Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας. Είναι μια ασθένεια μη θεραπεύσιμη, εκφυλιστική και θανατηφόρα. Γενικά εντοπίζεται στους ανθρώπους πάνω από 65 ετών, αν και το λιγότερο συχνά, πρόωρο Αλτσχάιμερ μπορεί να εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, ίσως και πριν τα 50. Κατ' εκτίμηση 26,6 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν παγκοσμίως Αλτσχάιμερ το 2006, και αυτός ο αριθμός μπορεί να τετραπλασιάσει μέχρι το 2050.
Τα πρώτα συμπτώματα που προκαλεί είναι η αδυναμία των ασθενών να θυμηθούν πρόσφατα γεγονότα και οικεία πράγματα ή καταστάσεις.Προκαλεί προβλήματα συμπεριφοράς και αλλαγές στην προσωπικότητα του ασθενούς, ο οποίος στο τέλος αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί.
Η αιτιολογία της νόσου του Αλτσχάιμερ παραμένει για τους επιστήμονες ένα άλυτο μυστήριο. Η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό αναφέρονται ως παράγοντες προδιάθεσης για τη νόσο.Μπορεί να είναι και κληρονομική.
Προς το παρόν η νόσος αντιμετωπίζεται με συμπτωματική αγωγή, δηλαδή με φάρμακα τα οποία απαλύνουν τα προβλήματα συμπεριφοράς, την κατάθλιψη ή την ταραχή.
Πως πήρε την ονομασία
Την ονομασία της την πήρε από τον άνθρωπο που, παρουσίασε την πρώτη δημοσιευμένη περίπτωση πρo-γεροντικής άνοιας. Τον Γερμανό ψυχίατρο και νευροπαθολόγο Αλοΐσιο Αλτσχάιμερ (Aloysius Alzheimer).
Ο Αλτσχάιμερ γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1864 στο Μάρκτμπράιτ (Marktbreit) στη Βαυαρία, Γερμανία. Ο πατέρας του υπηρέτησε σε γραφείο συμβολαιογράφων. Ο Αλτσχάιμερ φοίτησε στα πανεπιστήμια Ασάφενμπουργκ, Τύμπινγκεν, Βερολίνου, και Βίρτσμπουργκ. Αποφοίτησε σαν γιατρός από το πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ το 1887. Στο επόμενο έτος, πέρασε πέντε μήνες με διανοητικά άρρωστες γυναίκες, προτού πάρει την θέση του στην Φρανκφούρτη σε ένα άσυλο διανοητικώς καθυστερημένων.Ο Emil Sioli ήταν ο κοσμήτορας εκείνου του ασύλου (1852-1922).
Ένας άλλος νευρολόγος, ο Φραντς Νισλ (Franz Nissl, 1860-1919), άρχισε να εργάζεται στο ίδιο άσυλο με τον Αλτσχάιμερ, και ήξεραν ο ένας τον άλλον. Ο Αλτσχάιμερ ήταν ο συνιδρυτής και ο συνεκδότης του περιοδικού Zeitschrift für die gesamte Neurologie und Psychiatrie.
Το 1901, ο Αλτσχάιμερ παρατήρησε μία ασθενή στο άσυλο της Φρανκφούρτης που ονομαζόταν Αουγκούστε Ντέτερ.
Η ασθενής, 51 ετών, είχε παράξενα συμπτώματα συμπεριφοράς,και απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης. Αυτή η ασθενής θα γινόταν το πάθος του Αλτσχάιμερ κατά τη διάρκεια των ερχόμενων ετών. Τον Απρίλιο του 1906, η Ντέτερ πέθανε και ο Αλτσχάιμερ έστειλε το αρχείο της ασθενούς και τον εγκέφαλό της στο Μόναχο όπου εργαζόταν ο Kraepelin σε εργαστήριο.
Μαζί με δύο Ιταλούς παθολόγους, χρησιμοποίησε τις τεχνικές χρώσης για να προσδιορίσει τις αμυλοειδείς πλάκες. Με ομιλία του στις 3 Νοεμβρίου 1906 θα παρουσιάσει για πρώτη φορά την παθολογία και τα κλινικά συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ. Λόγω εξαιρετικά τυχερών περιστάσεων οι αρχικές προετοιμασίες μικροσκοπίων στις οποίες ο Αλτσχάιμερ βάσισε την περιγραφή της ασθένειας του, είχαν ανακαλυφθεί πριν μερικά χρόνια στο Μόναχο, και τα συμπεράσματά του μπόρεσαν έτσι να επαναξιολογηθούν.
Από το 1911 η ασθένεια χρησιμοποιούνταν από Ευρωπαίους παθολόγους για να διαγνώσουν ασθενείς στις ΗΠΑ. Στα μέσα του Δεκεμβρίου 1915, ο Αλτσχάιμερ αρρώστησε στο τραίνο για το πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου, όπου ήταν διορισμένος σαν καθηγητής της ψυχιατρικής από το 1912. Πιθανότατα είχε μια μόλυνση στρεπτόκοκκου με ρευματικό πυρετό και νεφρική ανεπάρκεια. Πέθανε από συγκοπή καρδιάς, στις 19 Δεκεμβρίου του 1915, σε ηλικία 51 ετών στο Μπρεσλάου.