Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Μια λέξη πολύ παλιά, αλλά θαρρώ ξεχασμένη, πιθανόν αραβοπερσικής προέλευσης, την ακούγαμε κάποτε συχνά στα χωριά της Κρήτης, και δεν ήταν άλλη από το «το μπάχτι», και αυτό κυρίως σε αγοραπωλησίες κουνελιών.
Παρόμοια λέξη ήταν και το «μαχτί», που ήταν τροφή για τα ζώα, δηλαδή αλεύρι βρεγμένο με νερο, και το «άχτι», μίσος εκδίκηση.
Το μπάχτι σαν λέξη, πρέπει να ήρθε στη Κρήτη επί τουρκοκρατίας, ούτως ή άλλως οι ανατολίτες ήταν εκεινοι που πίστευαν περισσότερο σε αυτά, και οι τούρκοι με τη λέξη bahti ενοούσαν την τύχη, το μέλει γεννέσθαι.
Το μπάχτι όμως όπως το εννοούσαν οι δικοί μας, είχε να κάνει με το κατά πόσο δίνει κάποιος κάτι με την όρεξη του ή όχι, στο εμπόριο των κουνελιών, αν αυτός που θα τα αγοράσει θα του τρέξουν αργότερα τα δικά του κουνέλια, ή όχι!
Έτσι έχουμε δυο ειδών μπάχτι, το καλό, και το κακό.
Στο καλό μπάχτι, ο πωλητής εύχεται με την καρδιά του να του τρέξουν σε αυτόν που τα δίνει, και καμιά φορά του λέει και τη σχετική ευχή:
«Όπως μου τρέχουνε εμένα, να σου τρέξουνε και εσένα»!
Άλλοτε τους έλεγαν απλά: «Καλό ανέπχιασμα»!
Όμως είτε ευχηθούν είτε όχι, πίστευαν, πως αν κάποιος έχει από δικού του καλό μπάχτι, θα του τρέξουν οπωσδήποτε τα κουνέλια σε εκείνον που θα τα αγοράσει!
Από την άλλη όμως, λέγεται πως υπήρχαν και άνθρωποι, που πίστευαν πως αγοράζοντας κάποιος μια κουνέλα, κούνελο ή ζευγάρι από αυτούς, αν τους δώσει το μπάχτι του, μπορεί να χάσει εκείνος το δικό του, και να του ψοφήσουν μετά αυτηνού όλα! Έτσι πριν του παραδώσουν το κάθε κουνέλι, του έκοβαν κρυφά με το ψαλίδι δυο τρία μαλλιά, και έλεγαν από μέσα τους:
«Το κουνέλι σου δίνω μα το μπάχτι δεν σου δίνω»!
Έτσι με αυτή τη λογική, κάθε ένας που είχε κουνέλια για πούλημα στο σπίτι του, είχε βγάλει παράλληλα και την ανάλογη φήμη, για το καλό δηλαδή ή κακό μπάχτι που διαθέτει. Φυσικά γνώριζε ο κόσμος ποιος είχε το καλό μπάχτι, και πήγαιναν σε αυτόν να αγοράσουν, αποφεύγοντας αυτούς με το κακό, γιατί πίστευαν πως από αυτούς, ποτέ δεν μπορέσουν να τα ανεπχιάσουν κουνέλια.
Ήταν δηλαδή το μπάχτι κάτι ανάλογο με το μάτι που λέμε, αλλά συνήθως όταν αγόραζαν ένα κουνέλι από κάποιον παρατηρούσαν και αν είναι σμιχτοφρύδης, αν δηλαδή έσμιγε τα φρύδια του την στιγμή που έδινε το κουνέλι, καταλάβαιναν άμεσα πως δεν το δίνει με την καρδιά του, έτσι σε αυτόν δεν θα ξαναπάνε!
Ήθελαν αυτός που θα τους δώσει κουνέλια, να είναι γελαστός, και να φαίνεται πως τα δίνει με την καρδιά του!
Παλιά κάποιοι είχαν πολλά κουνέλια, και πάνω από τρακόσια! Περιέφραζαν ένα χωράφι ή το διπλανό οικόπεδο, και τα άφηναν να ζουν μέσα εκεί με φυσικό τρόπο. Απλώς τους παρείχαν νερό, και τους πετούσαν τροφή, σανούς κυρίως όχι φυράματα. Γνώριζαν όμως και τη φράση:
«Τα ογρά χόρτα τα τσιλιούνε, τα φλομάκια τα ψοφούνε, οι μολόχες τα φουσκιούνε»!
Συνήθως τους έδιναν ξερά χόρτα ή μαραμένα, και απέφευγαν τα βρεγμένα, για να μην πάθουν διάρροιαη.
Τα κουνέλια είναι παμφάγα ζώα, αλλά προτιμούν τις ξηρές τροφές, και τρώνε τα πάντα από φυτικές τροφές, ακόμα και τα θυμάρια! Τον χειμώνα λοιπόν τους πετούσαν μερικά θυμάρια, διότι αυτά ζεσταίνουν τα κουνελια! Μετά από μερικές μπουκές από θυμάρια, ένοιωθαν ήδη πιο ζεστά!
Τα κουνέλια κάνανε μόνα τους φυσικές τρύπες στη γη τις λεγόμενες «μίνες», κάτι σαν τούνελ, και εκεί οι κουνέλες γεννούσαν τα μικρά τους κάθε μήνα! Μετά έβγαιναν από την κάθε τρύπα από 5 έως 12 κουνελάκια! Να σκεφθεί κανείς, πως να έχει κάποιος είκοσι κουνέλες, και κάθε μήνα αν του κάνουν από δέκα, πόσα θα έχει σε ένα χρόνο! Για αυτό λοιπόν οι περισσότεροι στα χωριά είχαν κουνέλια, και στο σπίτι τα έτρωγαν συχνά τηγανητά, ή με το ρύζι, αλλά πουλούσαν κιόλας!
Ακόμα και σε σπίτια μέσα αν ήταν χωμάτινα και είχαν κουνέλια, έσκαβαν κι εκεί λαγούμια. Έβλεπαν μετά την κουνέλα ξαπλωμένη να βυζαίνει μια ντουζίνα κουνελάκια!
Κάποιος με τη φήμη του «καλό μπαχτι», ακόμα κι αν η κουνέλα που έδωσε σε κάποιον του ψόφησε, δεν είχε πρόβλημα να του την αντικαταστήσει, ακόμα και ζευγάρι, γιατί ήθελε στ’ αλήθεια να τα ανεπχιάσει κι ο άλλος! Πολλές φορές, για να διευκολύνει μια κατάσταση, έλεγαν στον άλλο:
«Θα σου δώσω δυο κουνέλες βαρεμένες, να τα ανεπχιάσεις, κι αν δεν έχεις λεφτά, μου τις επιστρέφεις αργότερα, ή μου δίνεις δυο μεγάλα κουνέλια»!
Έτσι κυριαρχούσε το καλό μπάχτι, γιατί ούτως ή άλλως οι άλλοι με το κακό, ήταν ήδη παραγκωνισμένοι!
Όλα αυτά λοιπόν, τα παρακολουθούσαν κάποτε οι άνθρωποι.
Στην ουσία το «μπάχτι» δεν ήταν άλλο από μια δεισιδαιμονία της εποχής, όπως ήταν και το μάτιασμα, που στηρίζεται κυρίως στη ζήλεια.
Απλά τα κουνέλια είναι ευαίσθητα ζώα, και πολύ εύκολα παθαίνουν διάρροιες, και πολύ εύκολα επίσης ψοφούν.
Μια κακή λοιπόν ταχτική στη διατροφή των κουνελιών που αγοράζει κάποιος, από έλλειψη εμπειρίας, μπορεί να είναι η αιτία του της θανάτωσης τους, διότι δεν έχουν εμπειρία, και τα ταΐζουν πιθανόν με λάθος τροφές, και το ρίχνουν πως φταίει το μπάχτι!
Έτσι τις πιο πολλές φορές ήταν υπαίτιοι εκείνοι που τα αγόραζαν για το ότι τους ψόφαγηαν, παρά το «κακό μπάχτι» του πωλητή! Ας μην κοροϊδευόμαστε!