Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Ένα πρόσφατο περιστατικό που έτυχε να φτάσει μέχρι τα αυτιά μου από το στενό περίγυρο της επαρχιακής πόλης που ζούμε, μου έδωσε την αφορμή για το παρόν άρθρο και για να καταλάβετε τι εννοώ γυρίστε λίγο το μυαλό σας αρκετά χρόνια πριν, στη περίφημη τηλεοπτική σειρά του Μανούσου Μανουσάκη με την Ερατώ και σταματήστε το στη σκηνή που θα σας πω.
Εκεί δηλαδή που ο κακομοίρης τσιγγάνος σύζυγος της λάγνας Άννας- Μαρίας Παπαχαραλάμπους κόβει τις φλέβες του και γεμίζει το σεντόνι αίματα προκειμένου να μη διαπομπεύσει σε όλους όσους περίμεναν απ΄ έξω την αγαπημένη του η οποία είχε δώσει «ότι πολυτιμότερο έχει πάνω της μια γυναίκα…» στο περίφημο εραστή Απόστολο Γκλέτσο.
Κι αν πιστεύεται πως στις μέρες μας ετούτη η σκηνή είναι μια εξαίρεση σαν αυτή που συνάντησα εγώ τελευταία ή ανήκει απλώς στη σφαίρα της φαντασίας του σκηνοθέτη ή του σεναριογράφου και της τηλεθέασης, ανασκαλέψτε τη μνήμη σας και θα δείτε πως μέσα της θα βρείτε δεκάδες περιστατικά , σαν εκείνο που με την επέμβαση του παγκοσμίου συλλόγου γυναικών τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία οργίαζαν για να σώσουν μια γυναίκα που το ισλαμικό καθεστώς ετοιμάζονταν να λιθοβολήσει έως θανάτου επειδή είχε αφαιρεθεί η τιμή της…μετά από το βιασμό του πρώτου της εξαδέλφου…
Και βέβαια θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι αφού και η δική μας η εκκλησία είναι ακόμα υπέρ του νόμου της παρθενίας καταδικάζοντας τις προγαμιαίες σχέσεις, όλοι εμείς που εν έτη 2022 έχουμε πάψει πια να ασπαζόμαστε αυτό το πρωτόγονο απομεινάρι φαρισαιστικής ηθικής, θα κινδυνεύαμε εξίσου αν τουλάχιστον οι πολιτικοί μας νόμοι τα τελευταία χρόνια δεν είχαν γίνει κάπως περισσότερο δημοκρατικοί…
Ευτυχώς γιατί μη νομίζετε, ούτε πενήντα χρόνια καλά- καλά δε χωρίζουν κι εμάς από τότε που το αμέσως επόμενο πρωινό μετά το γάμο, ο γαμπρός κρατώντας σαν ιερό λάφυρο ένα άσπρο σεντόνι με κηλίδες αίματος ανάμεσα, έβγαινε έξω από τη νυφική παστάδα επιδεικνύοντας με περισσή υπερηφάνεια τη τιμιότητα της γυναίκας του εν μέσω ζητωκραυγών και πυροβολισμών…
Το εγωιστικό της κίνησης με ανάγκασε να αναζητήσω τη βαθύτερη έννοια της λέξης παρθενία στο λεξικό του «Ήλιου» όπου και δικαιώθηκα στο συνειρμό της σκέψης μου:
Παρθένος, αυτός που δε φέρει πάνω του κανένα στίγμα, ο άψογος, ο άσπιλος, ο αμόλυντος, ο ανέγγιχτος, ο απάτητος…
Εξακολουθώντας να αναζητώ τη ρίζα τούτου του βάρβαρου εθίμου και συζητώντας διάφορες εκδοχές με ανθρώπους των οποίων ασπάζομαι τη γνώμη, κατάληξα πως μια πολύ εύλογη πιθανότητα είναι να ξεκινά από τότε ακόμα που έπαψε το μητριαρχικό καθεστώς το οποίο ανάγαγε τη γυναίκα στα ύψιστα επίπεδα και το θηλυκό στοιχείο κατρακύλησε στη θέση του αντικειμένου που όλοι γνωρίζουμε πως είχε μέχρι πρότινος.
Κι επειδή όλοι επίσης γνωρίζουμε πως το αίμα σε όλες τις θρησκείες ήταν κάποτε απαραίτητο συστατικό κάθαρσης, σαν αντικείμενο λοιπόν και σαν ζώο που επί αιώνες παρέμεινε η γυναίκα, το δικό της το αίμα ήταν πολύ ευκολότερο να προσφέρεται αντί άλλης θυσίας στο βωμό της θεότητας του γάμου, στον Υμέναιο, κι έτσι παρέμεινε.
Το παρθένο κι απάτητο θηλυκό έδαφος μ΄ άλλα λόγια που πάνω του εισχωρεί τροπαιοφόρα και κατακτητικά το αρσενικό στοιχείο υποδουλώνοντας και εξευτιλίζοντας το με τη προσφορά του αίματος σαν απαραίτητη απόδειξη ηθικής και τιμιότητας…
Το αίμα τούτο, η προίκα κι η αξιοπρέπεια μιας γυναίκας που ούτε για αστείο δε της περνούσε από το μυαλό πως ήταν δυνατόν να το χάσει αφού το πιθανότερο μαζί μ΄ αυτό ότι θα έχανε και τη ζωή της…
Γιατί όσο κι αν κάτι τέτοιο φτάνει πλέον στ΄ αυτιά μας από περίεργο μέχρι αστείο, είναι όμως αλήθεια πως σ΄ ολάκερη βέβαια την Ελλάδα αλλά ειδικότερα στη στενοκέφαλη νοοτροπία των ανθρώπων της επαρχίας, κι ένα παραπάνω στη Μάνη και στη Κρήτη, το αίμα αυτό δικαιολογούσε απόλυτα όχι απλώς την αίτηση διαζυγίου, όχι απλώς τη δημόσια διαπόμπευση της γυναίκας που γινόταν κάτω από της ευλογίες ολόκληρου του χωριού, αλλά μέχρι κι «εγκλήματα τιμής» που εκατό τοις εκατό μάλιστα αθωώνονταν πανηγυρικά από τα δικαστήρια.
Και για του λόγου το αληθές αρκεί μια ματιά στις εφημερίδες των αρχών του 20ου αιώνα για να διαπιστώσει κάποιος πως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο ίδιος ο πατέρας, ούτε καν ο σύζυγος, σκότωνε με τα χέρια του το παιδί του σε περίπτωση που πριν το γάμο έχανε τη παρθενιά του, για να ξεπλύνει έτσι τη ντροπή της ατίμωσης του οικογενειακού του ονόματος…
Για να αποφευχθούν λοιπόν παρόμοια δράματα σε μια κοινωνία που μετρούσε και περιέκλειε την ηθική μονάχα μέσα στα στενά τοιχώματα ενός υμένα του γυναικείου σώματος μετονομάζοντας τον σε παρθενικό, δεν ήταν λίγες οι φορές που με κίνδυνο της ζωής τους η αυτοσυντήρηση οδηγούσε τούτα τα δύστυχα πλάσματα έξω από τη πόρτα κάποιου τσαρλατάνου ψευτογιατρού ζητώντας τη συνδρομή του με τη περίφημη παρθενορραφή προτιμώντας λογικά από το θάνατο ή τον εξευτελισμό να στήσουν την υπόλοιπη ζωή τους στα σαθρά θεμέλια του ψέματος…
Αλλά από εδώ και κάτω έχω την εντύπωση πως το θέμα αν πρέπει να συνεχιστεί ανήκει μάλλον στη δικαιοδοσία του κοινωνιολόγου και όχι στη δική μου.
Εγώ στο σημείο ακριβώς αυτό, για όλους όσους έχουν παράπονα με τους καιρούς μας, κάνω επίλογο με τη περίφημη φράση της μεγάλης μας πατριώτισσας συγγραφέως Λιλής Ζωγράφου και ο νοών νοείτο:
«Αχ… οι παλιές, καλές εποχές…»