ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ μέρος 2ο
Την επόμενη μέρα ξεκίνησα το πρωί μαζί με άλλους δύο συνομηλίκους μου. Είναι περιττό να αναφέρω τα ονόματα τους. Εξάλλου για ποιον λόγο να κατονομάζω κάθε φορά εκείνους που συνέπεσε η κακή τους τύχη να ενωθεί με τη δική μου;
Ο ένας από τους δύο, που είναι πλέον ένας ευτυχισμένος γέροντας, διαπρέπει σε μια από τις ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό· από τότε συναντηθήκαμε πολλές φορές και θυμηθήκαμε το παρελθόν και τα κοινά παθήματα μας.
Ο άλλος, ο οποίος διασώθηκε τότε, μετά από λίγο πέθανε στην Τήνο. Πόσους που γλίτωσαν τότε από τα νύχια των Τούρκων τους θέρισε έτσι ο θάνατος! Εξαντλημένοι μετά από τόσες κακουχίες, μετά από τόσες αντιξοότητες, πόσοι αφού γλίτωσαν από το μαχαίρι του εχθρού, έπεσαν πρόωρα, θύματα ασθένειας!
Αποχαιρετήσαμε λοιπόν τους υπόλοιπους στα Μεστά και ξεκινήσαμε οι τρεις μαζί με κατεύθυνση την πόλη. Οι εντυπώσεις των καταστροφών που είχαν γίνει ήταν πολύ πρόσφατες ακόμα και δεν ήμασταν καθόλου απαλλαγμένοι από τον φόβο, μήπως συναντήσουμε Τούρκους ένοπλους που αγνοούσαν ή αψηφούσαν τις επιεικείς προθέσεις του Πασά. Αλλά ήμασταν νέοι και οι τρεις κι ο πρωινός αέρας ήταν ζωογόνος κι απέπνεαν ένα άρωμα όλο υγεία οι λόφοι με τα μαστιχόδεντρα γύρω από τα Μεστά.
Η ελπίδα σκόρπισε σιγά σιγά τους φόβους μας και βαδίζαμε ανάλαφροι κάνοντας με εύθυμες κουβέντες ευχάριστη την πεζοπορία μας. Δεν ήταν γραφτό όμως ούτε η ευδιαθεσία ούτε η πεζοπορία να κρατήσουν πολύ. Βλέπαμε από μακριά το χωριό Ελάτα, όπου θα ξεκουραζόμασταν από τον δρόμο και θα παίρναμε πληροφορίες για την συνέχιση της πορείας μας.
Ο ήλιος έκαιγε κι εμείς ταχύναμε το βήμα προς τα άσπρα σπίτια του χωριού. Ξαφνικά μπαίνοντας στο χωριό ακούσαμε θρήνους και κραυγές γυναικείες. Σταθήκαμε κι οι τρεις και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Μήπως ήταν Τούρκοι στο χωριό; Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Τεντώσαμε τα αυτιά. Οι κραυγές εξακολουθούσαν. Ήταν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.
Οδηγούμενοι από τις κραυγές περάσαμε τους έρημους δρόμους του χωριού και φτάσαμε μπροστά στην εκκλησία. Εκεί σπρώχνονταν οι χωρικοί και πιο πάνω από τα κεφάλια τους είδαμε εκείνη την στιγμή στην εκκλησία να ανεβαίνουν δύο φέρετρα, το ένα μετά το άλλο και γύρω τους οι γυναίκες έκλαιγαν και οδύρονταν και φώναζαν γοερά.
Όταν μπήκαν μέσα στον ναό, ρώτησα έναν χωρικό για τα δύο νεκρούς και μας είπε με δάκρυα στα μάτια, ότι μία συμμορία Τούρκων συνάντησαν το πρωί τρεις νεαρούς έξω από το χωριό, τους πυροβόλησαν και συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο ένας από τους τρεις σώθηκε, έτρεξε και είπε το συμβάν στο χωριό, ενώ τα πτώματα των δύο σκοτωμένων μεταφέρθηκαν πριν λίγη ώρα εκεί.
Πού ήταν λοιπόν οι υποσχέσεις ασφάλειας; Πού η ελπίδα ότι οι συμφορές τελείωσαν; Οι γέροντες είχαν δίκιο! Οι δύο εκείνοι νεκροί και των γυναικών τα μοιρολόγια, ήταν της τουρκικής αξιοπιστίας η σφραγίδα, της τουρκικής επιείκειας η εγγύηση! Επιστρέψαμε αμέσως στα Μεστά, προχωρώντας γρηγορότερα από όταν ερχόμασταν και χωρίς διάθεση, όπως πρωτύτερα. Στα Μεστά ξαφνιάστηκαν όταν μας είδαν να επιστρέφουμε και η εξιστόρηση του συμβάντος στην Ελάτα τους κατατάραξε και η προηγούμενη ανησυχία διαδέχθηκε κατευθείαν τις ελπίδες που δεν πρόλαβαν να ριζώσουν.
Μόνο ο πατέρας μου επέμενε να ελπίζει: ήταν τυχαία η συμπλοκή, δεν ήταν γνωστές ακόμα οι αποφάσεις του Πασά, εκείνοι οι Τούρκοι δεν παρέμειναν στην Ελάτα, άρα οι πυροβολισμοί τους δεν αποδεικνύουν την επανάληψη συστηματικού διωγμού, θα ησυχάσουν τα πράγματα. Τέτοια έλεγε αλλά η μέχρι τότε εμπειρία τρόμαζε όλους τους υπόλοιπους και αφαιρούσε κάθε εμπιστοσύνη στις δήθεν αγαθές προθέσεις του Πασά. «Να φύγουμε, να φύγουμε!» Έλεγαν οι γυναίκες, τα παιδιά έκλαιγαν και εγώ δεν μπορούσα να ξεχάσω την εικόνα των δύο φερέτρων, που τα έφεραν στην πόρτα της εκκλησίας και τους θρήνους των γυναικών, που μοιρολογούσαν τους νεκρούς τους.
Εκείνη την ίδια μέρα ο θείος της μητέρας μου, με γενναιόδωρες αμοιβές και ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις, έπεισε έναν νέο χωρικό να μεταφέρει με οποιονδήποτε τρόπο επιστολή του στα Ψαρά. Έγραφε ζητώντας μέσο να διαφύγει. « Ας έρθει πλοίο», έλεγε στον πατέρα μου, «και εσύ αν θέλεις μείνε εδώ. Φτάνει μόνο να έρθει έγκαιρα». Ο πατέρας μου σιωπούσε αλλά φαινόταν διστακτικός. Τον τρόμαζαν άραγε οι κίνδυνοι της φυγής και ο πόνος του εκπατρισμού; Ή βασιζόταν στην μεσολάβηση των Προξένων και ήλπιζε ότι κρυμμένοι στο μεταξύ εντός της πατρίδας θα περάσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια την περίοδο της δοκιμασίας; Ή μήπως, από την πίεση τόσων αλλεπάλληλων συγκινήσεων, έχασε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι ήθελε και τι να αποφασίσει;
Συνεχίζεται
(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές του τμήματος Γ4: Βεϊσάκη Βάλια, Βαφάκης Πέτρος, Γερακιανάκη Μαρία, Δακανάλη Κατερίνα, Αυγουστάκης Αλέξανδρος, Κόκκινος Παναγιώτης κ.α. Φιλολογική επιμέλεια Βλασία Διαμαντή)