Τα παλιά χρόνια στο χωριό Ροδιά μαζεύονταν οι άνθρωποι τα βράδια του χειμώνα σε σπίτια κατά οικογένειες ή κατά γειτονιές και κάνοντας δουλειές του χεριού οι γυναίκες, πίνοντας τη ρακή ή το κρασάκι τους οι άντρες με συνηθισμένο μεζέ τα κουκιά στα κάρβουνα ή στο τηγάνι σαν στραγάλια, περνούσαν την ώρα τους ( δεν υπήρχε βλέπετε η τηλεόραση) λέγοντας καθαρογλωσσίδια (γλωσσοδέτες), ανιώματα (αινίγματα), παραμιές (παροιμίες), ιστορίες (αληθινές ή φανταστικές) για στοιχειά, νεράιδες, φαντάσματα, του πολέμου ή της κατοχής.
Ψυχαγωγούνταν μα κι ακόνιζαν το μυαλό τους. Μάθαιναν τα παιδιά, μα κι έτρεμαν από το φόβο τους μη τυχόν και συναντήσουν τις νεράιδες να χορεύουν «στου παπά τ’ αλώνι» ή να πλένουν τα ρούχα τους στο «κακό ρυάκι», όταν τα παίρναν οι γονέοι τους για να τους βοηθήσουν στα νυχτερινά αγώγια.
Βεγγέρες γίνονταν και τα καλοκαίρια μόνο που αυτές γίνονταν κυρίως από γυναίκες και παιδιά και σε υπαίθριους χώρους. Τέτοια στέκια στο χωριό μου ήτανε το τοιχιό κάτω από το κοινοτικό γραφείο, η μεσοστενιά, κ. ά.
Οι χώροι αυτοί γειτνίαζαν με καφενεία , όπως του Ρεράκη, αλλά και η πλατεία όπου χαρακτηριστικά όταν ερχόταν το μακρημούρικο λεωφορείο απο την Χώρα τραβούσαν τις καρέκλες για να κάνει στροφή.
Την βεγγέρα χαλούσε ευχάριστα και άν ανέβαινε μια κούρσα όπως έλεγαν τότε τα λιγοστά ΙΧ αυτοκίνητα καθότι ξεκινούσε νέος γύρος κουβέντας για το ποιός είναι αυτός που ήρθε.
Οι γυναίκες βέβαια άκουγαν και σχολίαζαν τις κουβέντες των αντρών, μα ήταν κι έτοιμες να τους τραβήξουν τα χαλινάρια αν παρεκτρέπονταν είτε στα λόγια, είτε στο πιοτό .
Έδειχναν στα παιδιά, τους αστερισμούς, έτσι όπως τους ήξεραν κι αυτές: Εκειέ ναι «τα μάθια του κάτη», εκειέ «του βουγιού η κεφαλή», εκειοσές είναι ο πήχυς», γιάε και τον «Ιορδάνη ποταμό». Λέγονταν και ιστορίες από την καθημερινότητά τους:
«Επήα μπρε σήμερο με τα κοπέλια ν’ ανάψω τση μάνας μου το καντήλι κι ήβρηκα εκειά το Χτίστη να σάζει του Μανωλάκη το μνήμα. Είχενε κι ένα τσουβάλι τσιμέντο ανοιμένο. Μια κοπανιά γροικώ την θυγατέρα μου να λέει τα’ αδερφού τσης: « Ξάνοι Γιαννιό βάνουνε και στσοι ποθαμένους λίπασμα!»
( τα χρόνια αυτά το λίπασμα ήταν σε χάρτινα τσουβάλια που έμοιαζαν με του τσιμέντου).
Καθώς διηγιότανε την ιστορία της η Αννίκα ένιωσε το Μαριό να της τραβάει τη μανίκα και να της δείχνει στον ουρανό το μισοφέγγαρο λέγοντάς της με αθωότητα:
«Γιάε μα ήσπασε το φεγγαράκι».