Η δωρική μορφή της Ειρήνης Παπά (για αντίστοιχα δωρικούς λόγους ήθελε το επώνυμό της να γράφεται με ένα «π») έγινε το σύμβολο της ελληνικής ομορφιάς, μια φιγούρα μπολιασμένη στον πόνο και το δράμα, αλλά με την αστερόσκονη να συνοδεύει κάθε της κίνηση που ήταν γραφτό να ξεκινήσει από το άγνωστο Χιλιομόδι της Κορινθίας για να εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα του Χόλιγουντ μέχρι την Τσινετσιτά, τις Κάννες, τη Βενετία, σε σχεδόν όλα τα κινηματογραφικά φεστιβάλ που την τιμούσαν μέχρι τέλους.
«Ηλέκτρα», «Τρωάδες», «Ιφιγένεια» και «Z», αλλά και «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» ήταν μερικές από τις ταινίες που την έφεραν στην πρώτη γραμμή, όπως και οι εντυπωσιακές πρεμιέρες με Γκρέγκορι Πεκ, Αντονι Κουίν, Ιβ Μοντάν και Αλαν Μπέιτς, σε μια ζωή γεμάτη επαίνους, μυθικούς έρωτες, όπως με τον Μάρλον Μπράντο, και δόξα για ένα ανυπότακτο πνεύμα που παρά τα σκοτάδια που βίωσε, κοίταζε πάντα προς το φως.
Η «ζωντανή Καρυάτιδα», όπως την αποκαλούσαν, βγαλμένη από τα σπάργανα των επίγειων μύθων μας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών αφήνοντας για πάντα κενή τη θέση που καταλαμβάνουν μονάχα οι επίγειοι θεοί και οι κορυφαίοι αστέρες.
«Δεν μας έφτανε ο καθαρός αέρας στο Χιλιομόδι, το καλοκαίρι ο πατέρας μάς έπαιρνε και ανεβαίναμε ψηλά στο βουνό στο Μετόχι και ήμασταν ένα δέντρο, ένα πηγάδι, ένα εκκλησάκι, αλλά πάντα ελεύθεροι», έλεγε σε μια από τις συνεντεύξεις της για εκείνες τις «εκπαιδευτικές» εξορμήσεις στα ερημικά βουνά.
Λαμβάνοντας αυστηρή αγωγή από τον πατέρα και περίσσια αγάπη από τη μητέρα, έμαθε να συνδυάζει την εντιμότητα του χθόνιου ήρωα με την τρυφερότητα των γυναικείων χαρακτήρων με τους οποίους υπήρξε στενά συνδεδεμένη. Ολη η οικογένεια, όμως, από τους γονείς της μέχρι τις θείες της συνήθιζαν να λένε ιστορίες, να αφηγούνται παραμύθια και να μιλάνε για βιβλία, να τη μαθαίνουν εν ολίγοις να ζει σε έναν κόσμο μαγικό. Οπως έλεγε η ίδια, «η μάνα ζωγράφιζε και μας έλεγε παραμύθια σε συνέχειες κάθε βράδυ.
Αυτά τα σίριαλ στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική της μυθοπλασία σε συνέχειες. Υπήρχε γύρω μας ένας αόρατος κόσμος και αυτός ήταν ο εντελώς πραγματικός. Και εγώ ζούσα σ’ αυτό το σύμπαν φαντασίας. Πίστευα πως τα καλύβια τα μεσάνυχτα ανοίγουν τις πόρτες τους και από μέσα βγαίνουν ορχήστρες, που παίζουν εξαίσιες μουσικές και πως οι κολοκύθες λιώνουν σιγά-σιγά τη νύχτα και στο τέλος γίνονται γυναίκες λαμπερές και πως στις τρύπες των μυρμηγκιών στα χωράφια, από μέσα έχει τεράστιες σκάλες και άμα τις κατέβεις φτάνεις στην ψυχή της γης, που είναι ο κόσμος όλο σοκολάτα, δρόμοι, λίμνες και σοκολατένια παλάτια».
Στις Κάννες
Οπως γράφει ο ίδιος, όταν την πρωτοείδε να περπατάει στο Σύνταγμα, μαγεύτηκε, περιγράφοντας μια μελαχρινή καλλονή, ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που βάδιζε με μεγαλοπρέπεια και απλότητα. Κυριολεκτικά ένιωσε να ζωντανεύει μπροστά του μια Καρυάτιδα και ίσως να μην είναι υπερβολικές οι φωτογραφίες που της έβγαζαν λίγα χρόνια αργότερα τα ξένα περιοδικά στήνοντάς τη δίπλα σε αρχαία αγάλματα: το κεφάλι της θα μπορούσε όντως να αποτελεί πρότυπο για χιλιάδες αγάλματα. Οδηγώντας την στον Φίνο και ασκώντας του αρκετή πίεση ο Σακελλάριος τον πείθει να της δώσει τον πρώτο της ρόλο στο «Χαμένοι Αγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου με συμπρωταγωνίστρια τη Σμαρούλα Γιούλη, μία από τις ελάχιστες ηθοποιούς που δεν την ανταγωνιζόταν και μιλούσε πάντα επαινετικά για εκείνη. Είναι η εποχή που η Παπά αρχίζει, χάρη στον Σακελλάριο, να ανακαλύπτει την επιθεώρηση και την κωμωδία παίζοντας διάφορους ρόλους, λέγοντας, εκ των υστέρων, ότι τους προτιμούσε γιατί θεωρούσε ότι έπαιζαν πολύ πιο φυσικά απ’ ό,τι στο Εθνικό. Και απολάμβανε το αρκετά πιο «υγιές», όπως έλεγε, κλίμα. Η αναγνώριση, ωστόσο, έρχεται με τη «Νεκρή Πολιτεία», όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Γιώργο Φούντα με φόντο το επιβλητικό τοπίο του Μυστρά και με τη σφραγίδα του Φρίξου Ηλιάδη βγαίνοντας έξω από τα σύνορα και φτάνοντας μέχρι τις Κάννες.
Το μεσογειακό της εκτόπισμα δεν αργεί να φτάσει μέχρι το Χόλιγουντ, όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ στην ταινία «Ελύγισα για πρώτη φορά», ενώ προτάσεις τής γίνονται και για άλλες ταινίες, αλλά ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και τότε είναι που αποφασίζει να επιστρέψει για λίγο στην Ελλάδα για τα περίφημα «Κανόνια του Ναβαρόνε» που γυρίζονται στη Ρόδο και όπου ερμηνεύει την αντιστασιακή Μαρία, έναν ρόλος που ταίριαζε πολύ στο πραγματικό της ταμπεραμέντο. Είναι η εποχή που για τις ανάγκες του ρόλου κόβει τα μαλλιά της κοντά και οι Ελληνες, συμπεριλαμβανομένου του επίσης ερωτευμένου μαζί της Μάνου Κατράκη, προσπαθούν να την πείσουν να επιστρέψει για πάντα στη χώρα. Δέχεται να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό του στο θέατρο, αλλά ξέρει ότι η πατρίδα είναι πολύ μικρή να τη χωρέσει.
Ο Μάρλον Μπράντο
Μπορεί η Ειρήνη Παπά να ήταν η μεσογειακή Ελληνίδα που μπορούσε να παρασύρει πρίγκιπες, κροίσους και διάσημους τζετ σέτερ, όπως τον Αγά Χαν, ο οποίος συγκλονισμένος από την ομορφιά της, όταν την είδε στην πρεμιέρα της «Νεκρής Πολιτείας» στις Κάννες, ζήτησε να τη χορέψει κάνοντας όλα τα lifestyle έντυπα του κόσμου να αναρωτιούνται ποια είναι η Ελληνίδα που μάγεψε τον Χαν, αλλά η ίδια ένιωθε πάντα αμήχανη με την ομορφιά της. Το όνομά του -στο Χόλιγουντ τον γνώριζαν ως σύζυγο της Ρίτα Χέιγουορθ- λέγεται πως άνοιξε τις πύλες των μεγάλων στούντιο στη Ρώμη, με την Αιώνια Πόλη να την υποδέχεται με τον καλύτερο τρόπο και να της συστήνει τον έρωτα της ζωής της, τον Μάρλον Μπράντο, τον οποίο, όπως παραδέχτηκε και η ίδια, δεν ξεπέρασε ποτέ. Ενας έρωτας που έμεινε κρυφός, αλλά για τον οποίο η ίδια έσπευσε μετά τον θάνατό του να δηλώσει: «Αγαπούσα πολύ τον Μπράντο και νοιαζόμουν για εκείνον. Ηταν το μεγάλο πάθος της ζωής μου». Παρόλο που το ζευγάρι χώρισε, συνέχισαν να διατηρούν επαφές και το 1999, όταν ο ηθοποιός επισκέφτηκε εκ νέου την Ελλάδα, δεν παρέλειψε να τη συναντήσει. Η Ειρήνη Παπά ανέφερε γι’ αυτή τη συνάντηση: «Παρ’ όλα τα υπόλοιπα, ήταν ακόμα υπέροχος ο τρόπος που σκεφτόταν».
Εκτός από τον έρωτα που έτρεφε για εκείνον, τον Μάρλον Μπράντο τον εκτιμούσε επίσης αληθινά για το αίσθημα ελευθερίας που χαρακτήριζε και την ίδια, για τις ουσιαστικές του γνώσεις και τον τρόπο που είχε να την κάνει να βλέπει τα πράγματα από την αρχή. Λέγεται πως ο Μπράντο ήταν ο λόγος που η Μελίνα Μερκούρη δεν την είδε ποτέ με καλό μάτι, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που, όταν επισκεπτόταν την Ελλάδα, εκείνος προτιμούσε να το σκάει από τις βραδιές των ολονύχτιων συζητήσεων με τον Ντασσέν για να συναντάει τον παράνομο έρωτά του. Ελάχιστοι φαίνεται να ήξεραν ότι αυτός ο έρωτας, που εξελίχθηκε σταδιακά σε βαθιά φιλία, βαθιά εκτίμηση και αγάπη, κράτησε για χρόνια και, όπως έλεγε η ίδια, δεν τον ξεπέρασε ποτέ.
Γιατί ο άνθρωπος που θα με πλησιάσει, ας πούμε ερωτικά, έχει αγαπήσει προηγουμένως την εικόνα μου και τη μεταφέρει, σαν το γάλα που χύνεται, πάνω σε όλο μου τον εαυτό», έλεγε σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την ατάκα ότι ο άνδρας της ζωής της ήταν η ίδια και ότι οι άνδρες προφανώς παρασύρονταν από την επιβλητική, δωρική παρουσία της, από την εικόνα που είχε αναπτύξει στις ταινίες και όχι από τον τρυφερό εαυτό της. Βέβαια ως ανεξίθρησκη στον έρωτα δεν υποχωρούσε εύκολα και δεν υπέκυπτε στους ανδρικούς κανόνες, έχοντας διεκδικήσει από νωρίς την αυτοδιάθεση στις προσωπικές της σχέσεις. Εξ ου και όταν οι γονείς της έφεραν αντιρρήσεις στο να ακολουθήσει το επάγγελμα της ηθοποιού επειδή ήταν ένα επάγγελμα για τις ελευθεριακές γυναίκες, αποφάσισε να παντρευτεί προκειμένου να μπορεί να αποφασίζει η ίδια για τους άνδρες που θα επιλέγει.
Ωστόσο ήταν το μυαλό που την έκανε να αισθάνεται έλξη για έναν άνδρα, όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις, αφού εκείνη επέμενε ότι δεν ερωτεύεται -με εξαίρεση τον Μάρλον Μπράντο- εμφανίσιμους άνδρες, όπως τον συγγραφέα Αλκη Παππά, τον οποίο παντρεύτηκε στα 18 και αποφάσισε να κρατήσει το επώνυμό του. Ελεγε μάλιστα πως όταν τον πήγε στο σπίτι η μητέρα της κόντευε να μείνει, αναφωνώντας πως δεν είναι δυνατόν να παίρνει για σύζυγο έναν τόσο άσχημο άνδρα. Ο γάμος όμως κράτησε λίγο και εκείνη, ελεύθερη πια, μπορούσε να χαράζει τη δική της πορεία. Από τους Ελληνες, ο άνδρας που λέγεται πως την είχε ανεξίτηλα σφραγίσει ήταν ο Μάνος Κατράκης, ένας έρωτας που καθόρισε τη μετέπειτα θεατρική της πορεία. Γνωστή είναι, επίσης, η ιστορία με μια γυναίκα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο καρπός του έρωτα της με τον Αρη Βελουχιώτη, κάτι που φάνηκε αβάσιμο αλλά την ταλαιπώρησε για χρόνια στα δικαστήρια. Ενας ισχυρισμός που, συμβολικά αν το σκεφτεί κανείς, θα μπορούσε να έχει πολλά ψήγματα αλήθειας, αφού ο έντονος, επαναστατικός χαρακτήρας της μπορούσε να σταθεί ταυτόχρονα δίπλα σε έναν διάσημο πρωταγωνιστή αλλά και σε έναν μαχητή αντάρτη. Κατ’ ουσίαν όμως κανείς, όπως έλεγε, ποτέ, δεν την κατάλαβε, επιμένοντας ότι αυτό που προέχει είναι η ανθρωπιά.
Στην Ελλάδα πόλεμος
Από τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και ύστερα η καριέρα της Παπά εκτοξεύτηκε κυριολεκτικά στα ύψη, με τα κόκκινα χαλιά να στρώνονται για να περάσει μαζί με τον Αντονι Κουίν, τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Ντέιβιντ Νίβεν, κορυφαία ονόματα εκείνη την εποχή που υπήρξαν συμπρωταγωνιστές της. Γρήγορα μάλιστα θα έρθει και η διεθνής καταξίωξη με το «Z» του Κώστα Γαβρά να ξεσηκώνει μεγάλο θόρυβο και την ίδια να δίνει συνεντεύξεις κατά της χούντας, λέγοντας ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει στην Ελλάδα όσο θα έχουν την εξουσία οι δικτάτορες, οι οποίοι την αποκαλούσαν για τον λόγο αυτό «Ερυθρά πόρνη» (τουλάχιστον με τέτοιους τίτλους κυκλοφορούσαν φιλοχουντικές εφημερίδες). Είχε προηγηθεί βέβαια ο ρόλος της στην «Ηλέκτρα», που την είχε μετατρέψει ούτως ή άλλως στο μοιραίο ελληνικό σύμβολο. Η αναμφίβολη αυτή σύνδεση με το ελληνικό σύμπαν είναι που την έφερε και στην πρώτη γραμμή μέσα από τον ρόλο της στον «Αλέξη Ζορμπά» εκτοξεύοντάς την και κάνοντας την να επιστρέφει στα διεθνή φεστιβάλ φτάνοντας μέχρι την τελετή των Οσκαρ, και στις Κάννες όπου πήγε με την «Ηλέκτρα». Επαιξε την Αικατερίνη της Αραγονίας στο πλευρό του Ρίτσαρντ Μπάρτον στην «Αννα των Χιλίων Ημερών», ενώ στο «Σάντα Μάμα» πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας. Ακολουθεί ο θρίαμβος με τις επικές «Τρωάδες» μαζί με τις κορυφαίες Κάθριν Χέπμπορν και Βανέσα Ρεντγκρέιβ, «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι», το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
Ωστόσο οι δουλειές που αγάπησε πολύ ήταν τόσο οι ερμηνείες της στα τραγούδια του Θεοδωράκη, όσο και οι «Ωδές» του Βαγγέλη Παπαθανασίου αφού ήταν εκείνη που τον έπεισε να συνδέσει τους ψαλμούς με την πειραματική, ηλεκτρονική μουσική. Αλλά, παρότι ήταν η κατεξοχήν Ελληνίδα θεά, η γνήσια Ολύμπια εκπρόσωπός μας στο εξωτερικό, στην Ελλάδα όχι μόνο δεν δοξάστηκε, αλλά πολεμήθηκε όσο λίγες όπως, για παράδειγμα, από τον Δημήτρη Χορν το 1979, ο οποίος αρνιόταν να της δώσει το Ηρώδειο για να πρωταγωνιστήσει στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, έως το Εθνικό, που δεν της έδωσε ποτέ κανέναν ρόλο, όπως και τόσες άλλες θεατρικές σκηνές της χώρας. Παρότι διατηρούσε πάντα πολύ στενές σχέσεις με κορυφαία ονόματα του θεάτρου, όπως με τον σκηνογράφο, ζωγράφο και ενδυματολόγο Γιάννη Μετζικώφ, το ελληνικό θέατρο την πολέμησε όσο δεν το έκαναν ποτέ ούτε το Μπρόντγουεϊ, ούτε άλλες σκηνές στην Αμερική (ανιψιοί της είναι επίσης ο γνωστός σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης και ο ηθοποιός Αίας Μανθόπουλος).
Ειρωνεία; Συμπρωταγωνιστής στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», το οποίο τόσο πολέμησε ο Δημήτρης Χορν, θα ήταν ο Κώστας Καζάκος, με τον οποίο έπαιζαν μαζί στην «Ιφιγένεια» (και πάλι του Κακογιάννη) και με τον οποίο έμελλε να φύγουν σχεδόν ταυτόχρονα για το αιώνιο ταξίδι. Εχοντας διανύσει σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα καλλιτεχνικού βίου πάντοτε ενσάρκωνε την εικόνα του ανυπότακτου ελληνικού πνεύματος, του αρβανίτικου σθένους, της ανυπόκριτης αγάπης για τη ζωή που ταιριάζει σε μια Μεσογειακή γυναίκα. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα αυτό που ήθελε και διεκδικούσε μέχρι τέλους ήταν να είναι ο εαυτός της λέγοντας: «Δεν ήθελα ποτέ να υποδυθώ αισθησιακούς ρόλους, σαν αυτούς της επιθυμητής γυναίκας. Ηθελα να παίζω εμένα. Την ανεξάρτητη αγωνίστρια». Ως τέτοια, η αλήθεια είναι, την έχουμε στο μυαλό μας πάντα.