Ήταν Ιούνιος του 1822. Ο Χασάν Πασάς, επικεφαλής στρατεύματος 6.000 Οθωμανών, οι οποίοι είχαν έρθει στο λιμάνι της Σούδας το Μάρτιο του 1822 από την Αίγυπτο, αποφάσισε να καταστρέψει τις εστίες των επαναστατών που είχαν δημιουργηθεί στις ανατολικές υπώρειες της Ίδης και συγκεκριμένα στα Κρουσανιώτικα βουνά. Πριν από αυτή την απόφαση των Τούρκων, είχαν προηγηθεί επιδρομές των Κρουσανιωτών επαναστατών, των οποίων επικεφαλείς ήταν οι καπετάνιοι Γιάννης Ξυλούρης, Γιώργης Γιαμαλής, Εμμανουήλ Τζουνιάς, Κοκολοζαχάρης,ο Μπαμιές κ.α (ο Μανώλης Μακατούνης απουσιάζε από τον Κρουσώνα εκείνη την περίοδο, επειδή είχε ενταχθεί στο ιππικό του Κουρμούλη, δίνοντας μάχες στη Μεσσαρά και στο Λασίθι).
Οι Κρουσανιώτες, υπό την καθοδήγηση των αρχηγών τους και σε συνεργασία με Σφακιανούς και Ανωγεινανούς, χτυπούσαν τούρκικους στόχους σε όλο το Μαλεβίζι και την επαρχία Τεμένους, κατέκαιαν τις καλλιέργειές τους, ελιές και σπαρτά, ενώ φόνευσαν και όλους τους Τούρκους στο μετόχι Κοκκινιάκο και το πυρπόλησαν. Οι ενέργειες αυτές ξεσήκωσαν τους Τούρκους των επαρχιών Μαλεβιζίου και Τεμένους με αποτέλεσμα να καλέσουν ενισχύσεις. Αποφασίστηκε να χτυπηθούν οι επαναστάτες στα κρησφύγετά τους και να πυρποληθούν τα χωριά τους, Κρουσώνας και Ανώγεια.
Τον Ιούνιο του 1822, ένα τμήμα από Τούρκους στρατιώτες πλησίασε τον Κρουσώνα. Οι Κρουσανιώτες σκοποί αντιλήφθηκαν γρήγορα την επέλαση του τούρκικου στρατού και ενημέρωσαν άμεσα τους Καπετάνιους, οι οποίοι με τη σειρά τους έδωσαν εντολή όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να οδηγηθούν σα ορεινά. Συγκέντρωσαν 250 ένοπλους Κρουσανιώτες άνδρες για να αντισταθούν στους Τούρκους κατακτητές.
Οι πρώτες μάχες δόθηκαν έξω από το χωριό, ώστε να προλάβουν οι άμαχοι να ανέβουν προς τα βουνά. Ωστόσο, λόγω της τουρκικής υπεροχής, οι Κρουσανιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέσα στο χωριό. Η μάχη ήταν λυσσαλέα και οι επαναστάτες αγωνίστηκαν με θάρρος, υπερασπιζόμενοι τις εστίες τους, τις οικογένειές τους και την πατρίδα τους. Με φοβερή ορμή όμως πολεμούσαν και οι Τούρκοι,οι οποίοι στηρίζονταν πάνω απ’όλα στην ευρωπαϊκή οργάνωση που είχε το στράτευμά τους, στο σύγχρονο οπλισμό τους καθώς και στην αριθμητική υπεροχή τους. Στη γενίκευση της μάχης ξεκίνησαν οι εμπρησμοί σπιτιών και οι Κρουσανιώτες αναγκάστηκαν να κατευθυνθούν προς το Κρουσανιώτικο φαράγγι, κυνηγημένοι απ’το Τουρκικό στράτευμα. Στο φαράγγι οι Κρουσανιώτες οχυρώθηκαν στους δύσβατους γκρεμούς του, ενώ στο πλευρό τους εντάχθηκαν Σφακιανοί και Ανωγειανοί, οι οποίοι βρίσκονταν στο Κρουσανιώτικο λιβάδι και στο άκουσμα των πρώτων πυροβολισμών έτρεξαν να βοηθήσουν.
Οι Οθωμανοί εισέβαλαν από το Ποροφάραγγο και συνέχισαν ανοδική πορεία ακολουθώντας το ποτάμι, νομίζοντας ότι οι επαναστάτες είχαν προχωρήσει και είχαν ανέβει σε υψηλότερα σημεία του βουνού. Όταν το Τουρκικό στράτευμα είχε εισχωρήσει όλο μες στην χαράδρα, οι επαναστάτες βγήκαν από τις θέσεις τους και άρχισαν τους πυροβολισμούς, ενώ άλλοι άρχισαν να κυλούν και να πετούν τεράστιους ογκόλιθους από τα φρούδια των γκρεμών. Η μάχη ήταν σκληρή, καθώς οι Τούρκοι είχαν εγκλωβιστεί και ήταν δύσκολη η φυγή τους. Όταν κατάφεραν μετά από ώρες να σπάσουν τον κλοιό από τον πόρο του φαραγγιού, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας πίσω τους περί τους 400 νεκρούς. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 12 νεκροί, ενώ μεταξύ αυτών ήταν και ο συντονιστής, στρατηγικός σχεδιαστής της Μάχης του Φαραγγιού, ο Κρουσανιώτης καπετάνιος Ξυλούρης Γιάννης, ο οποίος χτυπήθηκε από τουρκικό βόλι στην θέση που ήταν οχυρωμένος στην είσοδο ενός σπηλαίου μέσα στους γκρεμούς.
Οι Κρουσανιώτες για να τιμήσουν τον αρχηγό τους καθώς και για να θυμούνται τον τόπο θυσίας του, έδωσαν το όνομά του σ’αυτό το σπήλαιο, όπου ακούγεται έτσι μέχρι τις μέρες μας «Του Ξυλούρη ο Σπήλιος». Οι Τούρκοι κατατρομαγμένοι και πανικόβλητοι οπισθοχώρησαν προς τον Κρουσώνα ενώ από την μανία τους κατέκαψαν ότι είχε απομείνει, πυρπόλησαν ακόμα και τις εκκλησίες, τις ιερές εικόνες ενώ γκρέμισαν το καμπαναριό της Παναγίας της Κεράς και πέταξαν την καμπάνα σ’ένα παρακείμενο πηγάδι σκεπάζοντας την με χώμα. Βλέποντας οι επαναστάτες την καταστροφή των οικιών καθώς και την βεβήλωση των εκκλησιών συνέχισαν την καταδίωξη,αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την περιοχή και να στρατοπεδεύσουν προς την μεριά του Αγίου Μύρωνα. Μόλις βράδιασε και ενώ οι Τουρκικές δυνάμεις είχαν αποχωρήσει από την περιοχή, μια ομάδα 50 ένοπλων Κρουσανιωτών επαναστατών μετέβηκε στο σπήλαιο Σάρχου ή Χώνος, στο οποίο είχαν εγκλωβιστεί χωριανοί τους και Σαρχιανοί και σφάζοντας την Τουρκική φρουρά τους απελευθέρωσαν.
Τις επόμενες μέρες οι επαναστάτες πληροφορήθηκαν ότι ο οθωμανικός στρατός κατευθυνόταν προς την Μεσσαρά από την μεριά του Πρινιά, Αγίας Βαρβάρας για να εξουδετερώσει τις επαναστατικές εστίες. Αμέσως έσπευσαν στην περιοχή του Πρινιά για να ανακόψουν τα σχέδια των Τούρκων. Οι Τούρκοι μαθαίνοντας τις ενέργειες των επαναστατών και γνωρίζοντας ότι η περιοχή του Κρουσώνα έμενε αφύλακτη, ξεκίνησαν με τακτικό στρατό 2000 περίπου ανδρών, αρχές Ιουλίου για να καταστρέψουν και τ’Ανώγεια.
Περνώντας από την Μονή της Αγίας Ειρήνης Κρουσώνα, έσφαξαν όλους τους μοναχούς και ισοπέδωσαν την Μονή, επειδή ήταν κέντρο συνεδριάσεως και περίθαλψης των επαναστατών. Κατά την ανάβαση τους στα Κρουσανιώτικα βουνά έψαξαν σε πρόχειρα καταλύματα, μιτάτα και σπήλιους για να βρούν τους άμαχους Κρουσανιώτες και να τους σφάξουν, οι οποίοι μετα την πυρπόληση τους χωριού τους είχαν εγκατασταθεί στα βουνά. Φθάνοντας στο οροπέδιο Λιβάδι, κινήθηκαν βόρειοδυτικά προς τον Κασσό όπου βρήκαν κρυμμένα στα κλαδιά και τις τοιχίδες περί τα 30 γυναικόπαιδα, τα οποία και συνέλαβαν. Μπαίνοντας στον λαγκό της Ανυφαντής μερικοί εναπομείναντες Κρουσανιώτες, Μυλοποταμίτες και Σφακιανοί επαναστάτες οι οποίοι δεν είχαν μεταβεί προς Πρινιά ,Αγία Βαρβάρα, έδωσαν άνιση μάχη με τον εχθρό, που λόγω της υπεροχής του, κατάφερε μετά από λίγες ώρες να κατατροπώσει τους Επαναστάτες.
Στην συνέχεια σφαγιάστηκαν πρώτα τα μικρά αιχμάλωτα παιδιά ενώ οι γυναίκες με τα ανήλικα κορίτσια βιάστηκαν και έπειτα σφαγιάστηκαν. Κατά την μάχη αυτή χάθηκαν γύρω στους 25 επαναστάτες, 30 γυναικόπαιδα ενώ απ’την μεριά του εχθρού 60 Τούρκοι. Μετά από αυτήν την μάχη ο δρόμος απ’τα Κρουσανιώτικα βουνά προς τ’Ανώγεια ήταν πλέον ανοιχτός. Οι Τούρκοι έφτασαν στ’Ανώγεια, τα οποία είχαν προηγουμένως εγκαταληφθεί από τους κατοίκους τους, έμειναν επί 7 ημέρες και αφού τα λεηλάτησαν, τα πυρπόλησαν και αναχώρησαν. Το αρχικό σχέδιο του Χασάν Πασά είχε πλέον πετύχει, τα δύο επαναστατικά χωριά είχαν καεί εκ θεμελίων.
Πηγές – Σχετική Βιβλιογραφία:
Ψιλάκης Βασίλειος .Ιστορία της Κρήτης. Εν Χανίοις :Εκ του τυπ. της "Νέας Ερεύνης", 1909
Γιώργης Μ Ξυλούρης. Κρουσώνας Ιστορικές Αναφορές.Ηράκλειο 1993
Ι.Δ.Μουρέλλου. Ιστορία της Κρήτης. Ηράκλειον Τυπογραφείον "Ελευθέρας Σκέψεως", 1931-1934
Βαλάκης Παύλος. Ιστορία της Κρήτης. Εν Χανίοις: Εκ του Τυπογραφείου "Η Πρόοδος" Ε. Δ. Φραντζεσκάκη, 1900
Γιάννης Ξυλούρης – Βικιπαίδεια
https://el.wikipedia.org › wiki › Γιάννης_Ξυλούρης