Μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη που έγινε δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cyberpsychology,σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός μεταξύ της επιλογής βίαιων video games σε μικρή ηλικία και της ανάπτυξης των επιθετικών τάσεων μεταγενέστερα.
Η έρευνα διήρκεσε περί τα 10 χρόνια και σε αυτή συμμετείχαν 500 παιδιά με μέσο όρο ηλικίας 14 έτη. Όσοι συμμετείχαν συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια που αφορούσαν τις συνήθειές τους ως προς το gaming και τη συχνότητα με την οποία έπαιζαν, ώστε να προσδιοριστούν τα επίπεδα επιθετικότητάς μαζί με ενδείξεις άγχους, κατάθλιψης και αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Οι τίτλοι που τους δόθηκαν για να παίξουν αξιολογήθηκαν σε μία κλίμακα από το 0-5, με το 5 να αφορά τους περισσότερο βίαιους.
Βάσει των αποτελεσμάτων, η σχέση των παιδιών με το gaming ενέπιπτε σε μία εκ των τριών κατηγοριών: κάποια ξεκίνησαν παίζοντας πολύ αλλά μείωσαν τις ώρες του παιχνιδιού,άλλα ξεκίνησαν με φυσιολογικούς ρυθμούς αλλά στην πορεία αύξησαν την ενασχόλησή τους και ορισμένα ενώ έπαιζαν λίγο στην αρχή, όσο μεγάλωναν συνέχισαν να παίζουν πιο πολύ τα παιχνίδια.
Τα παιδιά του πρώτου και του τρίτου γκρουπ, ακόμα κι αυτά που έπαιζαν τα πιο βίαια παιχνίδια, δεν παρουσίασαν καμία διαφορά στην επιθετικότητά τους σε μεγαλύτερη ηλικία. Μόνο τα παιδιά του δεύτερου γκρουπ παρουσίασαν τα μεγαλύτερα επίπεδα επιθετικότητας. Το αποτέλεσμα της έρευνας αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός μεταξύ των βίαιων παιχνιδιών σε μικρή ηλικία και της εμφάνισης επιθετικών τάσεων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα.
«Ερευνητές κατά το παρελθόν απέδειξαν ότι το να παίζει κάποιος video games αποτελεί έναν ενδεχομένως αποτελεσματικό μηχανισμό αντιμετώπισης ή απόσπασης από προβλήματα πνευματικής φύσεως, αν και οι σχετικές μελέτες δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους το περιεχόμενο των παιχνιδιών», ανέφεραν οι υπεύθυνοι της έρευνας. Ανάμεσα στα παιχνίδια που έπαιξαν τα παιδιά συγκαταλέγονται τα Call of Duty, Dead Rising, Gears of War και Grand Theft Auto.Αυτό που φάνηκε ότι προσφέρουν τα video games στα παιδιά είναι ότι τους παρέχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν πιο λογική σκέψη,να μπορούν να επιλύουν πιο γρήγορα σύνθετα προβλήματα αλλά και να μαθαίνουν πιο εύκολα.Στην έρευνα επίσης βρέθηκε ότι ούτε η τηλεόραση αλλά ούτε και τα social media επηρεάζουν αρνητικά τη νοημοσύνη των παιδιών αλλά ούτε και την ενισχύουν όπως κάνουν τα video games.