Τα κάλαντα είναι ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα που ψάλλουν τα παιδιά (τελευταία και οι μεγάλοι) τις παραμονές μεγάλων εορτών, όπως είναι τα Χριστούγεννα (24 Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά (31 Δεκεμβρίου) και τα Θεοφάνεια (5 Ιανουαρίου).
Ωστόσο, κάλαντα ακούγονται και στις εορτές του Λαζάρου και των Βαΐων, τα λεγόμενα Βαΐτικα.
Αντίθετα, τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής έχουν κατανυκτικό χαρακτήρα.
Ο Ιανουάριος είναι επίσης γνωστός και ως καλαντάρης από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάςκαι τα δώρα των Καλενδών του Ιανουαρίου. Τα δώρα αυτά είναι το σημερινό «δώρο των Χριστουγέννων», ο 13ος μισθός, ο οποίος στη Βυζαντινή εποχή ήταν πράγματι δώρο κι όχι μισθός.
Όπως αναφέρει ο Σπύρος Τραϊανός τα δώρα αυτά είχαν την εξής προέλευση:
`Με την αρχή του χρόνου άρχιζε η θητεία των υπάτων, οι οποίοι σε σχετική πομπή στους δρόμους σκορπούσαν νομίσματα, που αρχικώς ήσαν χρυσά, αλλά αργότερα, επί Ιουστινιανού, περιορίστηκαν σε αργυρά. Μικρά νομίσματα συνέλεγαν όμως και τα παιδιά, που περιέρχονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν. Έτσι γεννήθηκαν τα «Κάλαντα», που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας, αλλά αφετηρία τους υπήρξαν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, άσχετα αν σταδιακά επεκτάθηκαν από τα παιδιά σε όλες τις εορταστικές ημέρες του Δωδεκαήμερου.— Σπύρος Τραϊανός
Ετυμολογικά, η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική calendae (καλένδες στα ελληνικά), που ήταν οι πρώτες ημέρες κάθε μήνα. Ειδικά, οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν μέρες γιορτής για τους Ρωμαίους, λόγω της έλευσης του νέου χρόνου. Τα Κάλαντα έλκουν την καταγωγή τους από παρόμοια αρχαία τραγούδια του αγερμού και της ειρεσιώνης που είχαν κοσμικό χαρακτήρα.
Η Εκκλησία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους είχε αποκηρύξει το έθιμο ως ειδωλολατρικό με απόφαση της ΣΤ” Οικουμενικής Συνόδου το 680 μ.Χ. Οι συμμετέχοντες στο έθιμο των Καλάντων αποκαλούνταν «Μηναγύρτες».
Με την πάροδο του χρόνου τα Κάλαντα απέκτησαν θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάλογο με την κάθε γιορτή.