Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Η περίπτωση του χωριού Κρουσώνας είναι -ήταν τουλάχιστον μέχρι χθες-μια περίπτωση διττή καθώς ο οποιοσδήποτε ακούγοντας το συγκεκριμένο όνομα αυτόματα και δίχως να το θέλει έφερνε στο μυαλό του και το καλό μα και το κακό. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε πως μπορούμε να το εξηγήσουμε αυτό
Διαβάζουμε λοιπόν την παρακάτω παράγραφο:
«..Από τις αρχές του 1942 ήταν σπάνιο ακόμη και το πιο απόμερο χωριό να μην είχε τουλάχιστον ένα κρυφό πληροφοριοδότη γνωστό ως V-Mann, δηλαδή έμπιστο. Τα δίκτυα της γερμανικής αντικατασκοπίας βασίστηκαν σε κοινοτάρχες πρόθυμους για συνεργασία, ενώ «είναι αξιοσημείωτο ότι τέτοια όργανα ως επί το πρώτον ήταν οπαδοί του Λαϊκού Κόμματος, στους οποίους οι γερμανικές αρχές στηρίχθηκαν όταν πρωτοήρθαν στην Κρήτη»
Δυστυχώς, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, η συγκεκριμένη επισήμανση φωτογραφίζει τους κατοίκους του Κρουσώνα, του χωριού -πάλι θα το τονίσω- με το πιο «μελανό» κατοχικό μητρώο στην Κρήτη αφού μόνο από κει ο Σούμπερτ στρατολόγησε 45 άτομα που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του «Σώματος Κυνηγών» τα οποία και αποτέλεσαν το πιο σκληρό πυρήνα του. Πρωτοπόρα σε τούτη την στρατολόγηση ήταν τα μέλη συγκεκριμένων οικογενειών τις οποίος γνωρίζουν όλοι, εγώ όμως δεν θα ήθελα να αναφέρω τα ονόματα τους επειδή δεν πιστεύω στο ότι οι αμαρτίες γονέων πρέπει να παιδεύουνε τα τέκνα, και σίγουρα υπάρχουν ακόμα απόγονοι των παραπάνω οικογενειών και δεν θα ήθελα να τους θίξω.
Πως υπήρξε όμως μια τόσο μεγάλη φιλοφασιστική τάση και μάλιστα σε ένα τόπο όπως η Κρήτη, στο τελευταίο μέρος της Ελλάδας δηλαδή που θα περίμενε κανείς να συναντήσει γερμανόφιλους; Η εμφάνιση αυτής της σφηκοφωλιάς οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην γερμανοφροσύνη των παραπάνω οικογενειών, οι οποίες ανήκαν στην εύπορη τάξη του χωριού γι΄ αυτό και με τη σειρά τους ασκούσαν επιρροή σε άλλες κατώτερες τάξεις που είτε τους είχαν υποχρέωση είτε οτιδήποτε άλλο.
Έτσι, αναπόφευκτα λοιπόν από τον 1942 αρχίζουν να σημειώνονται οι πρώτοι φόνοι βεντέτες ανάμεσα στους γερμανοντυμένους Κρουσανιώτες και στην ομάδα του Μεγάλου, επίσης Κρουσανιώτη, καπετάνιου Αντώνη Γρηγοράκη, γνωστότερου ως καπετάν Σατανα μς το χωριό να μεταβάλλεται σε πυρήνα του ένοπλου δωσιλογισμού στην Κρήτη και «επίκεντρο εγκληματικών δραστηριοτήτων». Έως και το τέλος της Γερμανικής Κατοχής το αίμα έρρεε και από τις δυο πλευρές με εγκλήματα απίστευτης φρίκης και θα αναφέρω χαρακτηριστικά μια μαρτυρία που δόθηκε σε μένα από κάτοικο του χωριού:
«…Όταν ο… έμαθε πως ο τάδε βρίσκονταν σε ένα καφενείο στο Ηράκλειο, έτρεξε αμέσως, το άρπαξε εκεί που κάθονταν, τον πάτησε κάτω, και του πέταξε το κεφάλι πέρα σαν τ΄Αι Γιανιού, με το τσαπράζι, το κάρφωσε μετά από τα αυτιά σε ένα παλούκι και το περιέφερε στο χωριό.
Τέτοιου είδους εγκλήματα δεν έγιναν ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία, έγιναν πολλά και δεν υστερούν σε τίποτα απο την φρικαλεότητα των εγκλημάτων των δοσιλόγων, και ούτε βέβαια τα δικαιολογεί το ότι έγινα για να ανταμείψουν την προδοσία, αφού κανένας λόγος δεν δικαιολογεί το έγκλημα ούτε καν η προδοσία.
Τόσα εκατέρωθεν εγκλήματα όμως δημιούργησαν μια άσχημη εικόνα για το χωριό που επικράτησε για χρόνια”.
Ολα αυτα όμως μέχρι που ήρθε η δημιουργία του Δήμου Μαλεβιζίου και της Περιιφέρειας Κρήτης, το ντοκιμαντέρ «στα χνάρια του Καπετάν Σατανά» που με ζώντες μαρτυρίες των απογόνων των αγωνιστών, αποκαθιστά επιτέλους τη θέση του Κρουσώνα στην ιστορία και μας αποδεικνύει πως οι πατριώτες, έστω και με τα λάθη τους- ήταν είναι και θα είναι πάντα πολύ περισσότεροι από του προδότες στον Κρουσώνα, όπως και σε όλη την Κρήτη φυσικά.