Ο μεγαλύτερος σεισμός στην ιστορία του νησιού, αλλά και της Μεσογείου είναι τα 8,3, ή κατά μερικούς ερευνητές, τα 8,6-8,7 Ρίχτερ, που σημειώθηκαν στις 21 Ιουλίου του 365 μετά Χριστό. Φυσικά ειδικοί επιστήμονες και μηχανισμοί για την καταγραφή τέτοιων γεγονότων δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, αφού η επιστήμη εξελίχθηκε μετά τα μισά του 19ου αιώνα.
«Λίγο μετά το πρώτο φως της αυγής, αφού προηγήθηκαν βροντές και αστραπές, ολόκληρη η γη συνταράχθηκε. Η θάλασσα αποσύρθηκε και τα νερά της τραβήχτηκαν σε τέτοια έκταση ώστε ο βυθός της αποκαλύφθηκε. Μπορούσε, έτσι, κανείς να δει χωμένα βαθιά στη λάσπη πολλά θαλάσσια όντα και πολλές οροσειρές και κοιλάδες που, ενώ ήταν πάντοτε σκεπασμένες με νερό, έγιναν ορατές, καθώς έπεφταν πάνω τους για πρώτη φορά οι ακτίνες του ήλιου. Πολλά πλοία εξώκειλαν και πολλοί άνθρωποι περιπλανιόνταν στα λίγα νερά που έμειναν μαζεύοντας ψάρια και άλλα θαλάσσια όντα, αλλά τα θαλάσσια κύματα επανήλθαν υπερυψωμένα και όρμησαν πάνω στα αβαθή νερά, στα νησιά και σε εκτεταμένες στεριές ισοπεδώνοντας πολλά κτίρια ή οτιδήποτε συναντούσαν στον δρόμο τους. Τεράστιες ποσότητες νερού φόνευσαν, κατά την επιστροφή τους, πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Οταν η μανία των νερών κόπασε, φάνηκαν κατεστραμμένα πλοία και πτώματα ναυαγών. Μερικά μεγάλα πλοία είχαν εκσφενδονιστεί από το κύμα στις στέγες σπιτιών, όπως συνέβη στην Αλεξάνδρεια, και άλλα σε απόσταση μέχρι δύο μίλια μέσα στην ξηρά».
Ετσι περιγράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος τον καταστροφικό σεισμό της Κρήτης και το τσουνάμι που επακολούθησε τον Ιούλιο του 365 μ.Χ. Ο σεισμός αυτός, εξαιτίας του οποίου ισοπεδώθηκαν οι περισσότερες πόλεις της Κρήτης και το νησί ανυψώθηκε από τα δυτικά έως και 9 μέτρα, θεωρείται ακόμα και σήμερα ο ισχυρότερος που έχει συμβεί ποτέ στη Μεσόγειο. Το τσουνάμι του προκάλεσε καταστροφές σε πολλές παραλιακές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου και μάλιστα θεωρείται ότι κατέστρεψε τον φάρο της Αλεξάνδρειας.
Μέχρι σήμερα ο σεισμός αυτός (που υπολογίστηκε στα 8,3 – 8,7 Ρίχτερ) θεωρείται ότι προήλθε από το δυτικό τμήμα της «ελληνικής τάφρου», εκεί όπου η αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την πλάκα του Αιγαίου. Μια νέα μελέτη Ελβετών, Γερμανών και Αμερικανών επιστημόνων (που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό της Αμερικανικής Ενωσης Γεωφυσικής) έρχεται να αμφισβητήσει τη θεωρία αυτή, δίνοντας μια νέα εκδοχή, η οποία «ταιριάζει» με την περιγραφή του Μαρκελλίνου για το τσουνάμι στις ακτές της Αιγύπτου.
«Η επικρατούσα άποψη είναι ότι το επίκεντρο του σεισμού αυτού βρισκόταν δυτικά της Γαύδου, στο σημείο βύθισης της αφρικανικής πλάκας κάτω από το φλοιό του Αιγαίου», εξηγεί ο Χαράλαμπος Φασούλας, γεωλόγος στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο μόνος Ελληνας που συμμετέχει στη διεθνή επιστημονική ομάδα. «Η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανύψωση των νοτιοδυτικών ακτών της Κρήτης, από τα Φαλάσαρνα και τον Μπάλο έως και την Αγία Ρουμέλη και τον Πλακιά. Ομως υπάρχουν διάφορα σημεία που δεν συμφωνούν με αυτή την ερμηνεία για τη γένεση του σεισμού. Για παράδειγμα, στις γεωφυσικές μελέτες ή στις σεισμικές έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή, δεν έχει χαρτογραφηθεί σε εκείνο το σημείο ένα τόσο μεγάλο ρήγμα, που να δικαιολογεί σεισμό άνω των 8 Ρίχτερ. Αντίθετα υπάρχει μια τεράστια ζώνη ενεργών ρηγμάτων, από το ρήγμα της Φαλάσαρνας έως τη ρηξιγενή ζώνη των Σφακίων, που θα μπορούσε να έχει δώσει τέτοια μεγέθη σεισμών».
Η διεθνής επιστημονική ομάδα, η οποία έχει παρουσία στην Κρήτη μέσω διαδοχικών ερευνητικών προγραμμάτων και διδακτορικών μελετών την τελευταία 20ετία, προσέγγισε την υπόθεση με έναν νέο τρόπο. Η ομάδα υπό τον καθηγητή Ρίτσαρντ Οττ, από το Γερμανικό Κέντρο για τη Γεωεπιστημονική Ερευνα (German Centre for Geoscience Research) συνέλεξε και χρονολόγησε με άνθρακα απολιθώματα θαλάσσιων οργανισμών (όπως κοράλλια και γαστερόποδα) από οκτώ διαφορετικές θέσεις στη νοτιοδυτική ακτή της Κρήτης, ενώ στα Φαλάσαρνα, την Παλαιόχωρα και τη Χώρα Σφακίων πραγματοποίησε επιπλέον εγκάρσιες δειγματοληψίες ιζημάτων. Παράλληλα, δημιούργησε δύο νέα μοντέλα για να προσομοιώσει την ανύψωση που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει στην Κρήτη ένας σεισμός όχι από την ελληνική τάφρο, αλλά από τα ενεργά ρήγματα Φαλάσαρνας – Σφακίων και το είδος του τσουνάμι που θα δημιουργούνταν από αυτά.
«Καταλήξαμε σε μια νέα υπόθεση. Κατ’ αρχήν, ότι ο σεισμός του 365 μ.Χ. δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο θεωρείται, αλλά ότι δεν ξεπέρασε τα 8 Ρίχτερ. Επιπλέον, ότι η ανύψωση των εδαφών της Δυτικής Κρήτης δεν έγινε με μιας, με τον σεισμό του 365 μ.Χ., αλλά σταδιακά, με μια σειρά ισχυρών σεισμών που προηγήθηκαν τους προηγούμενους αιώνες», λέει ο κ. Φασούλας. «Οσο για το τσουνάμι, η γένεσή του από έναν σεισμό στη ζώνη των ενεργών ρηγμάτων Φαλάσαρνας – Σφακίων ταιριάζει καλύτερα με τις ιστορικές περιγραφές. Αν είχε προκληθεί από τη βύθιση της αφρικανικής πλάκας, στην Αλεξάνδρεια θα είχε γίνει μια πολύ μικρή απόσυρση της θάλασσας και μετά η επιστροφή της με πολύ μεγάλα κύματα, όπως είδαμε πριν από λίγα χρόνια με το τσουνάμι στην Ινδονησία. Αντίθετα ένα τσουνάμι από τα ρήγματα της περιοχής θα προκαλούσε πρώτα πολύ μεγάλη απόσυρση της θάλασσας και μετά διαδοχικά κύματα, όπως περιγράφει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ότι συνέβη».
Όμως οι ειδικοί μπορούν σήμερα να υπολογίζουν τα μεγέθη των σεισμών από τις περιγραφές που έχουν διασωθεί, κυρίως από το μέγεθος της κάθε καταστροφικής επίσκεψης του Εγκέλαδου. Έτσι κι ο σεισμός του 365 μ.Χ., μπορεί πλέον να υπολογιστεί με μεγάλη προσέγγιση, καθώς υπάρχουν αρκετά αναλυτικά γραπτά μνημεία από την εποχή. Ο σεισμός εκείνος, που θεωρείται ότι κατέστρεψε τις 100 πόλεις της Κρήτης, σκότωσε 50.000 ανθρώπους και ουσιαστικά το νησί βούτηξε στη θάλασσα από τη βορειοανατολική πλευρά του, ενώ αντίστοιχα ανασηκώθηκε η νοτιοδυτική, στην περιοχή Φαλάσαρνα, στο ρωμαϊκό λιμάνι της οποίας θεωρείται ότι ήταν το επίκεντρο. Τα 8,3 ή 8,6-8,7 Ρίχτερ κατέστρεψαν μεγάλο μέρος στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στη Μικρά Ασία.
Η συγκλονιστική αυτή σεισμική δόνηση, που προφανώς θα διήρκεσε μερικά λεπτά κατά τις πρωινές ώρες εκείνης της καλοκαιρινής ημέρας, έμεινε στο θρύλο και στις διηγήσεις ανθρώπων για σχεδόν 1.000 χρόνια, όταν σημειώθηκε ένας νέος σεισμός πάνω από 8 Ρίχτερ.
Οι ερευνητές του εργαστηρίου Γεωδαισίας του Πανεπιστημίου Πατρών Α. Γ. Δράκος και Σ. Κ. Στειρός, που έχουν μελετήσει αρκετά τον συγκεκριμένο σεισμό και τον προσδιορίζουν στα 8,5- 8,7 Ρίχτερ, σημειώνουν ότι σημειώθηκε σε μια περίοδο πολιτικής και πολιτισμικής παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αλλά και θρησκευτικών αναστατώσεων. Γι αυτό το λόγο το γεγονός «ενεπλάκη» στις θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές της εποχής. Παρουσιάστηκε, έτσι, όχι ως ιστορικό γεγονός αλλά ως επιχείρημα κατά ή υπέρ της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού. Τα ιστορικά στοιχεία γι αυτόν παραποιήθηκαν από διάφορους σύγχρονους του γεγονότος αλλά και μεταγενέστερους συγγραφείς.
Παράλληλα, δύο συγγραφείς, ο Λιβάνιος κι ο Σωζόμενος, που έζησαν μετά το σεισμό, τον εμφανίζουν είτε ως έκφραση λύπης είτε ως θεϊκή οργή για το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος προσπάθησε να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία.
Για το σεισμό του 365 μ.Χ. υπάρχουν αρκετές αναφορές από βυζαντινούς ιστορικούς και συγγραφείς, τις πληροφορίες των οποίων έχουν καταγράψει τόσο ο Ελευθέριος Πλατάκης, στη μελέτη στην οποία κατέγραψε τους βασικούς σεισμούς από την αρχαιότητα και την οποία παρουσίασε στον 4ο τόμο των «Κρητικών Χρονικών» (1950) με τον τίτλο «Οι σεισμοί της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», καθώς και οι Βασίλης και Κατερίνα Παπαζάχου, στο έργο τους «Οι σεισμοί της Ελλάδας», (τρίτη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2003).
Οι μαρτυρίες για το σεισμό του 365 μ.Χ., ανέφεραν:
“Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει ότι η τρομερή καταστροφή ξέσπασε ξαφνικά σ΄ολόκληρο τον (τότε γνωστό) κόσμο, παρόμοια της οποίας δεν βρίσκει κανείς πουθενά, ούτε στους θρύλους ούτε στα αληθινά ιστορικά γεγονότα. Λίγο μετά το πρώτο φως της αυγής, αφού προηγήθηκαν βροντές και αστραπές, ολόκληρη η Γη συνταράχθηκε. Η θάλασσα αποσύρθηκε και τα νερά της τραβήχτηκαν σε τέτοια έκταση ώστε ο βυθός της αποκαλύφθηκε. Μπορούσε, έτσι, κανείς να δει χωμένα βαθιά στη λάσπη πολλά θαλάσσια όντα και πολλές οροσειρές και κοιλάδες που, ενώ ήταν πάντοτε σκεπασμένες με νερό, έγιναν ορατές καθώς έπεφταν πάνω τους για πρώτη φορά οι ακτίνες του ήλιου. Πολλά πλοία εξώκειλαν και πολλοί άνθρωποι περιπλανιόνταν στα λίγα νερά που έμειναν μαζεύοντας ψάρια και άλλα θαλάσσια όντα, αλλά τα θαλάσσια κύματα επανήλθαν υπερυψωμένα και όρμησαν πάνω στα αβαθή νερά, στα νησιά και σε εκτεταμένες στεριές ισοπεδώνοντας πολλά κτίρια ή οτιδήποτε συναντούσαν στο δρόμο τους. Τεράστιες ποσότητες νερού φόνευσαν, κατά την επιστροφή τους, πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Οταν η μανία των νερών κόπασε, φάνηκαν μερικά κατεστραμμένα πλοία και πτώματα ναυαγών. Μερικά μεγάλα πλοία είχαν εκσφενδονιστεί απόι το κύμα στις στέγες σπιτιών, όπως συνέβη στην Αλεξάνδρεια, και άλλα σε απόσταση μέχρι δύο μίλια μέσα στην ξηρά. Ο Μαρκελλίνος προσθέτει ότι είδε ο ίδιος κοντά στη Μεθώνη ένα πλοίο των Σπαρτιατών, το οποίο παρέμεινε και διαλύθηκε εκεί που το άφησαν τα κύματα.
Ο Ιερώνυμος γράφει (στο Χρονικό) ότι έγινε ένας παγκόσμιος σεισμός και η θάλασσα ξεχύθηκε πάνω στη στεριά προκαλώντας ζημιές σε αμέτρητους ανθρώπους στη Σικελία και σε πολλά άλλα νησιά. Ο ίδιος συγγραφέας (στους Βίους του Αγ. Ιλαρίωνα) αναφέρει ότι στην περιοχή της Επιδαύρου στις ακτές της Δαλματίας στην Αδριατική) οι κάτοικοι είδαν το τεράστιο θαλάσσιο κύμα το οποίο εκσφενδόνισε πλοία στα βουνά και επειδή φοβήθηκαν ότι η πόλη τους θα καταστρεφόταν ζήτησαν τη βοήθεια του Αγ. Ιλαρίωνα και, όπως λέγεται, αυτός στάθηκε όρθιος στην παραλία και εμπόδισε το κύμα να κατακλύσει την πόλη. Ο Αθανάσιος γράφει ότι όταν έγινε ο σεισμός στις 21 Ιουλίου (365 μ.Χ.) η θάλασσα αποσύρθηκε από τα ανατολικά. Πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν και χάθηκαν πολλές περιουσίες. Οπως προκύπτει από μια επιστολή του, η οποία δημοσιεύθηκε αργότερα σε ανώνυμο κείμενο με τίτλο “η Ζωή του Αθανασίου”, από το σεισμό του 365 καταστράφηκαν στην Κρήτη περισσότερες από 100 πόλεις. Αναφέρει επίσης ότι το θαλάσσιο κύμα που ακολούθησε το σεισμό πλημμύρισε την ξηρά σε ορισμένα μέρη και σε άλλα αποσύρθηκε.
Ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός γράφει ότι ο σεισμός έβλαψε πολλές πόλεις. Ο Σωζόμενος (ή 450 μ.Χ.) γράφει ότι η Γη δονήθηκε από τόσο φοβερούς σεισμούς ώστε σπίτια κατέρρευσαν, χάσματα άνοιξαν παντού και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια έξω από τα σπίτια απ’ ό,τι μέσα. Μεγάλη καταστροφή έγινε κοντά στην Αλεξάνδρεια όταν η θάλασσα πρώτα αποσύρθηκε και μετά επανήλθε και πλημμύρισε την ξηρά σε μεγάλη απόσταση. Ακόμα και βάρκες βρέθηκαν στις οροφές των σπιτιών. Ο Σωζόμενος προσθέτει ότι ακόμα και στην εποχή του την ημέρα αυτή (21 Ιουλίου) γιορταζόταν κάθε χρόνο στην Αλεξάνδρεια η επέτειος του σεισμού. Ο Ζώσιμος γράφει ότι σείστηκε περισσότερο η Κρήτη και η Πελοπόννησος με την υπόλοιπη Ελλάδα. Καταστράφηκαν πολλές πόλεις πλην της Αθήνας και της Αττικής. Λέγεται ότι σώθηκε η Αθήνα και η Αττική από τον ήρωα Αχιλλέα επειδή έγινε προ του σεισμού δημόσια εκδήλωση προς τιμή του μετά από σχετικό όνειρο του Ξεστορίου. Ο Θεοφάνης γράφει ότι στην Αλεξάνδρεια το θαλάσσιο κύμα υπερέβη τις υψηλές οικοδομές και τα τείχη και έριξε πλοία στις αυλές. Οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν την αρπαγή των φορτίων των πλοίων αλλά το κύμα επανήλθε και κάλυψε τα πάντα. Οπως ανέφεραν ναυτικοί, τα πλοία τους στην Αδριατική άγγιξαν τον πυθμένα της θάλασσας και συνέχισαν την πλεύση όταν επανήλθε το νερό της θάλασσας. Ο Κεδρηνός αναφέρει ότι χάθηκαν πολλά μέρη της Κρήτης, της Αχαΐας, της Βοιωτίας, της Ηπείρου και της υπόλοιπης Ελλάδας και ότι στην Αλεξάνδρεια πνίγηκαν 50.000 άνθρωποι.
Πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν ερείπια στον Κίσσαμο, Ελεύθερνα και Γόρτυνα (Di Vita 1995, Stiros 2000) τα οποία αποδίδονται αξιόπιστα στο σεισμό αυτό. Υπάρχουν επίσης κάποιες αρχαιολογικές ενδείξεις για βλάβες από το σεισμό αυτόν στην Κόρινθο (Rothaus 1966). Οι αρχαιολογικές παρατηρήσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες γιατί οι σύγχρονοι του σεισμού συγγραφείς αναφέρουν καταστροφές κυρίως από το θαλάσσιο κύμα.