Έχουμε συνηθίζει το Νίκο Σταυρίδη να σκορπίζει απλόχερα το γέλιο με την χαρακτηριστική του ομιλία, το τρίψιμο των χεριών και τις “μούτες” του, μέσα από τις παλιές ελληνικές ταινίες και, οι τυχερότεροι, πάνω στο θεατρικό σανίδι, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο μονίμως “γελαστός παλιάτσος”, ζει επί σκηνής όχι έναν, όχι δύο, αλλά τέσσερις θανάτους δικών του ανθρώπων :μητέρας, πατέρα, αδελφού και συζύγου.
Στο θάνατο του πατέρα του βρίσκεται σε τουρνέ με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας στη Κοζάνη όπου μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα. Φεύγει επειγόντως και σε λίγες ώρες, φτάνει στην Αθήνα όπου βρίσκει τον πατέρα του να ψυχορραγεί. “Έπρεπε όμως να επιστρέψω στη Κοζάνη, και το ίδιο βράδυ έδωσα παράσταση. Ο φοβερός νόμος του θεάτρου σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα” αναφέρει ο σπουδαίος ηθοποιός.
Πάντα γελαστός μαζί με τη μεγάλη μας τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού.
Ο αδελφός του πεθαίνει στην αγκαλιά της μητέρας του τη στιγμή που ο Σταυρίδης ξεκινά να πάει στο θέατρο. Όταν λέει στο θεατρώνη ότι δεν μπορεί να παίξει αυτός απαντά :“Τότε να κλείσουμε το θέατρο” υποχρεώνοντας τον ν’ ανέβει στη σκηνή. Το ίδιο συμβαίνει και στο θάνατο της μητέρας του που την φιλά νεκρή και πηγαίνει στο θέατρο να παίξει επιθεώρηση. Όταν βγαίνει στη σκηνή τον πιάνουν τα κλάματα αλλά συνεχίζει…
Παροιμιώδης είναι η αγάπη του Νίκου Σταυρίδη για τον Ολυμπιακό. Εδώ είναι με τον ποδοσφαιριστή της ομάδας Τάκη Συνετόπουλο.
Τη χειρότερη στιγμή της μεγάλης του καριέρας αφήνουμε να την αφηγηθεί ο ίδιος :“Η πιο τραγική περίπτωση ήταν αυτή της γυναίκας μου. Ήταν 27 χρονών κοπέλα η Ντόρα Καριώτου, η γυναίκα μου. Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο “Μετροπόλ”. Βγήκα στη σκηνή. Το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί. Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντήλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος έκλαιγε και μάλιστα με λυγμούς. Πλησίαζε στο τέλος το νούμερo μου, όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό Φτάνει…φτάνει…φτάνει…Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα.”.
eleftherostypos