Ο όρος κιτς – πιθανότατα γερμανικής καταγωγής (Kitsch) – χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, αλλά αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε και σε άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου.
Ως κιτς εννοούνται επίσης οι ευτελείς απομιμήσεις αληθινών έργων τέχνης, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο αλλά και στη μόδα.
Στην Κοινωνιολογία της Τέχνης, ο Άρνολντ Χάουζερ υποστήριξε πως το κιτς διαφέρει από άλλες προσφιλείς μορφές τέχνης ως προς την τάση του να εκλαμβάνεται σοβαρά ως τέχνη ή να θεωρεί πως εκφράζει το ευγενές γούστο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να οριστεί ως ένα είδος παρασιτικής τέχνης με βασικό στόχο την κολακεία του θεατή και καταναλωτή της.
Φαίνεται πως ο όρος επινοήθηκε περίπου το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου, ωστόσο η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη. Σύμφωνα με μία ετυμολογική υπόθεση, προέρχεται από τον αγγλικό όρο sketch (σκετς, σκίτσo), τον οποίο χρησιμοποιούσαν Αγγλόφωνοι επισκέπτες ζητώντας από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων θεμάτων.
Κατά μία άλλη εκδοχή, ετυμολογείται από το δύσχρηστο γερμανικό ρήμα kitschen, που σημαίνει μαζεύω λάσπη στον δρόμο, παραπέμποντας στους τουρίστες που μάζευαν άκριτα έργα ζωγραφικής ή σχέδια.
Ο όρος Κιτς χρησιμοποιείται αρχικά στα μέσα του 19ου αιώνα, για να χαρακτηρίσει έργα ζωγραφικής και γλυπτικής. Συγκεκριμένα, επινοήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1860, στο Μόναχο, με αφορμή τις γύψινες διακοσμήσεις και τα παράταιρα γλυπτά, που κοσμούσαν το παλάτι του Λουδοβίκου της Βαυαρίας. Την λέξη «παράταιρο» θεωρούμε την πιο δόκιμη ελληνική απόδοση του όρου (από την καθηγήτρια λαογραφίας Α. Κυριακίδου-Νέστορος), αν και δεν αποδίδει όλο το φάσμα των σημασιών.
Για πολλά χρόνια ο όρος είχε ξεχαστεί, για να επανέλθει ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του ’30.
Στις μέρες μας ο όρος κιτς έχει ξεφύγει από την αισθητική αντίληψη της τέχνης κι έχει επεκταθεί γενικότερα στον προσδιορισμό του κακού γούστου στην περίπτωση που είναι γενικά παραδεκτός, γιατί αντικειμενικά ένας τέτοιος προσδιορισμός είναι αδύνατος. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει και ο νεολογισμός “Κιτσαριό” ή και “Καρακιτσαριό” (σε υπερβολικό βαθμό).
Στην σύγχρονη κοινωνία με τον όρο κιτς συνήθως περιγράφουμε όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική και πολιτισμική «σαβούρα» που έχει κατακλύσει τη ζωή μας. Το καλό γούστο δεν είναι έμφυτο. Διδάσκεται με την παιδεία και τη μόρφωση.
Η σύγχρονη κοινωνία, που ρίχνει το κέντρο βάρος της στα υλικά αγαθά και άγεται και φέρεται από την άκρατη καταναλωτική μανία των μελών της, παρουσιάζει αρκετά σημεία κιτς τόσο στην αισθητική όσο και στην συμπεριφορά της. Οι πολίτες του κόσμου έχουμε γίνει ανεκτικοί σε εικόνες ασχήμιας και χυδαίας συμπεριφοράς βομβαρδιζόμενοι καθημερινά από τα ΜΜΕ με αυτές.Δεν είναι τυχαίο πως η νέα γενιά υιοθετεί το κιτς όλο και περισσότερο, τόσο στην εμφάνιση όσο και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί.