Επιμέλεια κειμένου Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το Παλαιόκαστρο ή Παλιόκαστρο του Δήμου Μαλεβιζίου δεν πρέπει να συγχέεται με το φρούριο που βρίσκεται στηνκοντά στο χωριό Κεραμούτσι από το οποίο σώζονται μεν ελάχιστα, αλλά υπήρξε το αρχικό κάστρο που έφερε την ονομασία Malvecino (που σημαίνει «κακός γείτονας») και που, κατά μία εκδοχή, έδωσε το όνομά του σε ολόκληρη την περιοχή.
Στο σημείο αυτό εικάζεται πως κατά την αρχαιότητα υπήρχα η αρχαία πόλης Κύταιον είτε η πόλη Ελαία.
Ιστορία του Κάστρου
Το Παλιόκαστρο είναι ένα τριγωνικό ενετικό φρούριο χτισμένο σε έναν ψηλό βράχο πάνω από τη θάλασσα 8 χιλιόμετρα δυτικά του Ηρακλείου, στη δυτική πλευρά του κόλπου όπου δίπλα του περνά η εθνική οδός Ηρακλείου – Χανίων και πλέον σώζεται μόνο ένα μέρος των τειχών του φρουρίου και κτίσματα από το εσωτερικό.
Στο Παλαιόκαστρο υπήρχε αρχαία οχύρωση πάνω στην οποία χτίστηκε ένα γενοβέζικο κάστρο στις αρχές του 13ου αιώνα. Η σημερινή μορφή του φρουρίου οφείλεται στους Ενετούς που το ξανάχτισαν στο τέλος του 16ου αιώνα. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως «Ενετικό».
Μετά την κατάλυση του Βυζαντίου το 1204, η Κρήτη παραχωρήθηκε έναντι του συμβολικού ποσού των 1000 αργυρών μάρκων στη Βενετία. Οι Ενετοί δεν έσπευσαν στην Κρήτη δίνοντας προτεραιότητα σε άλλες καινούργιες κτήσεις που τις θεωρούσαν πιο αμφισβητούμενες, όπως η Μεθώνη, η Κορώνη και η Κέρκυρα.
Εκμεταλλευόμενος αυτήν τη χαλαρότητα, ο Γενοβέζος τυχοδιώκτης Enrico Pescatore (με τον κληρονομικό τίτλο του ναυάρχου, αργότερα Κόμης της Μάλτας και ανεπισήμως αρχιπειρατής), πρόλαβε τους Ενετούς και κατέλαβε την Κρήτη το 1206 με ένα μικρό στόλο από 5 ιστιοφόρα και 24 γαλέρες. Οι Γενοβέζοι είχαν καταφέρει προηγουμένως να διεισδύσουν στα σημεία κλειδιά σαν έμποροι, ενώ είχαν και τη βοήθεια και των Κρητικών.
Ο Πεσκατόρε περιμένοντας την αντίδραση των Ενετών, οργάνωσε χωρίς καθυστέρηση την άμυνα του νησιού και μέσα σε λίγους μήνες έχτισε πολλά κάστρα (γίνεται λόγος, καθ’ υπερβολήν, για 14) και επισκεύασε πολλά άλλα. Ένα από αυτά τα νεόδμητα κάστρα ήταν και το Παλαιόκαστρο Μαλεβιζίου, που φαίνεται πως ήταν το αρχηγείο του Πεσκατόρε.
ΟΙ Ενετοί έκαναν το 1207 μια πρώτη προσπάθεια για να πάρουν το νησί. Σε εκείνη την αποτυχημένη εκστρατεία, πιάστηκε αιχμάλωτος ο γιος του Δόγη της Βενετίας, o Renieri Dandolo, ο οποίος πέθανε από εθελοντική ασιτία μέσα στο Παλαιόκαστρο. Η Βενετία έστειλε ξανά το στόλο της το 1209. Αυτή τη φορά, κατόρθωσε να πάρει τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού μέχρι το 1211. Η επίσημη κατοχύρωση της Κρήτης στη Βενετία έγινε το Μάιο του 1217 με υπογραφή συμφώνου με τη Δημοκρατία της Γένοβας.
Σε εκείνον τον πόλεμο, το τελευταίο σημείο αντίστασης των Γενοβέζων ήταν το Παλαιόκαστρο Μαλεβιζίου, το οποίο ο Πεσκατόρε παρέδωσε, εγκαταλείποντας την Κρήτη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Πεσκατόρε πληρώθηκε αδρά από τους Ενετούς για να αποφασίσει να φύγει.
Κατά την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας, το κάστρο έχασε την αξία του και παραμελήθηκε, καθώς η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας ήταν τότε θαλασσοκράτειρα και καμιά ναυτική δύναμη δεν ήταν σε θέση να απειλήσει σοβαρά τα παράλια της επικράτειάς της. Όταν όμως αυτή η δύναμη άρχισε να εξασθενίζει και να απειλείται από την παρουσία των Οθωμανών, το κάστρο απέκτησε ξανά λόγο ύπαρξης
Την περίοδο 1573-1595 ανοικοδομήθηκαν πολλά κάστρα σε όλη την Κρήτη, μεταξύ των οποίων και το Παλαιόκαστρο.
Οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι ο δυτικός προμαχώνας του Χάνδακα (του Αγίου Ανδρέα) δεν μπορούσε να αποτρέψει αποτελεσματικά τη διείσδυση των πλοίων στον κόλπο του Φρασκιά και υπήρχε ανάγκη για μια οχυρή θέση στις βραχώδεις δυτικές ακτές του κόλπου για να αποτρέπει την προσόρμιση εχθρικών πλοίων. Τότε ελήφθη η απόφαση όχι απλώς για αναστήλωση του Παλαιόκαστρου, αλλά μάλλον για την κατασκευή ενός νέου, πιο ισχυρού φρουρίου, σύμφωνα με τα πρότυπα των νέων οχυρωματικών τεχνικών.
Τα δύο κάστρα του κόλπου είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν όλη την περιοχή, καθώς τα κανόνια του Παλιόκαστρου έφταναν ως τον Αλμυρό και διασταυρώνονταν με τις βολές από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα (στα τείχη του Ηρακλείου).
Το έργο υλοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του Latino Orsini, ο οποίος είχε προωθήσει πολλές οχυρωματικές βελτιώσεις τόσο στα τείχη του Χάνδακα, όσο και σε άλλα φρούρια (Γραμβούσα κ.ά). O Ορσίνι ήταν από τη Ρώμη και ο πιο φημισμένος condottiere (διοικητής μισθοφορικού στρατού) και μηχανικός οχυρώσεων του 16ου αιώνα. Στην Κρήτη υπηρέτησε σαν Κυβερνήτης από το 1573 έως το 1583. Ο τίτλος του (governore) σημαίνει ότι μάλλον ήταν κάτι σαν πρωθυπουργός αναφερόμενος στον Δούκα της Κρήτης που τότε ήταν ο Marco di Lauro Querini.
Το φρούριο άντεξε μέχρι τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα, που τελικά έπεσε το 1669. Οι Οθωμανοί έσπευσαν να το καταλάβουν γνωρίζοντας το ζωτικό του ρόλο στην άμυνα της περιοχής, όταν πληροφορήθηκαν ότι o στόλος της Βενετίας βρίσκονταν στα Χανιά με προφανή αποστολή να βοηθήσει τη λύση της πολιορκίας του Χάνδακα. Έτσι, πριν φθάσει ο εχθρικός στόλος, οι Τούρκοι περικύκλωσαν το Παλαιόκαστρο από στεριά και θάλασσα. Μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των επιτιθεμένων, το φρούριο παραδόθηκε γρήγορα. Τότε οι Τούρκοι το κατέστρεψαν, ώστε να μην ξαναχρησιμοποιηθεί από τον εχθρό.
Η παράδοση του Παλαιόκαστρου αναπτέρωσε το ηθικό των Οθωμανών που πολιορκούσαν χωρίς αποτέλεσμα τον Χάνδακα πάνω από 20 χρόνια και τους διευκόλυνε να εξαπολύσουν την τελική επίθεση για την κατάληψη της πόλης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πραγματικό του όνομα είναι άγνωστο. Στα Γενοβέζικα αρχεία εμφανίζεται σαν Henricus, comes de Malta. Το Pescatore που σημαίνει «ψαράς» ήταν προσωνύμιο που του απέδωσαν υποτιμητικά οι Ενετοί, στους οποίους μάλλον οφείλεται και η φήμη του σαν πειρατή. Ο Πεσκατόρε περιορίστηκε στη Μάλτα ως ηγεμόνας της οποίας ανέπτυξε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όντως πειρατικές, ενώ έκανε και ακόμα μια αποτυχημένη προσπάθεια να ξαναπάρει την Κρήτη. Αργότερα συμμετείχε στην 5η Σταυροφορία σαν επικεφαλής στόλου με 40 καράβια.
ΠΗΓΕΣ
Ιστοσελίδα creatan beaches – Φρούριο Παλιόκαστρο
Στέργιος Σπανάκης, «Η Κρήτη, Τουριστικός-Ιστορικός-Αρχαιολογικός Οδηγός, τόμος Α΄ Κεντρική και Ανατολική Κρήτη»
Στέργιος Σπανάκης, «Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας, τόμ. V.»