Κείμενο Γιώργος Χουστουλακης!!!!
Οι ευχές της παρέας στην Κρητη, επάνω στο κρασοπότι και φαγοπότι μαζί, ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα δρώμενα για έναν ξένο, από όσα θα έβλεπε κάποτε, πατώντας το πόδι του στο νησί!
Και οι ξένοι ακόμα τους άρεσαν αυτά, και δεν έχαναν την ευκαιρία, άμα τους καλούσαν στη παρέα να διασκεδάζουν κι αυτοί μαζί τους!
Ήταν ευρεως γνωστό, πως πριν 50ετιας, στην Κρήτη, και μόνο με ένα ποτήρι κρασί έκανες φίλο!
Τόσο απλά, ετσι οι παρέες με τα ποτήρια το κρασί ανά χείρας και να τα σκουντρούνε, ήταν συχνό φαινόμενο για νεαρούς, άλλα και για μεγάλους, αφού συχνά πυκνά σμήγανε ο ένας με τον άλλο οι φιλοι και γνωστοί, άλλα και αγνωστοι!
Καθισμένοι όλοι στο ίδιο τραπέζι, η στο τεζιάκι του καφενείου, με τους μεζέδες να έρχονται συχνά στα πιάτα, με τις συζητήσεις να μην έχουν τελειωμό, πολλές φορές όλο αυτό, θύμιζε συμπόσιο του Πλάτωνα!
Η παρέα που τα έπινε σε τραπέζι, σε σπίτι ή στο καφενείο, πάντα έβγαζε κέφι, και μόνο που σμήγανε οι καλαμπουριτζήδες της παρέας, ήταν η αρχή, και τα υπόλοιπα τα έκανε το κρασί!
Έλεγαν πάρα πολλά αστεία, και έκαναν πειράγματα μεταξύ τους, και όλα φυσικά απαραξήγητα! Άγραφος νόμος!
Συχνά πυκνά όλο και σήκωνε κάποιος το ποτήρι του, το τσούγκριζε με τους άλλους λέγοντας: «Άντε εβίβα μου και μένα» ! ή «Εβίβα ολωνώ μας, και άσπρο πάτο»! «Εβίβα και τω κοπελιδιώ μας»! «Στσι χαρές των ελεύθερω»! «Αντε να κλέψουμε μια του χάρου! «Άντε και σεις οι παντρεμένοι, καλή ψυχή καημένοι» κλπ.
Πολύ παλιά, αλλά και σήμερα ακόμα, ακουγόταν και η φράση: «Εβίβα τω καλών αντρώς»! Φράση που την συμπεριέλαβε αργότερα ο αείμνηστος Κώστας Μουντάκης σε ένα αγαπημένο μας τραγούδι.
Άλλοτε πάλι έλεγε ένας:
-Σκουτελοβαρίσκω σου!
-Και γω αντιστέκομαι σου!
Απαντούσε ο άλλος.
Έλεγαν όμως και άλλα, όπως: «Εβίβα! Κι απου δε μας αγαπά δαυλός στο κόλο του»! Ή:
«Στο σπιρτοκούτι ο πόδας του και στρογγυλή η ζαλιά του! Το μελίτακα να καβαλικεύγει και τα πόδια του να αγγίζουνε χάμαι! Γιατροί δικηγόροι και εισπράχτορες να μπαίνουν στο σπίτι του! Μποντικοί να μπαίνουνε χορτασμένοι και να βγαίνουνε νηστικοί! Από το μακαρόυνι να περνά, και να χει κι αραμάδα»!
«Τσιγία (εις υγείαν) τω παρόντω! Τσιγία των απόντω! Τσιγία τω γυροτραπεζοκαρεκλοκαθιζόμενω»!
Όπως πολύ ωραία τα έλεγε όλα αυτα, κάποτε αστειολογώντας ο αείμνηστος Ζαριανός Καρπουζομανώλης ο γνωστός Κρητικός λυράρης!
Έλεγαν όμως πολύ συχνά και τη φράση: «Εβίβα και τση κουτσής»! Οι περισσότεροι νομίζαμε πως επρόκειτο για μια κουτσή γυναίκα! Όμως, μια πολύ παλιά εκδοχή, αναφέρει, πως η παρέα έπινε συνήθως, μέχρι να μείνει και το τελευταίο σώσμα στο βαρέλι ή στο μπουκάλι, που το λίγο αυτό κρασί στο τέλος που έμενε, το έπινε ο κάθε ένας ειτε μισό η και λιγότερο στο ποτήρι, και αυτό το λέγανε «κουτσή»! Εννοώντας το αυτό προφανώς, κάτι σαν επιβράβευση, που κατάφεραν και το τελείωσαν όλο το κρασί τους! Σα να λέμε, βγήκαμε νικητές, αφού ήπιαμε όλο το κρασί, και για αυτό στην υγεία μας και το τελευταίο!
Έλεγαν επίσης άλλες φορές πριν το διαλύσει μια παρέα: «Αντε και την όρθια»! Στο τέλος βέβαια «κουτσή» μπορεί να ήταν και το ποτήρι που έπρεπε υποχρεωτικά να το πιούν στα όρθια πριν το διαλύσουν, που ενίοτε ήταν κι αυτό μισό ποτήρι.
Βέβαια είχαμε και το αλλο στις κρασοσυνήθειες . Όλοι θυμόμαστε κάποτε, πως αν έμπαινε κάποιος νέος επισκέπτης στη παρέα στο καφενείο, συνήθως όπως πάντα τον κερνούσαν. Εάν όμως ο κεραστής ή ο καφετζής του έβαζε κατά λάθος μισό ποτήρι, πάντως δεν του το γέμιζε, τότε του έλεγε ο επισκέπτης:
«Ε, ηντά ‘ναι δα ετονέ επαέ απου μού βαλες; Με τα δυο πόδια εμπήκα, δε με είδες»! Εννοούσε πως δεν έπρεπε να του βάλει από τώρα μισό, «τη κουτσή» δηλαδή, γιατί δεν μπήκε με το ένα πόδι …κουτσαίνοντας!
Αυτή είναι η νεώτερη εκδοχή της …Κουτσής! Καμιά φορά οι Μεσαρίτες έλεγαν και το «Άντε και συγεία του Μανιού», αν και δεν γνωρίζω για ποιό λόγο, πάντως θυμάμαι τη φράση, και το κεφι που πάντα έφτανε στα ύψη!.
Η Κρήτη σαν απομονωμένη που ήταν από τον έξω κόσμο, κράτησε για χρόνια τα δικά της ήθη, τις δικές της συνήθειες, και όλα αυτά ήταν προσαρμοσμένα στον κοινό χαρακτήρα τους.
Ήταν αυτά που τους άρεσαν και τους βόλευαν στο να περνάνε θαυμάσια μεσα σε μια ομορφη παρέα, ακόμα και στη φτώχεια, ακόμα και χωρίς χρήματα, και να διασκεδάζουν μέχρι το έπακρον!
Στις νεότερες γενιές δεν συμβαίνουν και πολλά από αυτά, επειδή οι νεώτεροι έμαθαν να ζουν διαφορετικές καταστάσεις πλέον, φυσικά χάριν της τεχνολογίας, από ότι ζούσαν κάποτε οι παλιοί.