Τέσσερις μόνο ημέρες παραμείναμε στον πύργο τους και κάθε μέρα παίρναμε πληροφορίες απ’ τους χωρικούς για όσα συνέβαιναν στο νησί. Πριν ακόμη αγκυροβολήσουν τα πλοία, οι Τούρκοι, αφού βγήκαν έξω απ’ το φρούριο ξεχύθηκαν στην πόλη και άρχισαν να λεηλατούν και να αρπάζουν και να σκοτώνουν. Όταν φεύγοντας ακούγαμε τους κανονιοβολισμούς, αποβιβάζονταν όσοι ήταν πάνω στα πλοία και έτσι αυξήθηκε ο αριθμός των δημίων.
Την επόμενη μέρα, η θάλασσα καλύφθηκε από πλοία μικρά που έφερναν από απέναντι τα λυσσασμένα πλήθη, τα οποία τόσο καιρό περίμεναν τη στιγμή του κυνηγιού. Τότε η συμφορά έφτασε στο αποκορύφωμα, η πόλη δεν τους ήταν αρκετή για να τους χορτάσει και ρίχτηκαν στην ύπαιθρο.
Την Κυριακή του Πάσχα διαπράχθηκε το τρομερό ολοκαύτωμα του Αγίου Μηνά. Αντίσταση δεν υπήρχε. Όσοι απ’ τους επαναστάτες δεν είχαν φύγει, διασκορπίστηκαν για να κρυφτούν, ώστε κανείς δεν παρεμπόδιζε την εξάπλωση των «θηρίων» παρά μόνο η αφθονία της εύκολης λείας.
Όσο αυτή εξαντλούνταν, τόσο επεκτείνονταν η ζώνη της καταστροφής και έτσι ακούγαμε τους Τούρκους να πλησιάζουν όλο και περισσότερο στο καταφύγιο μας.
Τους ακούγαμε, λέω, να πλησιάζουνε. Ψυχρή η έκφραση και αφηρημένη. Αλλά πώς να εκφράσω την φρίκη όλων όσων ακούγαμε; Είναι ανάγκη με την φαντασία σου, αναγνώστη, να συμπληρώσεις την ατελή μου αφήγηση, να δώσεις ζωή στις σκηνές και στις εντυπώσεις, που η μνήμη μου ήδη ανακαλεί. Διότι άλλο να διαβάζεις, έχοντας καθίσει ήσυχα μέσα στο δωμάτιό σου, για καταστροφές που έγιναν σε μια χώρα μακρινή ή άγνωστη και σε μακρινή εποχή και άλλο να ακούς, άνθρωποι γνωστοί σου, συγγενείς και φίλοι, συμπολίτες, ότι σφάζονται και αιχμαλωτίζονται… τα σπίτια τους, που πριν λίγες μέρες είδες ή επισκέφτηκες, ότι πυρπολήθηκαν ή ότι λεηλατήθηκαν. Είναι άλλο να σου λένε ονομαστικά, εκείνος σκοτώθηκε, η σύζυγος του άλλου αιχμαλωτίστηκε, την είδε ο τάδε να σέρνεται από το χέρι από Τούρκο άγριο και έκλαιγε και σπάραζε… και την φωνή της την γνωρίζεις, την άκουσες τόσες φορές να μιλάει χαρούμενα…. και νομίζεις ότι τώρα ακούς τις γοερές κραυγές της, ότι την βλέπεις με γυρισμένο το κεφάλι και τα μαλλιά λυμένα να οδηγείται στην αιχμαλωσία, στον εξευτελισμό…. και σκέπτεσαι τον άνδρα της και τα παιδιά της… κι εσύ είσαι εκεί κοντά με τους γονείς, με τις ανύπαντρες αδερφές σου και περιμένεις από ώρα σε ώρα να σταθούν ενώπιον σου οι ανίεροι διώκτες. Ω! ο Θεός θα σε προφυλάσσει από τέτοιες δοκιμασίες!
Οι ειδήσεις για όλα αυτά έρχονταν αλλεπάλληλα, τόσο αλλεπάλληλα, ώστε καταντήσαμε στο τέλος να μην εννοούμε το μέγεθος του δεινού. Αποκτηνωθήκαμε από το κράτος του τρόμου! Με την βία πια ο γέρος θείος μου ανάγκασε επιτέλους τον πατέρα μου να φύγουμε.
Φορτώσαμε λοιπόν από την αρχή παπλώματα και ζωοτροφές στα μουλάρια και στείλαμε μπροστά τον κηπουρό με την οδηγία να μας περιμένει στον Άγιο Γεώργιο, χωριό που είναι προς τα δυτικά του νησιού, όπου ο πατέρας μου θυμήθηκε ότι είχε έναν χωριανό σύντεκνο. Αφού αποχαιρετήσαμε τους δύο γέροντες αναχωρήσαμε κι εμείς μετά και φτάσαμε το απόγευμα στον Άγιο Γεώργιο, κατάκοποι από τον δρόμο και τον ήλιο.
Αφού μπήκαμε στο χωριό, καταλάβαμε ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Ο κόσμος σε κίνηση, οι δρόμοι γεμάτοι, κάποιοι άντρες κρατούσαν όπλα και φαίνονταν ξένοι. Στις πόρτες των σπιτιών γυναίκες και παιδιά έβλεπαν και μιλούσαν και ήταν σαν ημέρα γιορτής κι ήταν πράγματι γιορτινές οι μέρες εκείνες. Αλλά η ανησυχία στα πρόσωπα μαρτυρούσε ότι το χωριό δεν γιόρταζε.
Ο πατέρας μου πλησίασε έναν χωρικό γέροντα, που ήταν μπροστά από την ανοιχτή η πόρτα του. Τον ρώτησε για τον σύντεκνό του. Ο σύντεκνος δεν ήταν στο χωριό, είχε φύγει έναν χρόνο πριν. Ρώτησε αν ήρθε ο κηπουρός μας με τα δυο μουλάρια. Ούτε κηπουρός ήρθε ούτε μουλάρια φάνηκαν. Ρώτησε για την κίνηση και για τους οπλισμένους. Οι οπλισμένοι ήταν Σάμιοι που ξέφυγαν από τους Τούρκους και ανάμεσα τους ο Λογοθέτης. Ο Λογοθέτης στο χωριό… να καταζητείται από τους Τούρκους! Εμείς ήρθαμε στον Άγιο Γεώργιο για να αποφύγουμε τους Τούρκους! Και ούτε ο σύντεκνος στο χωριό ούτε ο κηπουρός μας κι εμείς εκεί στον δρόμο αποκαμωμένοι, χωρίς τροφή, χωρίς καταφύγιο, χωρίς οδηγό!
Ο χωρικός μας λυπήθηκε και μας δέχτηκε στην καλύβα του. Μπήκαμε όλοι μέσα και καθίσαμε περιμένοντας τον κηπουρό. Από το πρωί ήμασταν νηστικοί. Ο φιλόξενος χωρικός μας ρώτησε αν πεινάμε και μας πρόσφερε το φτωχικό του βραδινό αλλά ο πατέρας μου τον ευχαρίστησε μη θέλοντας να του στερήσουμε το ψωμί του.
Στο μεταξύ οι ώρες περνούσαν και ο κηπουρός δεν φαινόταν και οι αδελφές μου πεινούσαν . Με έστειλε ο πατέρας μου να αγοράσω ό,τι βρω και βγαίνοντας γι’ αυτό από την καλύβα, είδα ξαφνικά στο φως του δύοντος ήλιου, μπροστά μου, γενική ταραχή. Οι γυναίκες έτρεχαν με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, οι άντρες με βάρη στα χέρια , αντάλλασσαν διακεκομμένες φράσεις και έφευγαν όλοι έξω από το χωριό, ενώ οι ένοπλοι σπρώχνοντας ετοιμάζονταν να εμποδίσουν την έξοδο. Ήταν σαν την ξαφνική κίνηση των φύλλων στο έδαφος πριν πέσει η καταιγίδα.
-Οι Τούρκοι πλάκωσαν! Φύγετε! Κρυφτείτε, φώναξε τρέχοντας προς εμάς ο γέροντας χωρικός.
Ήμασταν όλοι ήδη έξω από την καλύβα, ούτε χρειαζόταν να προετοιμαστούμε για τη φυγή. Έλυσα βιαστικά τα ζώα από τα δέντρα δίπλα στην καλύβα και τρομοκρατημένοι ακολουθήσαμε και εμείς το ρεύμα.
συνεχίζεται
(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του προηγούμενου και του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές του Γ5: Ερωτοκριτάκη Φιλία, Καστρινάκη Κωνσταντίνα, Κάββαλου Ελένη, Καλλέργη Αγάπη, κ.α. Φιλολογική επιμέλεια Βλασία Διαμαντή)