Ο πύργος μας και οι κήποι γύρω του ήταν προίκα της μητέρας μου.
Η πρόγονοί της είχαν από πολύ παλιά μεγάλες εκτάσεις γης στη γύρω περιοχή, οι οποίες διαμοιράστηκαν από γενιά σε γενιά είτε κληρονομικά είτε ως προίκα αλλά ποτέ δεν δόθηκαν σε ξένους.
Έτσι ήμασταν εκεί περιτριγυρισμένοι από συγγενείς της μητέρας μου, των οποίων οι πύργοι γειτόνευαν με τον δικό μας.
Σχεδόν κανένας από τους πύργους αυτούς δεν ήταν εκείνη την εποχή άδειος. Διότι κάποιοι συγγενείς κατοικούσαν εκεί όλον τον χρόνο, ενώ οι υπόλοιποι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους στην πόλη την ίδια μέρα που και εμείς δραπετεύσαμε, όταν εμφανίστηκαν οι Σάμιοι, αψηφώντας την απαγόρευση των αρχών.
Γι’ αυτό το λόγο είχαμε συντροφιά στην εξοχή. Κι ήταν πολύ περισσότερο ευχάριστο να βλεπόμαστε με τους οικείους μας, καθόσον στην πόλη, μέσα στην τρομοκρατία στην οποία ζούσαμε, ιδιαίτερα τελευταία, ούτε από τα σπίτια μας βγαίναμε, ούτε επισκέψεις ανταλλάσσαμε. Οι πόρτες έμεναν κλειστές και τα παράθυρα μισόκλειστα. Προσπαθώ να θυμηθώ εάν επί μήνες είδα κανένα ξένο να ανεβαίνει τη σκάλα μας και δε θυμάμαι παρά μόνο το στενοχωρημένο πρόσωπο του Ζενάκη.
Στην εκκλησία της εξοχής ιδίως συναντιόμασταν και στην αυλή της, μετά το τέλος των ακολουθιών, μαζευόμασταν και τα λέγαμε. Και ήρθε πάλι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Συχνά κάτω από τα δέντρα εκείνης της αυλής ανακαλούσα τα συναισθήματα που νιώθαμε όταν εκκλησιαζόμασταν πριν έναν χρόνο ο πατέρας μου κι εγώ, τότε που περνούσαμε φοβισμένοι από τα σοκάκια της Σμύρνης πηγαίνοντας στην Αγία Φωτεινή.
Η εκκλησία ή καλύτερα το παρεκκλήσι μας είχε ανεγερθεί από τον προπάππου της μητέρας μου, που έβαλε τα ράσα στα γεράματά του. Σώζεται ακόμη το κτίριο αλλά γυμνό και ετοιμόρροπο. Οι εικόνες, τα τιμαλφή, τα άμφια και τα ιερά σκεύη κλάπηκαν ή καταστράφηκαν από τους Τούρκους. Τότε όμως ο μικρός ναός ορθωνόταν με χάρη ανάμεσα στα δέντρα και όλα μέσα στον ναό ήταν κόσμια και ευπρεπή. Η είσοδός του ήταν ένας μικρός νάρθηκας, ανοιχτός από μπροστά. Κάτω από τη σκεπή αυτής της εισόδου, από τη μια και την άλλη μεριά της πύλης, υπήρχαν δύο μαρμάρινα καθίσματα. Εκεί καθόμουν συχνά και διάβαζα τις επιγραφές στις επιτάφιες πλάκες, οι οποίες αποτελούσαν το δάπεδο του πρόναου.
Εκεί από τα χρόνια του προπάππου μου και έπειτα θάπτονταν οι πιο πολλοί από την οικογένεια της μητέρας μου. Μέσα σε εκείνο το παρεκκλήσι στεφανώθηκαν οι γονείς μου και επιθυμία τους ήταν να ενταφιαστούν εκεί, κάτω από τις πλάκες του νάρθηκα, ο ένας πλάι στον άλλον. Αλλά ούτε οι γονείς μου αναπαύθηκαν εκεί, ούτε τα δικά μου οστά είναι γραφτό να επιστρέψουν σε εκείνη την αγαπημένη γωνιά της πατρίδας. Σήμερα ζούμε και πεθαίνουμε ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί, περιπλανώμενοι στη ζωή και νεκροί ξενιτεμένοι και η ανεμοζάλη του ξεριζωμού κλόνισε και έσπασε τους ιερούς δεσμούς, αυτούς που δένουν την καρδιά των παιδιών με τα μέρη που αναπαύονται οι γονείς τους. Αλλά όσο γερνάμε…. εγώ τουλάχιστον. Όσο αισθάνομαι να πλησιάζει η ώρα της ανάπαυσης, θλίβομαι με τη σκέψη ότι, όταν γεράσουν όπως εγώ τα παιδιά μου, δεν θα ξεκουράζουν την μνήμη τους ούτε σε κάποιο σπίτι γεμάτο από αναμνήσεις από τις προηγούμενες γενιές, ούτε σε κάποια άκρη της γης, όπου αναπαύονται ο ένας δίπλα στον άλλον οι πρόγονοί τους.
Αλλά ας επαναλάβω την διήγησή μου.
Την αυγή της μεγάλης Πέμπτης ακούσαμε την λειτουργία και κοινωνήσαμε τα θεία μυστήρια. Ήταν ένα φωτεινό ανοιξιάτικο πρωινό και όταν επιστρέψαμε από την εκκλησία, αντί να μείνω μέσα στο σπίτι, πήρα στα χέρια το νηστήσιμο φαγητό μου και πήγα να φάω το πρόγευμά μου πάνω στον εξώστη. Αλλά όταν άνοιξα την πόρτα του και σήκωσα το βλέμμα μου προς το πέλαγος, είδα ένα θέαμα, το οποίο με κατέπληξε. Παράτησα το πρόγευμα και έτρεξα στον πατέρα μου. Με ακολούθησε πάνω στον εξώστη και κοιτάξαμε και οι δύο προς τη θάλασσα.
Βλέπαμε μια μακριά σειρά πλοίων μεγάλων που έπλεαν προς το λιμάνι μας. Ήταν ακόμα πολύ μακριά αλλά η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής και διακρίνονταν τα πανιά τους, κυρτά από την πνοή του ανέμου και οι διπλές και οι τριπλές λευκές ζώνες πάνω στα μαύρα σκάφη. Ενώ λοιπόν τα μεγάλα αυτά πλοία φαίνονταν να πλησιάζουν, μια άλλη σειρά μικρών πλοιαρίων, που δέχονταν από το πλάι τον άνεμο στα τρίγωνα πανιά τους, έφευγε κοντά στην παραλία προς την κατεύθυνση της Σάμου. Τα μεγάλα εντούτοις πλοία, σαν να δίστασαν, αντί να συνεχίσουν να πλέουν προς το λιμάνι, άλλαξαν ξαφνικά δρόμο.
Νόμισα για λίγο ότι αναχωρούσαν. Αλλά όχι, δεν απομακρύνονταν• λοξοδρομούσαν απέναντι στη Χίο. Τα μικρά πλοιάρια, φεύγοντας προς τα δεξιά μας, χάνονταν το ένα μετά το άλλο πίσω από το τελευταίο άκρο του νησιού. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Ο τουρκικός στόλος κατέφτανε ισχυρός και οι επαναστάτες έφευγαν. Αλλά οι Χιώτες τι επρόκειτο να απογίνουν ;
Δεν ξέρω πόση ώρα ο πατέρας μου και εγώ μείναμε πάνω στον εξώστη σιωπηλοί και ακίνητοι, με τα μάτια μας προσηλωμένα στο πέλαγος.
-Να φύγουμε, να φύγουμε, είπε ξαφνικά ο πατέρας μου και στράφηκε προς το σπίτι. Στράφηκα και εγώ και τότε είδα ότι πίσω μας στον εξώστη στέκονταν η μητέρα και οι δύο αδερφές μου και η Ανδριάνα, αντικρίζοντας και εκείνες σιωπηλά το θέαμα μπροστά μας στην θάλασσα.
Ο πατέρας μου βγήκε αμέσως απ’ το σπίτι. Τον ακολούθησα όπως μου είπε. Ήθελε να συζητήσουμε με τους συγγενείς για το τι έπρεπε να κάνουμε. Βγαίναμε μόλις, έξω από την πόρτα του μαντρότοιχου, όταν είδαμε να έρχεται προς εμάς ο Καλάνης, ξάδελφος της μητέρας μου, κρατώντας απ΄το χέρι την μικρή του κόρη. Ήταν πριν λίγους μήνες που χήρεψε ο Καλάνης και η ζωή του ήταν γύρω από την αγάπη του ορφανού του παιδιού. Ποτέ δεν το αποχωριζόταν. Η χαριτωμένη μορφή του εντεκάχρονου εκείνου κοριτσιού και η θλιμμένη έκφραση του τρυφερού προσώπου του, είχαν από τις πρώτες μέρες που έφτασαν στον πύργο μας κατακτήσει όλη της ψυχής μου την συμπάθεια.
Ερχόταν ο Καλάνης προς τον πατέρα μου με τον ίδιο σκοπό που οδηγούσε κι εμάς. Κατευθυνθήκαμε όλοι μαζί προς το παρεκκλήσι. Εκείνοι οι δύο περπατούσαν πιο μπροστά συνομιλώντας και εγώ, λίγα βήματα πίσω τους, ακολουθούσα, κρατώντας τη μικρή Δέσποινα από το χέρι. Έβλεπα τα ξανθά μαλλιά του αθώου εκείνου κοριτσιού και αναλογιζόμουν τα πλοία που φαίνονταν από τον εξώστη κι αναθυμόμουν με φρίκη όσα είχα ακούσει για αυτά που διέπραξαν οι Τούρκοι στην Σμύρνη και στις Κυδωνίες.
Περπατούσα σιωπηλός και καταλυπημένος. Η μικρή σιωπηλή επίσης αλλ’ αισθανόμουν τα δάκτυλά της ανήσυχα μέσα στο χέρι μου. Κατάλαβα ότι ήταν φοβισμένη και μη γνωρίζοντας τι να πω για να την ενθαρρύνω, έσκυψα και φίλησα το μικρό χέρι της. Γύρισε τότε προς εμένα τα γαλάζια της μάτια και με ρώτησε με φωνή που έτρεμε,
-Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι;
– Όχι Δέσποινά μου, θα φύγουμε. Μην φοβάσαι. Δε θα μας πειράξει κανείς!
– Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ξέρω. Θα τον σκοτώσουν!
Και άρχισε να κλαίει πικρά αλλ’ ήσυχα και έτρεχαν τα δάκρυά της και επαναλάμβανε:
– Θα τον σκοτώσουν! Θα τον σκοτώνουν οι Τούρκοι! Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου!
– Μην κλαις Δέσποινα, μη φοβάσαι.
Ήθελα να την παρηγορήσω αλλά δεν έβρισκα λέξεις και βλέποντας τον ήσυχο θρήνο της αισθανόμουν κι εγώ την φωνή μου να χάνεται.
συνεχίζεται
(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του προηγούμενου και του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές του Γ2 του Γυμνασίου Γαζίου Μπίλας Απόστολος, Νταγιαντά Μιχαέλα, Περάκη Μαρίνα, Πιταροκοίλης Νίκος, Ουρανός Νίκος, Μπουρνταμή Σωτηρία, Μπυνιχάκη Μαρία, Νταβιγλάκη Κυριακή, Παπάζογλου Αντώνης. Φιλολογική επιμέλεια Βλασία Διαμαντή)