Ο Ανδρέας Ροδινός παραμένει θρύλος στην παραδοσιακή μουσική. Πολλούς λυράρηδες τίμησε ο τόπος τους, για πολλούς συνέρευσε πλήθος στην κηδεία τους, αλλά να κλείσουν μαγαζιά και να νεκρώσει η πόλη όταν νεότατος πέθανε ο μεγάλος λυράρης, θύμα της φυματίωσης, μόνο στην περίπτωση Ροδινού συναντούμε.
Η επιλογή στο σημερινό μας αφιέρωμα δεν είναι τυχαία. Η έναρξη εκδηλώσεων αφιερωμένων στη μνήμη Νίκου Μαμαγκάκη, μας οδήγησε στον Ανδρέα Ροδινό. Γιατί αυτός ο πρωτοξάδελφος σημάδεψε την έμπνευση και την καλλιτεχνική αναζήτηση του μεγάλου μας συνθέτη.
Όσες φορές επικοινωνούσαμε δεν παρέλειπε να κάνει ανυπερθέτως και μια αναφορά στον Ανδρέα. Και να τονίζει τη μοναδικότητά του, ερμηνευτικά, όταν έπαιζε λύρα. Έτσι που να παραμένει μοναδικός κι ας πλησιάζει αιώνας που έφυγε για πάντα.
Στις παρυφές του θρύλου
Ο θρύλος λέει πως ο Ανδρέας Ροδινός, πήρε τη μεγάλη απόφαση και κατέβηκε νύχτα στο φαράγγι. Εκεί περίμεναν νεράιδες και ξωτικά τον κάθε τολμηρό που ήθελε να διακριθεί στη λύρα. Και γινόταν ο καλύτερος με το αζημίωτο φυσικά είτε ζωή ήταν αυτό είτε ψυχή.
Έτσι έγινε κι ο Ροδινός, ο μεγάλος λυράρης που κέρδισε την αθανασία με το θεϊκό του παίξιμο.
Πόσο απέχει αυτή η δοξασία από την πραγματικότητα; Και από ποια πηγή να εκπορεύτηκε η φήμη;
Όσο κι αν ξαφνιάσει η αποκάλυψη ο αξέχαστος γιατρός Νίκος Λυράκης ήταν η αφορμή να γίνει κτήμα όλων αυτή η δοξασία, αποκαλύπτοντας τυχαία μια συζήτησή του με τον λυράρη όταν αυτός ήταν μικρό παιδί.
Αυτό αναφέρει ο ίδιος σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τον Ανδρέα Ροδινό, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ο ΠΥΡΦΟΡΟΣ» τον Δεκέμβριο του 1980. Το ίδιο κείμενο, από άλλη αφορμή, δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» του Δημήτρη Τζανακάκη λίγα χρόνια αργότερα.
Και γράφει σχετικά:
Μια τυχαία αποκάλυψη
Τον Ανδρέα Ροδινό γνώριζα από μικρό παιδί και από όσα μου δίδεται η ευκαιρία να γράψω, πιστεύω να διαφωτισθούν ορισμένα χρήσιμα σημεία.
Οι γονείς του Ανδρέα Ροδινού, παντρεύτηκαν το 1905. Ο πατέρας του Γ. Ροδινός διευθύνων αρτοποιείον στο Ρέθυμνον, παντρεύτηκε τη Χρυσή Δ. Μαμαγκάκη και όλα τα παιδιά τους έκαναν καλοκαίρι στο χωριό μου, με τη φροντίδα και επίβλεψη της σπουδαίας γιαγιάς Αρτεμισίας το γένος Δρουλίσκου. Κατά τα χρόνια που φοιτούσα στο γυμνάσιο, έμενα πάντοτε το καλοκαίρι στο χωριό και το έτος 1917 -18 που τελείωσα το γυμνάσιο βρέθηκα στο δώμα του πατρικού σπιτιού ένα πρωινό και συνήντησα στο διπλανό δώμα της γιαγιάς -τα δυο σπίτια είχαν μεσοτοιχία προχείρως επισκευασμένα μετά τις καταστροφές των τελευταίων επαναστάσεων- συνήντησα είπα τον Ανδρέα παιδί 10 χρόνων, γεροδεμένο και καλόκαρδο, που κρατούσε μια λύρα μικρού μεγέθους χωρίς χορδές και δοξάρι και την περιεργαζόταν. Είχα ακούσει από καιρό πως προσπαθούσε να μάθει λύρα και για να τον αστειευθώ το ρώτησα:
«Πότε επιτέλους θα τη μάθεις αυτή τη λύρα;»
«Nα την, μου απαντά, την αγόρασα 5 δραχμές. Εγώ Νίκο, συνεχίζει θα τη μάθω τη λύρα. Δεν φοβούμαι και θα πάω στο φαράγγι τα μεσάνυχτα και θα παίξω χωρίς να μιλώ όταν θα έρθουν οι διαόλοι να με κουτουλούν με τα κέρατά τους, εγώ θα παίζω και θα τη μάθω».
Ένα τέτοιο επιστεύετο εκείνα τα χρόνια και ίσως και σήμερα από τα λαϊκά στρώματα. Ο μικρός τότε Ανδρέας Ροδινός φανέρωνε με τα λόγια αυτά την επιθυμία του να μάθει τη λύρα. Εγώ κατόπιν τα διηγήθην και στη συνέχεια προήλθε μια σύγχυση στο ιστορικό αυτό.
Από όσα γράφει ο Νίκος Μαμαγκάκης, στην κριτική του περί λύρας ως μουσικού οργάνου, επιτρέπεται να συμπεράνωμε ότι ο Ανδρέας Ροδινός πέτυχε την εσωτερική ακουστική ικανότητα, διότι δεν τραγουδούσε ποτέ. Έπαιζε τη λύρα έχοντας τ’ αυτί του κολλημένο στην κεφαλή της λύρας.
Το ζήτημα του τραγουδιού είχε αναλάβει ο ξακουστός οργανοπαίκτης και τραγουδιστής Γιάννης Μπαξές που όταν τραγουδούσε σου θύμιζε τις ομηρικές σειρήνες! Ο Γιάννης Μπαξές είχε τις μουσικές καταβολές από τον πατέρα του και τη λεβεντιά από τη μητέρα του Στέλλα, το γένος Ν. Βογιατζάκη από τα Φραντζεσκιανά. Σπουδαία σύζυγος και μητέρα που πέθανε σε μεγάλη ηλικία διατηρώντας την ομορφιά της.
Σπάνια τεχνική
Η επανέκδοσις των δίσκων είναι επιβεβλημένη γιατί οι κυκλοφορούντες αδικούν τους παίζοντες. Τον Ανδρέα Ροδινό είδα μετά 10 χρόνια το 1927 που είχα κατέβει μαιευτήρας στο Ρέθυμνο. Φθασμένος πια λυράρης έπαιζε στο σπίτι του τότε λοχαγού μακαρίτου Αντώνη Πλυμάκη και τον άκουσα έκπληκτος να παίζει με τη λύρα Πλαγύαυλο (ασκομπαντούρα). Ο Ανδρέας Ροδινός καθώς έπαιζε ωραία και πρόθυμα σαν ανεπανάληπτος εραστής της λύρας, είχε από πολλού περιστοιχιστεί από ομάδα «Μερακλήδων», τους Μανόλη Καντεράκη, επόπτη αγροφυλακής, Χανιώτη, Γιώργη Ψυρή, συνταξιούχο Αεροπόρο, Σήφη Βεργάκη, έμπορο Ρεθεμνιώτη, Κατάκη Στέλιο, καθηγητήν εις Ρέθυμνον, Γιάννη Προκοπάκη, δικηγόρο, και Μιχάλη Παπαδάκη, δικηγόρο εν ενεργεία και κάτοχον της Αγγλικής που χρησίμευε σαν διερμηνέας εις τας προς Αίγυπτον εξορμήσεις των.
Από τον κ. Παπαδάκη, σήμερα επίτιμο δικηγόρο, που ηρώτησα σχετικώς, μανθάνομε χρήσιμες πληροφορίες: o επόπτης Καντεράκης ήτο γιός ξακουστού λυράρη των Χανίων και ο ίδιος είχε μουσικήν επίδοσιν. Αυτός καθοδηγούσε τον Ανδρέα στις δοξαριές του Χαρίλαου που τις έμαθε.
Ο Ψύρρης τραγουδούσε ωραία και ο Ροδινός έπαιρνε το σκοπό του. Όλοι μαζί έκαναν έξοδα κινήσεως και το γλέντι ήταν ασίγαστο.
Ο Χαρίλαος πήγαινε στην Αμερική και ερχόταν τακτικά στην Κρήτη.
Ήταν ξακουστός λυράρης και, ως φαίνεται, και οικονομικά φθασμένος. Ήταν τουλάχιστο πενηντάρης όταν έπαιξε στα Φραντζεσκιανά, στο χωριό μου. Η λύρα του μέσα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού, χόρευε κυριολεκτικά για να κάνει την «αφή» που έπρεπε, και το δοξάρι του απόδιδε τη γλυκειά φωνή τ’ αηδονιού.
Από όσα ξέρομε σήμερα, ήτο προικισμένος με ωραία αισθήματα και σαν Κρητικός ενδιαφερόταν για την προαγωγή της Κρητικής μουσικής. Για τον Ανδρέα Ροδινό είχε ακουστά και τον κάλεσε μια μέρα στην προκυμαία για να τον ακούσει. Έπαιξε ο Χαρίλαος και είπε και εις τον Α. Ροδινό να παίξει.
Ο Χαρίλαος εντυπωσιάστηκε από τη λύρα του Ροδινού και σηκώθηκε και τον συνεχάρη: «Mπράβο Ανδρέα, του λέγει, παίζεις καλύτερα από μένα, είσαι ο διάδοχός μου».
Ο Ανδρέας Ροδινός, καθώς ήταν νέος με ευγένεια και καλοσύνη, δεν χαλούσε το χατήρι της παρέας. Μέρα και νύχτα, χειμώνα και καλοκαίρι έπαιζε. Στην ηλικία των 18-20 ετών, έπαθε υπερκόπωση και προσβλήθηκε από φυματίωση, που τα χρόνια εκείνα ήτο ακόμη σε έξαρση. Πολλά κρυολογήματα που πέρασε και δεν πρόσεξε, τον οδήγησαν τόσο νέο στην αρρώστια και το θάνατο. Στην κηδεία του όλο το Ρέθυμνο και η ύπαιθρος ήλθαν να ιδούν για τελευταία φορά τον ανεπανάληπτο Μάγο της λύρας.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να βρούμε το επιτύμβιο, το οποίο αναφέρει ο Νίκος Μαμαγκάκης. Θα είναι αξιόλογο γιατί η μητέρα του Αφροδίτη, το γένος Μπεμπή είχε σπουδαίες πνευματικές ικανότητες από κληρονομικότητα.
Σπάνια ευφυΐα
Ο Νίκος Μαμαγκάκης είχε εμβαθύνει και στην σπάνια τεχνική του Ανδρέα Ροδινού, όπως αποκαλύπτεται σε δημοσίευμά του επίσης στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Δημήτρη Τζανακάκη. (22/3/1998)
Θεωρώ τον Ανδρέα Ροδινό τον βασικότερο συντελεστή στην εξέλιξη της Κρητικής μουσικής πράγμα που αναγνωρίζεται άλλωστε απ’ όλους.
Η αχλύ του θρύλου που έχει περιλάβει τον Ανδρέα Ροδινό και με αυτό εννοώ την εκμάθηση της λύρας με δαιμονική -συνεργεία- (Παγκανίνι), η ανιδιοτέλειά του (δεν έπερνε ποτέ χρήματα), ο μυστηριώδης έρωτάς του με μια άγνωστη, η περίτρανη νίκη του όντας 18 χρονών στην προκυμαία του Ρεθύμνου με τους βάρδους της Κρητικής μουσικής Χαρίλαο Πιπεράκη και άλλους, καθώς κι η ομορφιά του και καλοσύνη, δεν ήταν οι μόνες αιτίες για την δημιουργία του μύθου του. Απ’ τη μελέτη του σύντομου έργου του διαπιστώνεται μια σπάνια μουσική ιδιοφυία.
Θλίβομαι δε που η πολιτεία δεν έχει τιμήσει τον άνθρωπο αυτό όπως αρμόζει, βέβαια εδώ δεν έχει τιμηθεί ο μέγας Χορτάτζης, ο ισάξιος του Αισχύλου, παρόλο που στη Σητεία τιμάται εδώ και χρόνια ο μαθητής του Βιντζέντζος Κορνάρος.
Μοναδική η μονογραφία Αετουδάκη
Εξαιρετική είναι η μονογραφία του εκλεκτού και πολυγραφότατου συμπολίτη συγγραφέα και λογοτέχνη κ. Δημήτρη Αετουδάκη που αναφέρει μεταξύ άλλων για τον Ανδρέα Ροδινό με το γνώριμο ποιητικό του ύφος:
«Γεννημένος το 1912, στο μικρό, ρομαντικό, θαλασσοφίλητο Ρέθυμνο, από πατέρα Ατσιπουλιανό και μητέρα από τα Μετόχια της επαρχίας Ρεθύμνου, έδειξε από τα παιδικά του τα χρόνια την τάση που είχε για τη μουσική που κυριαρχούσε τότε στα χωριά και τις πόλεις της Κρήτης, με τη λύρα και το λαούτο από φημισμένους μουσικός της εποχής. Ζήλευε από τα 13 του χρόνια τις μουσικές επιτυχίες του Νικήστρατου και του Πίσκοπου και βάλθηκε από τότε να τους ξεπεράσει.
Στις σχολικές διακοπές έπαιρνε την αγαπημένη του λύρα και με μικρές παρέες γυρνούσε στα χωριά μας και άκουγε, άκουγε τους καημούς και τα οράματα του λαού μας και εξέφραζε αυτά τα πολύμορφα συναισθήματά του με τα τραγούδια και τις μαντινάδες του. Όλα αυτά αποτελούσαν τα σπουδαία βασικά ερεθίσματα για να συνθέτει τους δικούς του μοναδικούς σκοπούς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών, ηλικία που άλλα παιδιά μόνο παιχνίδια και διασκέδαση σκέφτονται, αυτός συγκρότησε δικό του μουσικό συγκρότημα με συνεργάτη στο λαούτο τον Σταύρο Ψύλλο.
Τα επόμενα χρόνια, τα λίγα αυτά χρόνια, ο νεαρός Ροδινός, με συνεργάτη το μεγάλο τραγουδιστή και λαουτιέρη Μπαξεβάνη, παίζουν και τραγουδούν στα γλέντια, στους γάμους, στα πανηγύρια, χωρίς να παίρνουν χρήματα, και ήταν τέτοια η φήμη του νεαρού λυράρη που έφθαναν στο Ρέθυμνο από όλη την Κρήτη μόνο και μόνο να ακούσουν να παίξει ο Ροδινός. Βέβαια, την εποχή εκείνη η μόνη διασκέδαση και η μόνη ψυχαγωγική καταφυγή ήταν η λύρα και το λαούτο, γι’ αυτό οι οργανοπαίκτες αυτοί τύγχαναν τις γενικής εκτίμησης και αγάπης του λαού μας.
Αλλά αυτή η άστατη ζωή, αυτό το συνεχές γλεντοκόπημα, τα ξενύχτια και τα γλέντια υπέσκαψαν την υγεία του, και, το 1933, ενώ είχε καταταγεί στο στρατό, το φοβερό τότε χτικιό, η τρομερή και αθεράπευτη τότε φυματίωση κτύπησε τα ευαίσθητα πνευμόνια του Ροδινού… Πέρασε τότε στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου, εκείνο που οι Ρώσοι είχαν κτίσει το 1898, όταν κατείχαν το Ρέθυμνο για προστασία. Εκεί έμεινε για έξι περίπου μήνες. Κάποια στιγμή που μπόρεσε να σταθείς τα πόδια του και παρά τον πυρετό που έκαιγε τα σωθικά του, με προτροπή φίλων του και ειδικά του συνεργάτη του και πιστού συντρόφου του Μπαξεβάνη, κατάφερε να ηχογραφήσει δύο μοναδικούς δίσκους. Τα τέσσερα μουσικά κομμάτια του, που αποτελούν την πηγή της μουσικής του οδοιπορίας: τον αποκορωνιώτικο συρτό, τον κισσαμιώτικο συρτό, το ρεθεμνιώτικο πεντοζάλη και το ρεθεμνιώτικο συρτό.
Ευτυχώς που πραγματοποιήθηκε τότε αυτή η ηχογράφηση, στα πρόθυρα του θανάτου του, γιατί τούτοι οι δίσκοι αποτελούν τη μοναδική πηγή γνώσης της μουσικής του Ανδρέα Ροδινού και πηγή έμπνευσης για τους νέους καλλιτέχνες, Διαφορετικά θα είχε μείνει ο θρύλος που κάλυψε και καλύπτει και σήμερα ακόμα το φαινόμενο αυτού του νεαρού κρητικόμορφου παλικαριού. Του παλικαριού που, μετά την ηχογράφηση, έφυγε από το νοσοκομείο και προσπάθησε να νικήσει το θερίο πάνω σ’ ένα λόφο, κοντά στο χωριό της μητέρας του, στους Νίππους. Στην κορυφή του λόφου αυτού, σε υψόμετρο 700 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Βαρσαμόνερο, Μετόχια, γωνιά, κατάμεστος από αμπέλια και δέντρα, με απέραντη θέα που καλύπτει περίπου 70 χωριά του Ρεθύμνου και των Χανίων και που εγώ τα ονομάζω εθνικές εστίες ζωής. Εκεί ο Ροδινός είχε στήσει την καλύβα του και προσπαθούσε, όπως έκαναν τότε για τους χτικιασμένους, στον καθαρό αέρα να κατανικήσει το φοβερό χτικιό που κατέτρωγε τα πνευμόνια του.
Ήρθε το τέλος
Εκεί, στην κορυφή του λόφου, ο πληγωμένος αετός, το άρρωστο παλικάρι, με συντροφιά την αγαπημένη του λύρα και με ακροατές τα πουλιά, τα ζώα, τα δέντρα και τα άστρα της νύχτας έπαιζε και θρηνούσε τη ζωή που έφευγε, τα όμορφα νιάτα του και χανόταν μέσα στους υψηλούς πυρετούς. Εκεί κάπου κάπου, έφθαναν οι φίλοι, οι αγροφύλακες, και του έκαναν σύντομη συντροφιά ακούγοντας το θλιβερό του λόγο, το παράπονό του για τη σκληρή μοίρα που δεν τον άφησε να χαρεί τη ζωή, να δώσει τη μουσική του δημιουργία που τότε άρχιζε να παίρνει το μονοπάτι της μοναδικότητας.
Εκεί, στη μοναξιά του, αυτό τον νεαρό παλικάρι των 22 χρόνων θρηνούσε τα νιάτα του, θρηνούσε την άτυχη ζωή του, θρηνούσε τη μοναξιά του, την απομάκρυνσή του από τους χιλιάδες θαυμαστές του.
Εκεί, μέσα στην απεραντοσύνη της νυκτερινής μοναξιάς του, οι πονεμένες νότες της λύρας του έμοιαζαν σαν αποχαιρετιστήριος θρήνος και σαν θρηνητική ικεσία προς τους ουρανούς. Μια ικεσία που, όμως, έμενε αναπάντητη, γιατί οι ουρανοί άλλα είχαν αποφασίσει για τούτο το σημαδεμένο από τη μοίρα παλικάρι- μουσικό φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που ακόμα και σήμερα προβληματίζει.
Έτσι, μέσα σ’ αυτές τις συναισθηματικές επάρσεις και εξάρσεις του για τη ζωή και τη μουσική του ήρθε η ώρα που ο Χάροντας, αυτός ο τρομερός εκτελεστής του θανάτου, άρπαζε το ωραιόμορφο Ρεθεμνιωτόπουλο στα 22 του χρόνια, στις 9 του Φλεβάρη του 1934, με συντροφιά του τις δυο αγαπημένες του λύρες.
Τότε όλο το Ρέθυμνο τον έκλαψε. Ακόμα και η περιπέτεια της υγείας του έγινε σημείο αναφοράς για κάθε ερωτευμένο που απευθυνόταν στην κοπελιά του δίχως ανταπόκριση:
Να με χτικιάσεις πολεμάς
σαν και το ροδινάκι
απού το χτίκιασε και αυτό
της λύρας το μεράκι.
Ήταν ένα καθήκον στη μνήμη Μαμαγκάκη η αναφορά στον πρωτοξάδελφό του Ανδρέα Ροδινό. Έναν καλλιτέχνη θρύλο που ακόμα και σήμερα οι σκοποί του προκαλούν ρίγη συγκίνησης ακόμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την Κρήτη. Και δεν χρειάζεται κανένα επιχείρημα για να βεβαιώσουν και οι νεότερες γενιές πως πράγματι ο Ανδρέας Ροδινός ήταν ένας γίγαντας της παραδοσιακής μας μουσικής και χάρις στη μοναδική του τεχνική πέρασε επάξια στην αθανασία.
rethnea.gr