Σε ελεύθερη πτώση οι σχέσεις της Αθήνας με την Αγκυρα, με κύρια υπαίτιο τη δεύτερη, η οποία διά στόματος Ερντογάν και των βασικών συμβούλων του συνεχώς και καθημερινά με απαράδεκτες και ανείπωτες εκφράσεις προκαλούν τη χώρα μας, αυξάνοντας (στην παρούσα φάση λεκτικά) την ένταση.
Και όλα αυτά σε μία λεπτεπίλεπτη χρονική στιγμή, όπου η κατάσταση στην Ουκρανία και οι διαδοχικές αποτυχίες των ρωσικών κατοχικών δυνάμεων στα ανατολικά και στα νότια της χώρας προκαλούν ευρύτερες ανησυχίες για πιθανή χρήση τακτικού πυρηνικού όπλου από τη Μόσχα.
Ο Τούρκος αναθεωρητικός πρόεδρος το τελευταίο διάστημα μαζί με το τρίο Ακάρ, Τσελίκ και Τσαβούσογλου εστιάζει στις ανυπόστατες μονομερείς αιτιάσεις για αλλαγή (!) του ισχύοντος καθεστώτος των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, καθώς και στις διακλαδώσεις του προσφυγομεταναστευτικού εκστομίζοντας απίστευτες, φαντασιόπληκτες και ανερμάτιστες θέσεις. Η Ελλάδα παρά τα καθημερινά αυξανόμενα και «εμπλουτιζόμενα» σχόλια και τον πρωτοφανή αρνητισμό από κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, εμμένει στη σταθερή γραμμή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και των συναφών θέσεων, αρχών και νομικών επιχειρημάτων του διεθνούς δικαίου.
Απαιτείται προσοχή
Η πρόσφατη επιστροφή στην επικαιρότητα του προβληματικού τουρκολιβυκού μνημονίου για τη γεωγραφική περιοχή νοτιοανατολικά του Νομού Λασιθίου στην Κρήτη απαιτεί προσοχή. Ουσιαστικά ενεργοποιεί το γνωστό μνημόνιο (ένα εκ των δυο για τις θαλάσσιες ζώνες των Ερντογάν-Σάρατζ του Νοεμβρίου 2019), το οποίο η Αγκυρα έχει προωθήσει στα Ηνωμένα Εθνη και ειδικά στο τμήμα ωκεάνιων υποθέσεων. Το συγκεκριμένο μνημόνιο έχει απορριφτεί από τους πιο σημαντικούς ξένους και διεθνείς παράγοντες, αλλά αυτό δεν σημαίνει τα πάντα, αφού η Αγκυρα θα μπορούσε να στείλει πλωτό γεωτρύπανο, υδρογραφικά σκάφη συνοδευόμενα από πολεμικά πλοία και να προκαλέσει ένταση που θα μπορούσε να οδηγήσει στα χειρότερα.
Η κατάσταση στη βορειοαφρικανική χώρα είναι συγκεχυμένη, με τον δεκαετή εμφύλιο να μη δείχνει σημάδια οπλικής αποκλιμάκωσης ενώ πέραν των στρατιωτικών συγκρούονται τα συμφέροντα της Τριπολιτάνας με την Κυρηναϊκή, με την τρίτη επαρχία του λιβυκού νότου, την επαρχία Φεζάν να μάχονται για τα όπλα, τα διυλιστήρια, τα πετρελαϊκά συμφέροντα, την ασφάλεια των συνόρων. Αν και είναι μειωμένος ο αριθμός των ξένων μισθοφόρων τον τελευταίο χρόνο στη Λιβύη, δεν έγιναν τελικά τον Δεκέμβριο του 2020 οι προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, τα Ηνωμένα Εθνη αδυνατούν να επιβάλουν διάφορες επιλογές, ο πολέμαρχος Χαφτάρ βρίσκεται στο «δίχτυ διεθνών περιορισμών και νομικών μέτρων», ενώ οι κινήσεις της ανατολικής Λιβύης με τους Τούρκους το τελευταίο 14μηνο ήταν λογικό να προκαλέσουν ανησυχίες και προβληματισμούς αναφορικά με το τοπίο των σχέσεων της ανατολικής Λιβύης με την Αγκυρα.
Γιατί βάλλεται το Πολεμικό Ναυτικό;
Επίσης δεν θα πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στον Μπασάκα γιατί είναι ένας «χαμαιλέοντας» της πολιτικής και των ενδολιβυκών πολιτικών καταστάσεων. Μη λησμονούμε ότι κατάγεται από τη Μισράτα, το προπύργιο του νεο-οθωμανισμού στη Λιβύη και ήταν ο σκληροπυρηνικός υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Σάρατζ που άλλαξε στάση και πέρασε στην ανατολική Λιβύη και στον Χάφταρ (που τον πρότεινε για πρωθυπουργό, αλλά αδυνατεί να θέσει υπό τον έλεγχό του την Τρίπολη, τη Ζιντάν, τη Μισράτα). Διατηρεί στενές σχέσεις με το Παρίσι και τη Μόσχα ενώ δεν τυγχάνει εκτίμησης από τους Αμερικανοβρετανούς.
Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η Αθήνα, η κυβέρνηση Ντμπέιμπα παραμένει έντονα φιλοτουρκική. Ορατή πολιτική λύση δεν διαφαίνεται στο προσκήνιο, ενώ σε οποιαδήποτε εξέλιξη καθοριστικός είναι ο ρόλος των δεκάδων φυλών της χώρας. Η Ελλάδα καλείται να επαγρυπνά και να διατηρεί υπολογίσιμη αεροπορική και ναυτική παρουσία στην περιοχή. Ασφαλώς η περιοχή του ναυστάθμου της Σούδας θα πρέπει να αναβαθμιστεί, ενώ χρειαζόμαστε καλύτερο και πιο εξελισσόμενο σύστημα MARITIME INTELLIGENCE. Επιπρόσθετα να παρακολουθούμε τα όπλα που μεταφέρει η Τουρκία στη Λιβύη, τα βιογραφικά των Τούρκων αξιωματικών (ορισμένοι έχουν κάποια σημαντικά προσόντα εξ όσων γνωρίζω) εκεί, την εκπαίδευση στις στρατιωτικές σχολές (ειδικά της Μισράτα), καθώς και την πιο πρόσφατη εμπλοκή και παρουσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Κατάρ (που έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά τους τελευταίους 12-15 μήνες). Ο ρόλος της Ιταλίας είναι επίσης καθοριστικός και διαθέτει σχεδόν σε όλη τη Λ