Η χώρα προχωρά στην κατεύθυνση των εθνικών εκλογών με κάποια δεδομένα, που λίγο ως πολύ αποδέχονται όλοι όσοι ασχολούνται με τα πολιτικά πράγματα: πρώτον, η διεξαγωγή των εκλογών με σύστημα απλής αναλογικής δημιουργεί εξ αντικειμένου περιβάλλον αστάθειας και υψηλής πολιτικής κινητικότητας.
Δεύτερον, διανύουμε μια περίοδο μεγάλων εντάσεων διεθνώς, αλλά και στην εγγύς περιφέρειά μας, που δημιουργεί απαιτήσεις εκτελεστικής αυτάρκειας για τη χώρα μας. Τρίτον, ενώ η κυβερνώσα παράταξη της ΝΔ διατηρεί μια σημαντική πολιτική δυναμική, η παρατεινόμενη κρίση στον ευρύτερο χώρο της αντιπολιτευόμενης (κεντρο-)Αριστεράς επιτείνει το κλίμα αβεβαιότητας γύρω από τον μεσαίο πολιτικά και κοινωνικά χώρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μολονότι βρίσκεται στην προνομιακή θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει να μην μπορεί -πιθανότατα λόγω της βαθειάς αναξιοπιστίας που τον διακρίνει- να κεφαλαιοποιήσει την όποια φυσιολογική κυβερνητική φθορά.
Το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ από την άλλη μοιάζει εδώ και καιρό να μην γνωρίζει τι θέλει και πώς μπορεί να το πετύχει. Με αυτό τον τρόπο, η δυναμική που ανέπτυξε το τελευταίο έτος εν μέρει απομειώνεται, ενώ σε κρίσιμα θέματα καταλήγει να “δίνει πάσες” στον ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο όμως αναμένει στην πραγματικότητα να αντλήσει το κύριο μέρος των ψηφοφόρων που αποζητεί να επαναπατρίσει.
Μέσα στα χρόνια της κρίσης το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ επέδειξε θεσμική υπευθυνότητα και πολιτικό θάρρος, υφιστάμενο μεγάλη φθορά, αλλά και διατηρώντας ένα κρίσιμο πυρήνα στελεχιακού και κοινωνικού δυναμικού, αλλά κυρίως διατηρώντας μια πολιτική ταυτότητα που του επέτρεψε να διαφοροποιηθεί καίρια από τον λαϊκιστικό εκτροχιασμό του ριζοσπαστισμού.
Σήμερα, ο τρόπος που το κόμμα της ήσσονος αντιπολίτευσης τοποθετείται πάνω στα εθνικώς κρίσιμα ερωτήματα της επόμενης ημέρας των εκλογών, έρχεται να αναιρέσει σε μεγάλο βαθμό αυτή την ταυτότητα και να γεννήσει αμφιβολίες για τη σοβαρότητα που αποδίδεται στις εξελίξεις.
Το να αδιαφορεί ένα κόμμα με την παράδοση του ΠΑΣΟΚ για την τύχη της διακυβέρνησης της χώρας είναι κάτι που δεν έχει συνηθίσει ο πολίτης, ιδίως εκείνος που δεν τοποθετείται διαχρονικά μακριά από το Κέντρο και την Κεντροαριστερά.
Ταυτόχρονα, δεν υπηρετείται εκ των πραγμάτων η δημοκρατική και ηθική τάξη, όταν προκλητικά προαναγγέλεται η διαγραφή της λαϊκής βούλησης στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και η αναζήτηση κυβερνητικών λύσεων αλλότριων από την ουσία του εκλογικού αποτελέσματος. Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογιστεί καν η εμπεδωμένη στην πλειοψηφία των πολιτών διαχειριστική υπεροχή της παρούσας κυβέρνησης σε μια περίοδο πρωτοφανών προκλήσεων και αλλεπάλληλων κρίσεων.
Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον αείμνηστο Παύλο Μπακογιάννη, λέγοντας ότι στη δημοκρατία τα αδιέξοδα ξεπερνώνται μέσα από την ενεργή πολιτική επιλογή. Αυτή τη φορά, όπως και αρκετές φορές στο παρελθόν, η επιλογή είναι σε μεγάλο βαθμό στα χέρια ενός συνόλου πολιτών που διαθέτουν πολιτική συνείδηση χωρίς να διακρίνονται από παραταξιακή ταύτιση, πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ή χαρακτηρίζονται από τους ειδικούς ως κεντρώοι.
Αυτοί οι πολίτες έρχονται σήμερα να σταθούν μπροστά σε ένα δίλημμα.
Από τη μια μεριά υπάρχει μια σαφής και ποιοτικά μετρημένη κυβερνητική πρόταση που έχει υπηρετήσει με επάρκεια τη χώρα μέσα σε μια περίοδο σοβαρών κλυδωνισμών διεθνώς, αλλά μπορεί και να διαθέτει χαρακτηριστικά που δεν ταιριάζουν απόλυτα με την αντίληψη και τις προσδοκίες αυτών των πολιτών.
Από την άλλη μεριά όμως, υπάρχει μια απροσδιόριστη πρόταση εξουσίας που αυτοπροβάλλεται ως προοδευτική, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει ταυτότητα. Μια ετερόκλητη συμπαράταξη πολιτικών στοιχείων αριστερότερα του Κέντρου, που προωθεί στην πράξη μια παλινόρθωση μετριότητας και τυχοδιωκτισμού.
Η επιλογή που καλείται να κάνει ο κεντρώος πολίτης στις εκλογές που πλησιάζουν είναι ξεκάθαρη μέσα στις αντιφάσεις της: εμπιστοσύνη σε μια εφαρμοσμένη και επιτυχημένη δύναμη ανάπτυξης με κοινωνική συνοχή ή επιστροφή σε περιπέτειες με “προοδευτικό πρόσημο”.
Η Ελλάδα δείχνει να έχει ανακτήσει ένα σταθερό βηματισμό. Δεν αξίζει στη χώρα και στους πολίτες της η βύθιση σε τέλμα αβεβαιότητας για να πάρουν ανάσες αυτοεπιβεβαίωσης όσοι εκφράζουν τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό.
*Ο Γρηγόρης Πασπάτης είναι Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου και Πολιτευτής της Νέας Δημοκρατίας στο Νομό Ηρακλείου