Από τη συλλογή «Διηγήματα των Χριστουγέννων», με ιστορίες των Καρκαβίτσα, Μωραϊτίδη, Παπαδιαμάντη και Κόντογλου, διαλέξαμε του τελευταίου μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία, με τίτλο «Γιάννης ο βλογημένος».
Σ’ αυτή διηγείται την περιπλάνηση του Αγίου Βασίλη, που χτύπησε πολλές πόρτες μετά τα Χριστούγεννα, αλλά δεν του άνοιξε κανείς, επειδή τον πήραν για διακονιάρη.
Ωσπου έφτασε, παραμονή Πρωτοχρονιάς, έξω από ένα ελληνικό φτωχοχώρι και χτύπησε την πόρτα μιας στρούγκας.
«Ανοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένεια, ο Γιάννης, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος:
“Ελα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!”. Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που είτανε δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι είτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη».
Από τον σεβάσμιο γέροντα ο Γιάννης ζήτησε την ευχή του και κείνος του είπε: «Βλογημένος να ‘σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού νά ‘ναι απάνω σας!». Αναψε το τζάκι ο βοσκός και πήγε ν’ αρμέξει τα πρόβατα
.Γράφει πιο κάτω ο Κόντογλου για τον βοσκό:
«Είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί είτανε καλός άνθρωπος κι είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν νάτανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα να ‘τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Το πρωί ο άγιος Βασίλης είπε όλο τον Ορθρο και τον Κανόνα της Εορτής. Κι όταν έφεραν τη βασιλόπιτα, τη σταύρωσε και την έκοψε αναφερόμενος ονομαστικά στα κομμάτια: του Χριστού, της Παναγίας, του δούλου του Θεού Βασιλείου, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών.
Κι όταν ο Γιάννης τον ρώτησε γιατί δεν έκοψε για κείνον, αυτός απάντησε: “Εκοψα βλογημένε!”. Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος. Κάποια στιγμή τον ρώτησε ο Γιάννης:
“Πες μου γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγε πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να ‘χουνε;
Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδή η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε”. Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κι είπε:
“Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθης. Οτι νήπιος υπάρχει και τα μυστήρια Σου, τοις νηπίοις αποκαλύπτεται”.
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος…»