Στράφι =άσκοπα, χαμένα, άδικα,σπαταλημένα,αναξιοποίητα.
Η λέξη στράφι δεν είναι ελληνική, αλλά την χρησιμοποιούμε στο ελληνικό λεξιλόγιο, μέσα σε φράσεις της καθημερινότητας.Η λέξη είναι τροπικό επίρρημα και σημαίνει σπατάλη.
Το στράφι είναι από την τουρκική λέξη israf (=σπατάλη.
Παραδείγματα:
Το μηχάνημα που αγόρασα ήταν ελαττωματικό και πήγαν στράφι τα λεφτά.
Τόσος κόπος και η σοδειά θα πάει στράφι από την κακοκαιρία.
Δεν τον πρόσεξαν οι γιατροί και κόντεψε να πάει στράφι ο άνθρωπος.