Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» το παγκόσμιο αυτό μικρό αριστούργημα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, για άγνωστους προς εμένα λόγους, συνδυάστηκα παράξενα ίσως στο μυαλό μου με χίλιες τωρινές ιστορίες που αρκεί απλώς ένα πάτημα στο κομπιούτερ της τηλεόρασης σε οποιοδήποτε δελτίο ειδήσεων για να σου έρθει άθελα στα χείλη εκείνο το παλιό μα πάντα επίκαιρο τραγουδάκι «σε τι κόσμο μπαμπά μ’ έχεις φέρει να ζήσω».
«Κι όμως ήταν καλό παιδί… στα είκοσι που τον γνωρίσαμε εμείς ήταν ένα καλό εργατικό παιδί που μας ζήτησε δουλειά, του δώσαμε, και λίγο αργότερα, επειδή τα χείλη του ήταν σκασμένα από το κρύο μια και κοιμόταν έξω, του παραχωρήσαμε για να κοιμάται ένα υπόγειο του σπιτιού μας που έτσι κι αλλιώς μας ήταν άχρηστο» είπαν γεμάτοι έκπλήξη οι άνθρωποι που ο Αλβανός- δεν θέλω να αναφέρω το όνομα του- τους δούλευε επί ενάμιση περίπου χρόνο.
Τα χείλη του λοιπόν ήταν σκασμένα από το κρύο…
«… Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του κοριτσιού… αν άναβε ένα σπίρτο θα ζεσταινόταν λιγάκι. Ένα σπίρτο… είχε τόσα… ο πατέρας της δεν θα καταλάβαινε ότι λείπει ένα σπίρτο. Έπιασε με τα παγωμένα δαχτυλάκια της το σπαρτό και το άναψε. Η μικρή φλόγα φώτισε το τριγύρω. Ένα γλυκό κίτρινο φως τρεμόπαιξε. Για το κοριτσάκι ήταν σαν να καθόταν μπροστά σε ένα τζάκι. Έβλεπε τις φλόγες να σπινθηρίζουν και τα ξύλα να τρίζουν. Ήταν τόσο γλυκά που άπλωσε τα χέρια και τα πόδια της να τα ζεστάνει… όπως απότομα όλα εξαφανίστηκαν. Μια νυφάδα χιονιού έσβησε το σπίρτο και μαζί έσβησαν όλα. Το κρύο και η πείνα που την έκαναν να υποφέρει επανήλθαν.
«Σπίρτα, πάρτε σπίρτα» ψέλλισε μηχανικά, κανείς όμως δεν την άκουσε γιατί κανείς δεν περνούσε από εκεί. Κουλουριάστηκε στην εσοχή της πόρτας.
«Κι αν άναβα ένα άλλο… « σκέφτηκε, «έχω ακόμα πολλά. Τουρτουρίζοντας άναψε το σπίρτο.
Με την πρώτη κιόλας λάμψη του είδε το κοριτσάκι μπροστά του στρωμένο ένα μεγάλο τραπέζι με χίλια φαγητά πάνω του.
Στα ρουθούνια του έφτασε η μυρωδιά της γαλοπούλας.
Πω πω, τι πείνα ήταν αυτή; Άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει αλλά… τότε τα πάντα εξαφανίστηκαν. Με τα σάλια να τρέχουν και το χέρι να τρέμει άναψε και τρίτο σπίρτο.
Η φλόγα πριν είχε σβήσει στο καλύτερο. Λίγο ακόμα και θα έπιανε το ψητό. Λίγο ακόμα και θα έσβηνε την πείνα που την βασάνιζε.
«Τσαφ» έκανε το σπίρτο καθώς άναβε. Μα εκείνη την στιγμή μια ριπή του αέρα το έσβησε και όλα πάλι με μιας χάθηκαν.
Τα χέρια της ήταν τόσο παγωμένα που δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την άκρη της ποδιάς της που γλίστρησε. Τα περισσότερα σπίρτα της έπεσαν κάτω μα δεν είχε πια το κουράγιο να τα μαζέψει…»
Ισως και να φαίνεται σαν μια ανόητη ουτοπία. Μπορεί… μα αναρωτιέμαι άραγε πόσα σπίρτα να έκαψε και ο Αλβανός αυτός, μα και χιλιάδες άνθρωποι σαν αυτόν, στην προσπάθεια τους να ζεσταθούν στην παγωνιά της ζωής που τους περιτύλιγε, σε μια χώρα κι ένα σύστημα που πετά τους πάντες έξω πλην αυτών που σε οποιοδήποτε σύστημα και σε καμιά χώρα δεν πετιούνται έξω ποτέ;;;;
Κανείς δεν γεννιέται εγκληματίας. Το έγκλημα δεν είναι αυτοφυές με την ύπαρξη μας, άσχετε βέβαια από το πώς διαμορφώνονται εκ των υστέρων οι άνθρωποι.
Γι’ αυτό τουλάχιστον είμαι σίγουρη. Οπότε, πριν ανοίξουμε το στόμα μας για να διαχωρίσουμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες, ας φροντίσουν, οι κυβερνώντες έστω, να μην αφήνουν ανθρώπινα πλάσματα α προσπαθούν να ζεστάνουν την ύπαρξη τους από το αντιλάμπισμα ενός σπίρτου.
Από το αντιλάμπισμα μιας ελπίδας που δεν περνά ποτέ τα σύνορα της ονειροχώρας.
Να σταματήσουν κάποτε να υπάρχουν χείλη σκασμένα από το κρύο μια και ίσως μόνο έτσι να σταματήσουν κάποτε να υπάρχουν και εγκληματίες…