Στον νάρθηκα της εκκλησίας καθόντουσαν ήδη οι πιο πολλοί γείτονες. Καθίσαμε και εμείς στα μαρμάρινα καθίσματα. Ο Καλάνης πήρε στα γόνατά του την κόρη του και πήραν τον λόγο οι γέροντες.
Δεν άργησε να ληφθεί απόφαση σχετικά με αυτό που έπρεπε να γίνει. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν υπήρχαν αρκετά μέσα για αντίσταση και ότι θα γίνονταν οι Τούρκοι κύριοι του νησιού και γνωρίζαμε από τα πριν πώς φέρονται οι Τούρκοι στις κατακτημένες περιοχές. Αποφασίστηκε λοιπόν να κινηθούμε προς τα δυτικότερα του νησιού και να σκορπιστούμε, όπου ο καθένας ήταν δυνατόν να βρει καταφύγιο. Θα απομακρυνόμασταν έτσι από τους Τούρκους και θα πλησιάζαμε στα παράλια απέναντι από τα Ψαρά, από όπου ελπίζαμε σωτηρία. Αποχαιρετιστήκαμε με πόνο ψυχής, μπήκαμε στην εκκλησία, φιλήσαμε τις εικόνες, χωριστήκαμε και επιστρέψαμε ο καθένας στο σπίτι του. Δεν ξαναείδα από τότε το παρεκκλήσι μας!
Στο δρόμο ο πατέρας μου, μου είπε ότι αποφάσισε να ζητήσουμε για λίγες μέρες φιλοξενία από δύο θείους του γέροντες, που κατοικούσαν στον αγρόκηπό τους πίσω από το βουνό που περιέκλειε τον κάμπο. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, διέταξε αμέσως τον κηπουρό να φορτώσει δυο μουλάρια με παπλώματα και ζωοτροφή και να πάει να ειδοποιήσει τους γέροντες ότι θα πηγαίναμε και να μας περιμένει με τα ζώα εκεί.
Όταν έφυγε ο κηπουρός, ο πατέρας μου με φώναξε μέσα στο υπνοδωμάτιο, όπου είχε κλειστεί με την μητέρα μου. Τους βρήκα να παραγεμίζουν έναν σάκο με σκεύη ασημένια και άλλα πολύτιμα. Άλλος ένας σάκος ήταν ήδη εκεί πάνω στο κρεβάτι γεμάτος και έτοιμος. Αφού έδεσαν και τον δεύτερο, τον σήκωσε ο πατέρας μου, με διέταξε να πάρω αυτόν που ήταν πάνω στο κρεβάτι, η μητέρα μου άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε από το δωμάτιο.
Εκείνος μπροστά, εγώ πίσω, κουβαλώντας τους σάκους, προχωρήσαμε προς το πιο απόμερο μέρος του κήπου, όπου τα δέντρα ήταν πυκνότερα. Άφησα στη γη τους σάκους και έφερα δύο αξίνες. Εκεί κάτω από την σκιά μιας γέρικης μηλιάς, κοντά στο μαγγανοπήγαδο, σε θέση την οποία κατά παραγγελία του πατέρα μου σημείωσα και τύπωσα ακριβώς στην μνήμη μου, αρχίσαμε και οι δύο να σκάβουμε και ανοίξαμε έναν βαθύ λάκκο. Μέσα στον λάκκο βάλαμε τους σάκους, τον έναν πάνω στον άλλο, τους καλύψαμε ύστερα, πατήσαμε το χώμα, ώστε να ισιώσουμε τη σκαμμένη γη και αφού βεβαιωθήκαμε ότι κανείς δεν μας είδε, επιστρέψαμε στο σπίτι.
-Μην ξεχάσεις αυτήν την υποχρέωση, μου είπε ο πατέρας μου. Αν πεθάνω εγώ, εσύ είσαι ο προστάτης της μητέρας σου και των αδερφών σου.
Μπροστά από την πόρτα βρήκαμε τέσσερα ζώα έτοιμα και την Ανδριάνα να συντομεύει την αναχώρηση. Οι γονείς και τα αδέλφια μου ανέβηκαν στα γαϊδούρια και ξεκινήσαμε. Η Ανδριάνα και εγώ ακολουθήσαμε με τα πόδια.
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ξαφνικά από μακριά ένας κρότος πυροβόλου. Κοντινοί κανονιοβολισμοί ακολούθησαν αμέσως. Στραφήκαμε σιωπηλά ο ένας προς τον άλλο. Οι κρότοι των πυροβόλων συνεχίζονταν. Από τον στόλο και από το φρούριο οι Τούρκοι τελούσαν με παταγώδη τρόπο τα προεόρτια του φριχτού θριάμβου τους.
-Αλίμονο στην Χίο! φώναξε ο πατέρας μου. Και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Ο πύργος στον οποίον κατευθυνόμασταν βρισκόταν μέσα σε φαράγγι. Ο ορίζοντας ήταν περιορισμένος ούτε φαινόταν από κει η θάλασσα. Οι δύο γέροντες θείοι του πατέρα μου ζούσαν εκεί διαρκώς μια ήσυχη μοναχική ζωή. Ο μεγαλύτερος, άνθρωπος με πείρα και πολύ μυαλό, έζησε για πολλά χρόνια στο Άμστερνταμ ασχολούμενος με το εμπόριο κι εκεί γνωρίστηκε με τον Κοραή, ο οποίος επίσης ασχολούνταν τότε με το εμπόριο και από τότε διατήρησε φιλία και κάποια σποραδική αλληλογραφία με τον σοφό γέροντα, καθώς κι αυτός ασχολούνταν με τα γράμματα. Όλα αυτά εξύψωναν τον θείο μου στα μάτια των συμπολιτών του. Οι μορφωμένοι άνθρωποι, καθώς ήταν σπανιότεροι, απολάμβαναν τότε μεγαλύτερη τιμή και γενικά ήταν άξιοι μιας τέτοιας τιμής, γιατί γνώριζαν καλά όσα έλεγαν ότι γνωρίζουν και εργάζονταν με αυταπάρνηση για τον φωτισμό του γένους.
Από την παιδική μου ηλικία δεν είχα δει τον θείο αλλά τον θυμόμουν πάντοτε με σεβασμό, ενώ η σύντομη τότε διαμονή μου κοντά του αύξησε την εκτίμησή μου για τη φρόνηση και την αρετή του. Διότι μας προέβλεψε όσα ήταν πεπρωμένο να πάθει η Χίος. Μας προέβλεψε τις σφαγές, τις λεηλασίες, τις αιχμαλωσίες, τον εκπατρισμό και την προσφυγιά, όσα με λίγα λόγια συνέβησαν στη συνέχεια. Γενικά καταδίκαζε ως πρόωρη την επανάσταση και έβλεπε τα πάντα στο μέλλον σκοτεινά και μαύρα. Αλλά ήταν γέροντας και τρεφόταν στην ερημιά με τα διδάγματα της πείρας και των βιβλίων.
Μήπως θα γινόταν ποτέ πουθενά επανάσταση, εάν δεν υπήρχαν η τόλμη της νεότητας και η απειρία; Οι γέροντες από τη φύση τους κλίνουν προς την απραξία ή την αναβολή, συμβουλεύουν υπομονή και φρόνηση. Το αισθάνομαι ήδη και το γνωρίζω και από δική μου πείρα.
Ο άλλος αδελφός ήταν κουφός. Σπανίως μιλούσε. Σκυθρωπός και μελαγχολικός, φαινόταν απόκοσμος. Η μόνη διασκέδαση, η μόνη ενασχόληση του ήταν η ξυλογλυπτική. Έχω έως τώρα ένα μικρό ξυλογράφημα, το οποίο τότε μου το δώρισε, που παρίστανε τον Ευαγγελισμό.
Μάταια οι γονείς μου παρακινούσαν τους δυο γέροντες να φύγουν μαζί μας. Ο κωφός σήκωνε αρνητικά το κεφάλι.
– Λίγη ζωή μας μένει, έλεγε ο άλλος, γιατί να κοπιάσουμε να την προφυλάξουμε; Εσείς έχετε καθήκοντα προς τα παιδιά σας, πηγαίνετε !
Και έμειναν οι δυο γέροντες στον πύργο τους. Τι απέγιναν; Ούτε αυτοί ούτε ο κηπουρός τους ή τα παιδιά του ούτε η γριά υπηρέτριά τους φάνηκαν ή ακούστηκαν από τότε. Ο κηπουρός και τα παιδιά του ο Θεός ξέρει πού πουλήθηκαν και ποιανού Τούρκου αγοραστή καλλιέργησαν τους κήπους….
Αλλά οι γέροντες και μάλιστα ο κωφός, δεν είχαν αξία. Ποιος να τους αγοράσει, και προς τι; Τέτοιοι αιχμάλωτοι δεν πουλιούνται, σφάζονται. Μακάρι να ήταν σύντομο το μαρτύριο τους! Δεν ήταν τουλάχιστον παντρεμένοι και δεν τους θρήνησαν ούτε χήρες, ούτε ορφανά. Αλλά εμείς διατηρήσαμε την μνήμη τους και τώρα ακόμη μετά από τόσα χρόνια, ενώ γράφω για αυτούς, ο λαιμός μου ξεραίνεται.
συνεχίζεται
(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του προηγούμενου και του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές του Γ4: Βάλια Βεϊσάκη, Κατερίνα Δακανάλη, Μαρία Γερακιανάκη, Πέτρος Βαφάκης, Μαρία Δαφέρμου, Αντώνης Βατσινάς, Αλέξανδρος Αυγουστάκης, Παναγιώτης Κόκκινος κ.α. Φιλολογική επιμέλεια Βλασία Διαμαντή)