Ο Τσαρλς Φράνσις Ρίχτερ γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1900, μέσα στη φάρμα της οικογένειάς του στο Οχάιο των ΗΠΑ. Στην αρχή πήρε το επώνυμο του πατέρα του, Κίνσκιγκερ, αλλά αργότερα, μετά τον χωρισμό τον γονιών του, πήρε το όνομα της μητέρας του, Ρίχτερ. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια άρχισε να διαφαίνεται το ανήσυχο πνεύμα του για τις θετικές επιστήμες.
Οι πρώτες σπουδές
Όταν ο Ρίχτερ αποφοίτησε από το Λύκειο, ξεκίνησε να σπουδάζει Φυσική στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Μέχρι και το 1928, θα πάρει το διδακτορικό του από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, πάνω στον τομέα της Θεωρητικής Φυσικής. Θα εργαστεί επίσης ως βοηθός ερευνητή στο Ινστιτούτο Κάρνεγκι, μετά από πρόσκληση που του έγινε από τον νομπελίστα φυσικό, Ρόμπερτ Μίλικαν. Θα μείνει στο Ινστιτούτο μέχρι και το 1936 και έπειτα θα εργαστεί και στο Σεισμολογικό Ινστιτούτο της Πασαντίνα.
Στις αρχές του 1930 εξαιτίας των πολλαπλών σεισμικών δονήσεων στην Νότια Καλιφόρνια, πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να επινοήσουν έναν, πιο ακριβή και ασφαλή τρόπο μέτρησης.
Στα χρόνια του Ρίχτερ, η μόνη κλίμακα μέτρησης ήταν αυτή που είχε αναπτυχθεί το 1902 από τον Ιταλό πάστορα και ηφαιστειολόγο Τζουζέπε Μερκάλι. Η Μερκάλι κατηγοριοποιούσε τους σεισμούς από το 1-12 με βάση τις επιπτώσεις του σεισμού στα κτίρια και τους ανθρώπους. Δεν μετρούσε την ενέργεια που απελευθερώνεται από έναν σεισμό, όπως ήθελε να κάνει ο Ρίχτερ,
Το 1928, εμπνευσμένος από τη μελέτη του Ιάπωνα Κίγοο Βαντάτι, σχετικά με βαθείς και ρηχούς σεισμούς, και σε συνεργασία με τον Μπένο Γκούτενμπεργκ, επινόησαν μια κλίμακα, η οποία βασιζόταν στη μέτρηση της μετατόπισης του εδάφους εξαιτίας των σεισμικών κυμάτων.Η κλίμακα έγινε γνωστή ως Kλίμακα Ρίχτερ, καθώς ο Γκούτενμπεργκ απόφευγε τις συνεντεύξεις και την προβολή και το όνομα του δεν ήταν αναγνωρισμένο.
Οι δυο τους δημιούργησαν, επίσης, σεισμογράφο που μετρούσε τη μετατόπιση αυτή, και ανέπτυξαν μία λογαριθμική κλίμακα για τη μέτρηση του μεγέθους (ένας σεισμός μεγέθους 7 Ρίχτερ είναι κατά 10 φορές μεγαλύτερος από έναν 6 Ρίχτερ, 100 φορές από έναν 5 Ρίχτερ, 1.000 φορές από έναν 4 Ρίχτερ κ.ο.κ.)
Το 1935, δημοσίευσαν την εργασία τους πάνω στην Κλίμακα Ρίχτερ και έτσι έγινε, σχεδόν αμέσως, η καθιερωμένη κλίμακα μέτρησης του μεγέθους της σεισμικής δραστηριότητας.
Το 1941, Γκούτενμπεργκ και Ρίχτερ εκδίδουν το κλασικό εγχειρίδιο σεισμολογίας, «Σεισμικότητα της Γης».Η αναθεωρημένη της έκδοση που κυκλοφόρησε το 1954 θεωρείται σημείο αναφοράς για τον τομέα. Έγινε καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια το 1952. Το 1958, την «Στοιχειώδη Σεισμολογία» η οποία βασιζόταν στις σημειώσεις του από την προπτυχιακή του διδασκαλία. Καθώς ο Ρίχτερ δε δημοσίευσε ποτέ άρθρα σε περιοδικά με κριτές, αυτή θεωρείται συχνά η μεγαλύτερη συμβολή του στη σεισμολογία.
Στις διαλέξεις του ο Ρίχτερ ισχυριζόταν πως οι ανθρώπινες ζωές και οι περιουσίες μπορούσαν να προστατευτούν από την σεισμική δραστηριότητα μόνο μέσα από την σωστή εκπαίδευση και ενημέρωση του πληθυσμού.
Όταν δεν εργάζονταν πάνω στην αγαπημένη του επιστήμη, διάβαζε ρωσικά, ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά και λίγα γιαπωνέζικα, ώστε να μπορεί να μελετά τις σεισμολογικές έρευνες των αλλόγλωσσων συναδέλφων του, στη μητρική τους γλώσσα.
Ο Τσαρλς Ρίχτερ έπασχε από το σύνδρομο Άσπεργκερ που του στερούσε την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τον συμβολικό χαρακτήρα των λέξεων αλλά παράλληλα μπορούσε να επεξεργάζεται χιλιάδες πληροφορίες ταυτόχρονα.
Ο σπουδαίος επιστήμονας, έφυγε από την ζωή στις 30 Σεπτεμβρίου του 1983 στην Πασαντίνα, έπειτα από καρδιακή ανεπάρκεια.