Είναι τελικά η ψυχή κάτι άυλο ή έχει μάζα; Κι αν έχει μάζα που βρίσκεται αυτή η μάζα; Γιατί οι επιστήμονες δεν την έχουν εντοπίσει μέσα στο ανθρώπινο σώμα; Κι αν είναι κάτι άυλο όταν πεθαίνει ο άνθρωπος τι συμβαίνει; Πεθαίνει και αυτή μαζί του ή φεύγει και πάει κάπου αλλού; Άυλη και άρα αθάνατη κατά τον Πλάτωνα. Οργανικό κομμάτι του ανθρώπου, άρα ύλη, κατά τον Αριστοτέλη.
Πόσα και πόσα βράδια δεν έχουμε περάσει οι περισσότεροι, με κουβέντες ατέρμονες και πολλές φορές με ένταση και νεύρα προκειμένου να δώσουμε απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα και κυρίως να προσπαθήσουμε να κάνουμε τον συνομιλητή μας να δεχθεί τη δική μας αλήθεια;
Πολλοί έμειναν στα λόγια, τις θεωρίες και τις φιλοσοφίες. Ένας γιατρός στις ΗΠΑ, ωστόσο, ο Ντάνκαν Μακ Ντούγκαλ, το προχώρησε όλο αυτό ένα βήμα παραπάνω και έκανε ένα μεταθανάτιο πείραμα που δημιούργησε έναν αστικό μύθο και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων.
Το πείραμα του 35χρονου γιατρού από τη Μασαχουσέτη
Το μακρινό 1901, ο Ντάνκαν Μακ Ντούγκαλ ήταν ένας 35χρονος γιατρός από τη Μασαχουσέτη, ο οποίος πίστευε ακράδαντα ότι η ανθρώπινη ψυχή υπάρχει και όχι απλά υπάρχει αλλά έχει και μάζα η οποία, μάλιστα, μπορεί να μετρηθεί αλλά και να… φωτογραφηθεί! Δεν ήταν, όμως, ορατή από το ανθρώπινο μάτι όπως τα υπόλοιπα όργανα, και δεν αρκούσε μία εγχείρηση για να την δει κάποιος. Ήταν κάτι σαν φως όπως αυτό του αστρικού αιθέρα!
Με αυτή την θεωρία στις «αποσκευές» του, λοιπόν, ο Μακ Ντούγκαλ επισκέφθηκε μία κλινική όπου νοσηλεύονταν μελλοθάνατοι και σε συνεννόηση με τους υπεύθυνους, εντόπισε ασθενείς που ο θάνατός τους έδειχνε να είναι θέμα ωρών.
Σε πρώτη φάση μετέφερε το σώμα ενός ασθενούς πάνω σε ένα κρεβάτι- ζυγαριά υψηλής ακρίβειας. Εκεί έκανε στο σώμα του ασθενούς διάφορες μετρήσεις. Στη συνέχεια περίμενε υπομονετικά μέχρι ο ασθενής να αφήσει την τελευταία του πνοή. Μόλις αυτό έγινε ο γιατρός επικεντρώθηκε στις μετρήσεις που του έδειχνε η ζυγαριά.
Αυτό το έκανε άλλες πέντε φορές. Συνολικά έξι ασθενείς πέρασαν από το κρεβάτι- ζυγαριά του Μακ Ντούγκαλ. Τέσσερις με φυματίωση, ένας με διαβήτη και ένας με μια άγνωστη αρρώστια.
Στον πρώτο νεκρό παρατηρήθηκε απώλεια βάρους 21,3 γραμμαρίων. Ήταν σε παρακολούθηση για 3 ώρες και 40 λεπτά. Στον δεύτερο νεκρό παρατηρήθηκε στην αρχή απώλεια 14 γραμμαρίων. Στην συνέχεια όμως ακολούθησε η απώλεια άλλων 45 γραμμαρίων. Ο τρίτος νεκρός έχασε την στιγμή του θανάτου του 14 γραμμάρια και μερικά λεπτά αργότερα άλλα 28 γραμμάρια. Στον τέταρτο νεκρό έγινε κάποιο λάθος στο ζύγισμα από τους ανθρώπους που βοηθούσαν τον γιατρό οπότε δεν ελήφθη υπόψη το αποτέλεσμα. Στον πέμπτο νεκρό φάνηκε να χάνεται βάρος, έπειτα να κερδίζεται και στην συνέχεια να χάνεται πάλι. Στον έκτο και τελευταίο νεκρό δεν πρόλαβε ο γιατρός να προσαρμόσει την ζυγαριά γιατί το άτομο πέθανε πιο γρήγορα απ’ ότι υπολόγιζαν, και έτσι δεν μπορούσε η παρατήρηση του συγκεκριμένου νεκρού να χρησιμοποιηθεί στα συμπεράσματα.
Ο νεαρός γιατρός στήριξε όλη του τη θεωρία στον πρώτο ασθενή. Τα 21,3 γραμμάρια που έχασε μόλις άφησε την τελευταία του πνοή ήταν μια αισθητή διαφορά που όπως ο ίδιος υποστήριξε δεν ήταν δυνατό να προερχόταν από την ανάσα ή τον ιδρώτα.
Έπρεπε να περάσουν έξι χρόνια από εκείνο το μεταθανάτιο πείραμα για να διατυπώσει τη θεωρία του σε επιστημονικό άρθρο και να το δημοσιεύσει. Με τίτλο «Υπόθεση σχετικά με την σύσταση της ψυχής και η απόδειξη μέσω πειράματος της ύπαρξης της εν λόγω σύστασης», η έρευνά του κυκλοφόρησε σε τεύχος του επιστημονικού περιοδικού «Journal of the American Society for Psychical Research» και αργότερα στο ιατρικό «American Medicine».
Μέσα σε αυτό το άρθρο, ο Μακ Ντούγκαλ παραδεχόταν ότι για να αποδειχθεί αδιάσειστα η ισχύς της θεωρίας του, θα έπρεπε να διεξαχθούν αρκετές ακόμη επαναλήψεις του πειράματος. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε ότι η διαφορά των 21 γραμμαρίων που παρατηρήθηκε ήταν το πραγματικό βάρος της ανθρώπινης ψυχής.
Προέβαλε, μάλιστα, ως μια ακόμη απόδειξη, πως όταν έκανε το πείραμα σε 15 σκύλους (οι οποίοι δεν ήταν ετοιμοθάνατοι όπως οι άνθρωποι, αλλά τους έκανε ευθανασία), δεν παρατηρήθηκε καμία διαφορά στο βάρος. Έλεγε πως τα ζώα δεν έχουν ψυχή όπως οι άνθρωποι, άρα δεν έπρεπε να χάσουν καθόλου βάρος, όπως και τελικά δεν έχασαν!
Η σκληρή κριτική που του ασκήθηκε και ο αστικός μύθος
Όταν το 1907 ο Μακ Ντούγκαλ δημοσίευσε το επιστημονικό του άρθρο (αλλά και νωρίτερα είναι η αλήθεια), έπεσε πάνω του μια… χιονοστιβάδα αντιδράσεων από την επιστημονική κοινότητα.
Πολλοί γιατροί χαρακτήρισαν τις θεωρίες του αβάσιμες και τη μεθοδολογία του πειράματός του γελοία. Ο δρ. Αύγουστος Κλαρκ επιχείρησε να ερμηνεύσει την απώλεια των 21 γραμμαρίων: «Την ώρα του θανάτου συμβαίνει μία απότομη άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος. Οι πνεύμονες δεν δροσίζουν πια το αίμα, πράγμα που προκαλεί έντονη εφίδρωση. Αυτό εύκολα θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τα 21 χαμένα γραμμάρια του Ντάνκαν Μακ Ντούγκαλ».
Με την πάροδο του χρόνου αποδομήθηκαν ένα- ένα όλα τα επιχειρήματα του Μακ Ντούγκαλ ο οποίος ανά διαστήματα περνούσε στην αντεπίθεση απαντώντας στους επικριτές του αλλά χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει ποτέ την πολυπόθητη για εκείνον αναγνώριση.
Ο Τύπος της εποχής κάλυψε σε μεγάλο βαθμό το πείραμα του Μακ Ντούγκαλ. Και αν στην επιστημονική κοινότητα συνάντησε μόνο εχθρούς, φαίνεται πως η θεωρία του κέντρισε το ενδιαφέρον του απλού κόσμου, με αποτέλεσμα να αποκτήσει φανατικούς υποστηρικτές και η θεωρία του να γίνει, αυτό που σήμερα θα λέγαμε… viral!
Τι απέγινε ο γιατρός Ντάνκαν Μακ Ντούγκαλ
Εκτός από τους πρώτους έξι ετοιμοθάνατους ασθενείς ο γιατρός, στα χρόνια που ακολούθησαν, χρησιμοποίησε ακόμα έξι προκειμένου να αποδείξει την θεωρία του.
Και σε αυτά τα πειράματα, όπως ο ίδιος είπε, την στιγμή του θανάτου των ανθρώπων αυτών παρατηρήθηκε μεταβολή στο βάρος που δεν μπορεί να εξηγηθεί και που σαφώς διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα σκυλιά και ίσως από όλα τα άλλα ζώα γενικώς.
Επίσης πρόσθεσε πως έπειτα από δώδεκα πειράματα που έκανε με ανθρώπους την στιγμή του θανάτου τους, βρήκε πως η ψυχή την ώρα που αφήνει το σώμα δίνει ένα φως σαν αυτό του αστρικού αιθέρα, και μέτρησε πως τελικά η ψυχή ζυγίζει από 14 έως 21 γραμμάρια. Παρότι το προανήγγειλε, πάντως, δεν κατάφερε να τη φωτογραφίσει.
Ο Μακ Ντούγκαλ δεν απασχόλησε ξανά τον κόσμο μετά το 1911, τουλάχιστον δεν δημοσιεύτηκε τίποτα ούτε στους New York Times που είχαν ασχοληθεί με τα πειράματά του περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη εφημερίδα, ούτε πουθενά αλλού. Τελικά πέθανε το 1920.
Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν δέχεται κάποιος το αποτέλεσμα του πειράματος ή όχι, αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι πως ο Ντάνκαν Μακ Ντούγκαλ, όταν πέθανε άφησε πίσω του μια κληρονομιά που συνεχίζει να υπάρχει και να μεταδίδεται ακόμα και σήμερα ως «21 γραμμάρια» και να τροφοδοτεί τις σχετικές συζητήσεις.