Περάσαμε την νύκτα περπατώντας, χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Ήταν μεγάλος ο δρόμος και δύσκολος, η νύχτα ήταν σαν τρικυμία, ο ουρανός σκοτεινός και η σελήνη φαινόταν με διαλείμματα ανάμεσα στα σύννεφα. Και εμείς, πεινασμένοι, ξαγρυπνισμένοι, κατάκοποι, φεύγαμε. Συχνά τρομάζαμε, νομίζοντας ότι ακούμε κραυγές ή τουφεκισμούς ή ποδοβολητό αλόγων. Συχνά σταματούσαμε την πορεία, για να καθίσουμε και να ξεκουραστούμε.
Ήμασταν οι περισσότεροι πεζοί. Ήταν μεγάλη σε αριθμό και μακριά η πορεία των ανθρώπων και εμείς φοβούμασταν μη χαθούμε. Θέλαμε να μείνει αδιάσπαστη η ομάδα μας μέσα στο πλήθος που έφευγε.
Το ξημέρωμα μας βρήκε στην παραλία, σε λιμάνι έρημο απέναντι από το νησί των Ψαρών. Εκεί θέλαμε και ελπίζαμε να βρούμε καταφύγιο. Αλλά ο άνεμος ήταν δυνατός και μέσα στο λιμάνι και στο πέλαγος ούτε πλοίο φαινόταν ούτε βάρκα ούτε διακρινόταν απέναντι κάποιο σημείο ζωής
. Η παραλία ήταν ήδη γεμάτη από άλλους πρόσφυγες, που είχαν φτάσει πριν από μας και ήταν μαζεμένοι εκεί με την ίδια ελπίδα με εμάς. Δεν τους είδαμε ούτε τους ακούσαμε από μακριά. Μόνο όταν πλησιάσαμε στον γιαλό, είδαμε κάτω από τις ελιές, που έφταναν μέχρι τη θάλασσα, σώματα σωριασμένα στο έδαφος. Εκεί πέρασαν οι δυστυχισμένοι όλη τη νύχτα, ενώ εμείς μέσα στην ανεμοζάλη, βαδίζαμε προς το ίδιο σημείο, σαν σε λιμάνι σωτηρίας.
Ο ερχομός μας και οι πρώτες ακτίνες της ανατολής έθεσαν σε κίνηση το στρατόπεδο εκείνο των φυγάδων και πριν ακόμα το πλησιάσουμε ώστε να ενωθούμε μαζί τους, είδαμε κάτω από τις ελιές μορφές που κάθονταν ή είχαν σηκωθεί και διακρίναμε γυναίκες και παιδιά και γέροντες και νέους να γυρνούν τα πρόσωπά τους σε μας, ενώ κάποιοι προχωρούσαν προς τη μέρος μας κι έρχονταν για να μας αναγνωρίσουν.
Σταθήκαμε τότε κι εμείς. Οι γυναίκες κατέβηκαν από τα ζώα και καθίσαμε στη ρίζα ενός δέντρου. Τόσα χρόνια πέρασαν και τόσες δοκιμασίες βίωσα από τότε όμως ποτέ δεν θα λησμονήσω την αίσθηση της κούρασης που με κατέβαλε εκείνη την ώρα. Για είκοσι τέσσερις ώρες περπατούσα με άδειο στομάχι. Ξάπλωσα καταγής δίπλα στη μητέρα μου κι έκλεισα τα μάτια, χωρίς την ελάχιστη δύναμη στα μέλη μου, χωρίς σκέψη στο κεφάλι μου. Κι αισθάνθηκα το χέρι της μητέρας στο μέτωπό μου κι άνοιξα τα μάτια κι είδα το αγαπημένο κεφάλι να γέρνει πάνω μου. Δεν ανταλλάξαμε λέξη αλλά έσκυψε η μητέρα μου και με φίλησε και έκλεισα πάλι τα μάτια. Τα θυμούμαι όλα αυτά σαν να συνέβησαν χθες.
Ο πατέρας μου είχε προχωρήσει να συναντήσει αυτούς που έρχονταν προς το μέρος μας. Μετά από λίγο ήρθε με έναν γέροντα να τον ακολουθεί, που δεν τον αναγνώρισα. Αλλά η μητέρα μου τον αναγνώρισε και αμέσως σηκώθηκε κι έτρεξε προς αυτόν. Ο γέροντας άνοιξε την αγκαλιά του και έσφιξε στο στήθος του τη μητέρα μου. Ήταν του πατέρα της ο αδελφός.
Μέχρι την στιγμή εκείνη κανείς από εμάς δεν είχε κλάψει. Ο τρόμος του κινδύνου που ερχόταν, η αδιάκοπη μετακίνηση, οι αλλαγές των σκηνών, οι αλλεπάλληλες εντυπώσεις, κρατούσαν σε ένταση το νευρικό σύστημα. Ήμασταν ψυχή και σώματι εξουθενωμένοι αλλά τα βλέφαρά μας έμεναν στεγνά.
Αλλά η ταλαίπωρη μητέρα μου έκρυψε το κεφάλι της στην αγκαλιά του γέροντα και την κυρίευσε η λύπη και ακούγονταν οι λυγμοί της και οι στεναγμοί της ξέσκιζαν την καρδιά μου. Οι αδελφές μου περικύκλωσαν την μητέρα κλαίγοντας, ενώ ο πατέρας μου έκρυψε στα χέρια του το πρόσωπό του και η Ανδριάνα δάγκωνε τα δάχτυλα της και εγώ ένιωσα την καρδιά μου να ανεβαίνει στον λαιμό μου και τα μάτια μου θολά και όλα ήταν θρήνος και οδυρμός κάτω από την ελιά, που ήμασταν στην σκιά της.
Ο γέροντας απόθεσε στην γη τη μητέρα μου, που ακόμη έκλαιγε και πήγε να μας φέρει τροφή. Γύρισε φέρνοντας μυζήθρες. Δεν μπόρεσε να βρει κάτι άλλο ούτε περίσσευε κανένα κομμάτι ψωμί ανάμεσα στους δυστυχείς που ήταν εκεί μαζεμένοι. Με τις μυζήθρες παρηγορήσαμε την πείνα μας.
Στο μεταξύ δεν φαινόταν πλοίο, ο άνεμος δεν κόπαζε, η θάλασσα ήταν άγρια και στην άκρη της θάλασσας ήμασταν άστεγοι, χωρίς τροφή και απροστάτευτοι. Εάν ερχόντουσαν οι Τούρκοι, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο παρά να πέσουμε μέσα στα κύματα. Και περιμέναμε να τους δούμε να εμφανίζονται από στιγμή σε στιγμή. Το σκεφτήκαμε μαζί με τον θείο μου και αποφασίστηκε να προσφύγουμε στο κοντινό χωριό Μεστά κι εκεί περιμένουμε μέχρι να βρεθούν, αν ήταν δυνατόν, του εκπατρισμού τα μέσα. Φύγαμε λοιπόν και πάλι και μετά από πολλές ώρες περπατώντας φτάσαμε σε κακή κατάσταση στα Μεστά.
(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές του Γ6: Στέφανος Κυριακάκης, Γεωργία Κουμιανάκη, Αναστασία Κουρουγκιαβούρη κ.α. Φιλολογική επιμέλεια Βλασία Διαμαντή)