Την δική του προσωπική εμπειρία από την τελευταία του επίσκεψη στο Άγιος Όρος μας μεταφέρει ο δημοσιογράφος Μιχάλης Στρατάκης.
Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά:
Την τελευταία φορά που επήγα στο Αγιον όρος, για ν’ αντιπαλέψω τους διαόλους που ήσανε φωλιασμένοι εντός μου, μα και τους ποδέλοιπους που κλωθογυρνούσανε στους εγκρεμούς και στα φαράγγια του περβολιού της Παναγίας, εγνώρισα έναν καλόγερο που σαφί εγέλα.
Πολύ επαραξένεψε με, γιατί όλα μου τ’ ακούσματα από τα παιδικάτα μου και όλες οι θωριές μου στα ‘κονίσματα των εκκλησιών, εμαρτυρούσανε πως ο Θεός δε θέλει τους αθρώπους να γελούνε.
Τα ‘κονίσματα με τους Αγίους, όλους τους Αγίους της χριστιανοσύνης, επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές, αφού μήτε έναν Άγιο, μήτε μιαν Αγία, μήτε τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, μήτε και την Παναγία με τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους, είδα ποτέ μου να με ξανοίγουνε έστω με υποψία αμυδρού χαμόγελου.
Για τούτο πολύ παραξενεύτηκα θωρώντας τον γελαστό καλόγερο στη Μονή Ξενοφώντος και για μια στιγμή επέρασε από το νου μου η φοβερή σκέψη, μπας και το χαμόγελο που δεν εξεσκάλωνε από το πρόσωπο του δεν ήτανε παρά σημάδι του εξαποδώ.
Ότι κι είχανε περάσει τα μεσάνυχτα κι ετοιμαζόμαστε για τον όρθρο, όταν βρεθήκαμε κι οι δυό μας καθισμένοι σε μια παγωμένη πεζούλα, στο πίσσα σκοτίδι να κουβεδιάζομε.
Ετόλμησα και του ‘καμα την ερώτηση που με βασάνιζε.
Γιατί συνέχεια εχαμογέλα;
«Η υπομονή, αδερφέ μου, γεννά το χαμόγελο» ήτανε η απάντηση του.
«Κι εγώ έχω υπομονή, μα…» εντάκαρα να του αντιγυρίζω, μα δεν ετέλεψα την κουβέντα μου, γιατί εντράπηκα.
Εγέλασε ο καλόγερος κι αρχίνηξε να μου εξηγεί πόσο δύσκολο είναι να κάνει ο άθρωπος αληθινή υπομονή και πόσο παίζει τον απατό του χαραχτηρίζοντας τον υπομονετικό, άμα δεν είναι.
Δε θα ξεχάσω ώστε να ζω την κουβέντα του.
Μου μίλησε για έναν σοφό γέροντα, που σ’ όποιον του ζητούσε να τον διδάξει υπομονή, ένα πράμα έκανε.
Του ΄βαζε στην κορφη της κεφαλής του μια ψείρα, τον σταύρωνε και του ‘λεγε «άμε στην ευκή του Θεού, ετούτηνα η ψείρα θα σε μάθει ίντα θα πει αληθινή υπομονή και θα σου δείξει αν είσαι άξιος να την αντέξεις».
Θυμούμαι, πως σαν ετελείωσε την κουβέντα του ο χαμογελαστός καλόγερος, εδιαλύθηκε το πίσσα σκοτίδι κι ήμουνε σίγουρος πως είχε ξημερώσει για τα καλά.
Εμπήκα στην εκκλησιά για τη δεύτερη λειτουργία.
Την πρώτη την είχα είδη ακουστά κι ήτανε γεμάτη χαμόγελο.