Από το Δημήτρη Σάββα
Η αγορά του Ηρακλείου έχει την δική της ιστορία.
Μια ιστορία που αρχίζει πριν από 110 χρόνια περίπου και συγκεκριμένα κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας 1898-1913, όταν υπήρξε πρόταση για ανέγερση Δημοτικής Αγοράς στο Ηράκλειο. Ένα “έργο πνοής” πραγματικά, όπως θα το αποκαλούσαμε σήμερα, με πολλούς σχεδιασμούς και προγραμματισμούς, που δυστυχώς δεν έγινε ποτέ. Ένα έργο που κατά τον δημοσιογράφο και ακούραστο ερευνητή Νίκο Ψιλάκη βρίσκεται στα συρτάρια από το 1913. Και εμείς οι Έλληνες, οι υπάλληλοι της ταλαίπωρης κρατικής μηχανής έχουμε αυτό το προνόμιο του “συρταροαφανισμού” των διαφόρων υποθέσεων αλλά και εγγράφων.
Ο Νίκος Ψιλάκης σ’ ένα δημοσίευμά του στο περιοδικό “Ταυ” το 1992 μας λέει για τη δημοτική αγορά του Ηρακλείου που ΔΕΝ έγινε. Πιο συγκεκριμένα: “Ως το 1851 το Ηράκλειο ήταν η πρωτεύουσα της Κρήτης. Εκείνη τη χρονιά η Τουρκική Διοίκηση μετέφερε την πρωτεύουσα στα Χανιά, χωρίς να συμφωνήσουν οι Κρήτες που γνώριζαν ότι το Ηράκλειο ήταν φυσικό και εμπορικό κέντρο του νησιού. Η πλούσια ενδοχώρα και κυρίως ο κάμπος της Μεσαράς, η Πεδιάδα και τα αμπέλια του Μαλεβιζίου και του Τεμένους, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τον προγραμματισμό δημιουργίας ασφαλούς λιμανιού στην πόλη. Πολλά έργα έγιναν από την Κεντρική Διοίκηση αλλά υπήρξαν και άλλα που εκτελέστηκαν από τους διάφορους Δήμους όλης της Κρήτης.
Εκείνη την περίοδο ο Δήμος Χανίων προγραμμάτισε την ανέγερση της Δημοτικής Αγοράς που υπάρχει και σήμερα αποτελώντας σημαντικό έργο για την πόλη. Η ανέγερσή της αποφασίστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο Χανίων στις 13-6-1908 και ο προϋπολογισμός του έργου έφτανε τις 320.300 δρχ. Ο αρχικός προϋπολογισμός καλύφθηκε με δάνειο από την Τράπεζα Κρήτης και η Αγορά άρχισε να λειτουργεί ανεπισήμως την 1η Νοεμβρίου 1913 ενώ τα επίσημα εγκαίνια έγιναν από τον πρωθυπουργό Ελευθ. Βενιζέλο λίγες ημέρες μετά την επίσημη τελετή ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα στις 4 Δεκεμβρίου του 1913.
Την ίδια περίπου περίοδο άρχισε να συζητείται στο Ηράκλειο το θέμα της Δημοτικής Αγοράς. Από τα σχετικά άρθρα των εφημερίδων λίγο μετά το 1910 φαίνεται ότι υπήρχε μια γενική συναίνεση μια και το έργο χαρακτηριζόταν ως απαραίτητο.
Το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου και σε ημερομηνία που δεν γνωρίζω, αποφάσισε να προχωρήσει στη σύνταξη των σχετικών μελετών. Ως πλέον κατάλληλος χώρος εκρίθη εκείνος “πίσω από τον στρατώνα” ανάμεσα στην πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου (Λιοντάρια) και την Πλατιά Στράτα. Όπως φαίνεται η μελέτη ανετέθη στον μηχανικό του Δήμου Α. Λογοθέτη και η επιλογή αυτή στάθηκε ίσως καθοριστική για την πορεία του έργου, όπως άλλωστε θα δούμε παρακάτω.
Για το συγκεκριμένο έργο βέβαια υπήρξαν και αντιρρήσεις. Όλος ο φάκελος με την εισήγηση του Α. Λογοθέτη και τα αρχιτεκτονικά σχέδια, στάλθηκε στην Αθήνα. Και στις 23 Ιουλίου του 1913 ο τότε δημαρχών του Δήμου Αθηναίων, στέλνει στον δήμαρχο Ηρακλείου Στυλιανό Γεωργίου την σχετική γνωμοδοτική επιστολή με τον ελάχιστα φυσικά ευγενικό τρόπο, ότι οι μελέτες και γενικά τα σχέδια του Λογοθέτη, είναι… άχρηστα!
Στη συνέχεια η Κρήτη ενώνεται με την Ελλάδα και ο δήμαρχος Στυλιανός Γεωργίου στις 2 Ιουνίου 1916 στέλνει σχετικό φάκελο στο μηχανικό του Δήμου μαζί με την γνωμοδότηση των Αθηνών, δίνοντας εντολή, η υπόθεση να κατατεθεί στο αρχείο της συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Συμπέρασμα: Και τότε, όχι μόνο σήμερα, οι υποθέσεις οδηγούνταν στο αρχείο! και το αποτέλεσμα; αγορά δεν είδαν οι Ηρακλειώτες. Την απέκτησαν όμως τα Χανιά “δυναμένη να παραβληθεί προς όλας τας Ευρωπαϊκάς αγοράς και πολύ τελειοτέρα των Αθηνών” όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν σε δημοσίευμα εκείνης της εποχής. Είχε όμως η πόλη μας μια άλλη αγορά. Εκείνη που πουλιούνταν ομοειδή πράγματα – εμπορεύματα δηλαδή, την αγορά των μεταξωτών κατά τον Νικόλαο Σταυρινίδη.
Οι παλαιότεροι την θυμούνται με την ονομασία “ΑΡΑΣΤΑΣ”. Μια ονομασία που απέκτησε από το Αραστέ ή Αραστά Τζαμί που ήταν δίπλα. Η συγκεκριμένη αγορά βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι χτισμένο το ξενοδοχείο “El Greco” και αυτή η περιοχή, ο χώρος αυτός δηλαδή, πουλήθηκε αργότερα ως ανταλλάξιμη περιουσία από την Εθνική Τράπεζα. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας εκεί ακριβώς ήταν η Ορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας του Φόρου. Η στοά του Αραστά ξεκινούσε από την οδό Αργυράκη και έβγαινε στην οδό 1821. Η παράλληλη της στοάς οδός Ίδης επί Τουρκοκρατίας ήταν χώρος ελεύθερος και στη συνέχεια έγινε κατάληψη και αποκτήθηκαν ιδιοκτησίες.
Αραστάς σημαίνει κάποιο τμήμα της αγοράς που περιλαμβάνει μόνο ένα είδος επαγγελματιών. Φυσικά πάντα υπάρχουν… και εξαιρέσεις. Ας δούμε όμως πώς περιγράφουν τον Αραστά δυο εκλεκτοί Καστρινοί που διέσωσαν πολλά στοιχεία αυτής της πόλης, χάρη στα μοναδικά τους κείμενα. Οι αείμνηστοι Γιάννης Δερμιτζάκης και Μηνάς Βαρδαβάς.
Γράφει λοιπόν ο πρώτος: “Μέσα σ’ ένα από τούτα τα στενοσόκακα του παλιού Κάστρου και ακριβώς στην πρώτη πάροδο δεξιά ως ετραβούσαμε και πιάναμε το τζαμί στο τσαρσί του Αραστά, στέκονταν ένα παλιό μεγάλο κονάκι που εδώ και χρόνια αντηχούσαν στους οντάδες του οι χαρές και τα γέλια. Σ’ αυτό ακούγονταν οι ανατολίτικοι αμανέδες μαζί με τα τσαρσιά και τα ντέφια που βαρούσανε και τα λαούτα κάθε νύχτα ραμαζανιού και κάθε γιορτής του μπαϊράμι”.
Ο δε Μηνάς συμπληρώνει: “Οι παλιοί Ηρακλειώτες θυμούνται τον Αραστά στην είσοδο του τζαμιού. Όταν χάλασαν την πρόσοψη του τζαμιού, δημιουργήθηκε μια στοά με καμμιά δεκαριά μαγαζάκια”.
Έρχομαι όμως στις περιγραφές δυο σημερινών παλιών Ηρακλειωτών και για να κυριολεκτήσω, ας μου επιτραπεί να τους χαρακτηρίσω εφήβους στη σκέψη, στη ζωντάνια και γενικά στην έκφρασή τους. Θερμά τους ευχαριστώ και τους εύχομαι πάντοτε να έχουν την ίδια δύναμη που τους χαρακτηρίζει και σήμερα.
Πρόκειται για δυο ανθρώπους που έβγαλαν αυτό το μεγάλο σχολείο της αγοράς, δυο ανθρώπους δημιουργικούς βασιζόμενοι στις δυνάμεις τους και στο μυαλό τους. Είναι ο κ. Μανόλης Μακράκης ο γνωστός έμπορος ηλεκτρικών ειδών της οδού Έβανς και όχι μόνο και ο κ. Γιάννης Δασκαλάκης έμπορος και αυτός με το κατάστημά του να διανύει την τρίτη γενιά στην οδό 1821, εκεί όπου ήταν ο Αραστάς. Σύμφωνα με πληροφορίες του κ. Γιάννη στην απέξω μεριά του Αραστά στο σημερινό χώρο που είναι το κατάστημά του, ήταν το καφενείο του πατέρα του Μιχάλη Δασκαλάκη που το έκανε από το 1907. Το 1951 περιήλθε στον κ. Γιάννη ο οποίος αργότερα το μετέτρεψε σε κατάστημα ειδών νοικοκυριού για να το μεταβιβάσει και αυτός με τη σειρά του στο γιό του Ανδρέα το 2000.
Δίπλα από το τότε καφενείο ήταν το κηροπωλείο του Λυράκη και παραδίπλα το κατάστημα σιδηρικών και χρωμάτων του Γιάννη Μανουσάκη. Βέβαια στα καταστήματα Λυράκη και Μανουσάκη ανάμεσα υπήρχε στάση αστικών λεωφορείων με “μακρινούς” τότε προορισμούς όπως Ατσαλένιο, Φορτέτσα, Μεσαμπελιές, Κνωσό και άλλα.
Στη στοά του Αραστά είχε το καφενείο του ένας Αρμένης Μιχάλης στο όνομα του ή Μιχάλακας. Επίσης εκεί μέσα υπήρχε το καφενείο του Παύλου, το καφέ – ουζερί του Νίκου Σαριδάκη αριστερά στη δυτική είσοδο της στοάς, γνωστός ως Μπομπός. Επίσης η ταβέρνα του Αρίστου, γνωστή για τις νοστιμιές της, τις απλές και ωραίες: ελιές, βρεχτοκούκια, καλό παξιμάδι, όσπρια, κοιλιά κοκκινιστή και ομορφοτηγανισμένη συκωταριά. Πάντα όλα αυτά συνοδευόμενα από καλή ρακή αλλά και εξαιρετικό πεδιαδίτικο συνήθως κρασί! Στη στοά του Αραστά ήταν κι ένα άλλο καφενείο του Αντώνη του Κουμαντάκη όπου εκεί σύχναζαν Τσιγγάνοι οι οποίοι ηταν αρκετοί στην πόλη μας. Λέγεται ότι εκεί σύχναζε και μια τσιγγάνα, Ερασμία στο όνομα, μητέρα του τραγουδιστή Μανόλη Αγγελόπουλου. Επίσης στον Αραστά είχε το ραφείο του κάποιος ονόματι Καρύπης και ότι απέναντι από τη μια είσοδο της στοάς στην οδό 1821 εκεί που σήμερα φτιάχνουν λουκουμάδες ήταν το κατάστημα του καφέμπορου και αντιπροσώπου των τσιγάρων μάρκας Έθνους, του Βατίστα. Ο Αραστάς ήταν ακόμα στέκι καλλίφωνων μερακλήδων Καστρινών γλεντζέδων οι οποίοι διοργάνωναν ατέλειωτες μουσικές βραδιές. Χαρακτηριστική ήταν η βραδιά της Μεγάλης Παρασκευής, όταν κατέρχονταν ο Επιτάφιος του Αγίου Μηνά από την οδό 1821. Μετά την πομπή η στοά του Αραστά είχε την τιμητική της. Γλέντι, κέφι, χορός, τραγούδι! “Θυμάμαι τον Αραστά, εξυπηρετούσε τη φτωχολογιά. Ήταν ένα λαϊκό στέκι για τους φτωχούς ανθρώπους, για τους καραγωγείς, για τους αχθοφόρους, τους εργάτες, τους χαμάληδες, τους τσιγγάνους και τις τσιγγάνες, που είχαν στέκι τους αυτή τη γραφική στοά. Πολλοί πήγαιναν για να βρουν εργασία. Οι τσιγγανες τέσσερες – τέσσερες, αφού περιφέρονταν στην αγορά για να πουν τη “μοίρα” σε διάφορους, έβρισκαν καταφύγιο εκεί, που με μια δραχμή έπινες το κρασάκι σου με τον αντίστοιχο μεζέ” μου λέει ο κ. Μανόλης Μακράκης ο οποίος συνεχίζει: “Μέσα στη στοά υπήρχαν και καρβουνιάρικα που πουλούσαν κάρβουνο στα νοικοκυριά και στα καταστήματα, υπήρχε έμβολο για μικροεπισκευές παπουτσιών κι εγώ πήγαινα τακτικά αφού ως πιτσιρικάς δούλευα στο κατάστημα τροφίμων Κωστόπουλου – Τσιτόπουλου στο μέσον της κεντρικής αγοράς όπως ανεβαίνουμε. Εκεί πήγαινα σαρδέλες, ή ρέγγες, ή λακέρδα, στην ταβέρνα του Αρίστου. Πάντα το παστό ψάρι ήταν και είναι ο “ρουφιάνος” για τα όσπρια, κάνει καλή παρέα στη γεύση, βοηθάει στο φαγητό! Ολόκληρη ιεροτελεστία γίνονταν στην αγορά όταν άνοιγε ο υπάλληλος το βαρέλι ή το κουτί με τις σαρδέλες. Άλλες εκείνες οι εποχές”. Τέλος μου αναφέρει ότι πολλές φορές θαμώνας του Αραστά ήταν ο Ανδρέας ο Σκουλικάρης. Κάποιοι τον έφερναν εκεί, τον τάιζαν, τον πότιζαν και ο Ανδρέας με το δικό του μοναδικό τρόπο ξεδίπλωνε το πλούσιο ταλέντο του!
Άφησα τελευταία την πνευματική ακτινοβολία του Αραστά. Απόδειξη το παρακάτω δημοσίευμα της Ηρακλειώτικης εφημερίδας “Νέα Ελευθερία” με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1903. Πρόκειται για το βιβλιοπωλείο του παππού του σημερινού καθηγητή Παν/μίου, του σεβαστού κ. Στυλιανού Αλεξίου:
“Το Βιβλιοχαρτοπωλείον Στυλ. Μ. Αλεξίου κείμενον εν οδώ Αραστά είναι ήδη εφοδιασμένον από πάντα τα διδακτικά βιβλία, τα εφέτος εγκριθέντα, Γυμνασίων, Ελληνικών σχολείων, Παρθεναγωγείων και Δημοτικών σχολείων. Επίσης εις το αυτό κατάστημα ευρίσκονται εν αφθονία άπαντα τα γραφικά είδη και λοιπά χρειώδη των σχολείων. Παρακαλούνται δε οι πελάται του καταστήματος τούτου να διευθύνωσι σαφώς τας επιστολάς και παραγγελίας των.
Προς τον Κύριον
Στυλ. Μ. Αλεξίου
Εις Ηράκλειον (Οδός Αραστά)”.
Η προσφορά όμως της οικογένειας των Αλεξίου δεν σταματάει εδώ. Συνεχίζει και θα συνεχίζει! Και ευτυχώς! για μια πόλη που έχει τέτοιους ανθρώπους που ξέρουν να την θωρακίζουν και να την στηρίζουν. Στον Αραστά υπάρχει το σπίτι των Αλεξίου. Εκεί σ’ ένα δωμάτιο το λεγόμενο “Στούντιο” “ακουμπά” το πνευματικό Ηράκλειο από το 1934 μέχρι και τις παραμονές του Αλβανικού πολέμου. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία μου παρέθεσε ο κ. Γιάννης Χλουβεράκης από κάποια ομιλία του αφιερωμένη στον “Ερωτοκριτολόγο” κ. Στέλιο Αλεξίου.
“Το “Στούντιο” όπως έλεγε η λογοτεχνική συντροφιά το γραφείο του Λευτέρη Αλεξίου, ήταν μια ευρύχωρη, στενόμακρη κάμαρα όπου οι τοίχοι από πάνω ως κάτω ήταν γεμάτοι από βιβλία. Πολλά σπάνια και δυσεύρετα. Και ανάμεσά τους οι ζωγραφιές του Τάκη Καλμούχου πάλευαν για μια θέση. Δεξιά είχε το πιάνο και πάνω του ακουμπούσαν δυο βιολιά. Υπήρχε ακόμα ένα θαυμάσιο γραμμόφωνο και άλμπουμς με δίσκους, δίσκους, δίσκους. Εννεακόσιοι πενήντα τον αριθμό. Όλοι κλασικής μουσικής”.
Την άνοιξη του 1940 έρχεται στο Ηράκλειο ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, σταλμένος από τον Γ. Κατσίμπαλη. Φυσικό ήταν να ενθουσιασθεί από την παρέα του Στούντιο το οποίο χαρακτηρίζει σαν μια κιβωτό πνεύματος. Επίσης λέει “ότι σ’ αυτό το μικρό κελί υπήρχε μια σταυρωτή τομή όλων των πραγμάτων που είχαν αποτελέσει τον πολιτισμό της Ευρώπης”. Ο γιός του Μπομπού ο κ. Λευτέρης Σαριδάκης, άνθρωπος πρόσχαρος και καταδεκτικός με πλούσιες εμπειρίες για το παλιό Ηράκλειο μου διηγείται: “Κάθε απόγευμα πήγαινα το χαμόμηλο από το καφενείο του πατέρα μου στον Λευτέρη Αλεξίου”.
Αυτός ήταν ο Αραστάς, αυτή ήταν η ανεκτίμητη προσφορά του, καθολική, όχι μονόπλευρη, την οποία θυμούνται και αναγνωρίζουν οι παλιοί Ηρακλειώτες. Κατεδαφίστηκε το 1963 μαζί κι ένα μέρος της ιστορίας αυτής της πόλης!
Εκεί συναντιόντουσαν για να κλείσουν δουλειές τους οι ενδιαφερόμενοι, γινόντουσαν γνωριμίες, προξενιά, ήταν ο τόπος που επίκεντρο είχε τον Άνθρωπο και παράλληλα εκεί καθημερινά αναπτύσσονταν οι έννοιες της ανθρωπιάς, της αγάπης, της φιλίας. Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια! Και οι άνθρωποι, πάντα με το χαμόγελο, με τη χαρά, μέσα στη διασκέδαση. Αυτοί ήταν εκείνοι οι ωραίοι παλιοί Καστρινοί! και αυτά ήταν τα στέκια τους! Απλά, ζεστά γραφικά και ανθρώπινα!