγάλη απ΄ όλες απόδειξη όμως βρίσκεται πως οι μισοί τουλάχιστον από τους κατοίκους του χωριού είναι στο επώνυμο Διμισκή και οι άλλοι μισοί είναι Πλακαίοι… »