Απροσδόκητες και σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα καθώς και το προσδόκιμο ζωής στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας έχει η μοναξιά, σύμφωνα με ασιατική διεπιστημονική μελέτη που εκπέμπει σήμα κινδύνου για το επικίνδυνο αίσθημα που έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις τον καιρό της πανδημίας
Η ευχάριστη και ανέξοδη «θεραπεία» της μοναξιάς
Σκληρό είναι το αποτύπωμα της μοναξιάς στους ηλικιωμένους, όχι μόνο στην ψυχική υγεία αλλά και το προσδόκιμο ζωής σύμφωνα ερευνητές από την Ιατρική Σχολή Duke-NUS της Σιγκαπούρης, το Πανεπιστήμιο Nihon του Τόκιο και συνεργάτες.
Όπως έδειξε η μελέτη τους που δημοσιεύεται στο Journal of the American Geriatrics Society, η αίσθηση της μοναξιάς μπορεί να στερήσει έως και πέντε χρόνια ζωής από εκείνον που τη βιώνει, αφαιρώντας του επιπλέον χρόνια ποιοτική υγείας.
Η σημασία του πρόσφατου συμπεράσματος ενισχύεται από το γεγονός ότι το 2019 αποτέλεσε χρονιά-ορόσημο της αυξανόμενης γήρανσης του πλανήτη, με τους ενήλικες άνω των 30 ετών να αποτελούν για πρώτη φορά τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό. Κατ’ επέκταση η μοναξιά στους μεγαλύτερους ηλικιακά, σχολιάζει η Επίκουρη Καθηγήτρια και κύρια συγγραφέας της μελέτης, Angelique Chan, αποτελεί ζήτημα κοινωνικού προβληματισμού και δημόσιας υγείας.
Οι επιπτώσεις της μοναξιάς διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία, όχι μόνο στη μείωση του προσδόκιμου ζωής αλλά και στην έκπτωση της ποιότητας ζωής, συμπεριλαμβανόμενης της αυτοεξυπηρέτησης μέσα από δραστηριότητες ρουτίνας όπως το μπάνιο και η ένδυση, η έγερση και η κατάκλιση ή μετακίνηση από το κρεβάτι στην πολυθρόνα και αντιστρόφως είτε ακόμα η σίτιση με την προετοιμασία των γευμάτων.
Έτσι, οι 60χρονοι που αισθάνονται μόνοι αναμένεται να ζήσουν 3 έως 5 χρόνια λιγότερο από συνομηλίκους που δεν βιώνουν μοναξιά, όπως 3 έως 5 χρόνια υπολογίζονται και τα χρόνια μειωμένης αυτοεξυπηρέτησης μέχρι τη δύση της ζωής τους. Για τους μοναχικούς 70άρηδες και 80άρηδες, η μείωση στο προσδόκιμο ζωής κυμαίνεται στα 3 με 4 και 2 με 3 χρόνια αντιστοίχως και στην ποιότητα ζωής τα 2-4 και 1-3 τελευταία τους χρόνια.
Το παράδειγμα τη Σιγκαπούρης
Η Σιγκαπούρη, με τον ραγδαία αυξανόμενο γηράσκοντα πληθυσμό και τον κολεκτιβιστικό τρόπο οργάνωσης, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μελέτης της μοναξιάς στον πληθυσμό για τον οποίο, σε αντίθεση με τις ατομικιστικές κοινωνίες, οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι διασυνδέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο. Προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι τα επίπεδα μοναξιάς είναι υψηλότερα στις κολεκτιβιστικές κοινότητες, κάτι που ενδεχομένως σημαίνει βαρύτερες συνέπειες για τους κατοίκους του νησιωτικού μικροκράτους της Ασίας.
Σχετικές έρευνες το 2016-17 επί παραγόντων σχετικών με την υγεία, την ευημερία, την ενεργητικότητα και παραγωγικότητα σε περισσότερους από 2.000 Σιγκαπουριανούς, είχαν διαπιστώσει ότι το 34% δήλωνε μοναξιά, με την ηλικία να διαμορφώνει άλλα ποσοστά, στο 32% για τους 60-69 ετών και 40% στους 80 ετών και άνω, με τα πρωτεία στους άνδρες (37% έναντι 31% για τις γυναίκες)
Και η ανώτερη μόρφωση αποδείχτηκε επιβαρυντικός παράγοντας για τη μοναξιά, την οποία ανέφερε το 33% όσων δεν είχαν τη βασική μόρφωση αλλά το 38% στην ομάδα με εκπαίδευση ανώτερη της τριτοβάθμιας.
Τέλος, το 43% όσων ζούσαν μόνοι βίωναν και το αίσθημα μοναξιάς, έναντι των 33% που συμβίωναν.