Ο Ιωάννης Κονδυλάκης υπήρξε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της ελληνικής δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Προσέδωσε στο χρονογράφημα λογοτεχνική αξία και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της «Ενώσεως Συντακτών» (από το 1947, «Ένωσις Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών», γνωστή με τα αρχικά ΕΣΗΕΑ), της οποίας ήταν ο πρώτος πρόεδρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με το διήγημα και τη νουβέλα και τα έργα του τοποθετούνται στο πλαίσιο της ηθογραφικής πεζογραφίας.
Το 1883 επανήλθε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο και τον επόμενο χρόνο με την αποφοίτησή του διακρίθηκε στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Εστία» με το διήγημα «Η Κρήσσα ορφανή: Το εν Αρκαδίω ιερόν δράμα» κι εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Διηγήματα». Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του για λόγους οικονομικής ανέχειας. Ξανάφυγε για την Κρήτη κι εργάστηκε ως δάσκαλος στο χωριό Μόδι των Χανίων. Το επάγγελμα του δασκάλου φαίνεται ότι δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, γι’ αυτό σύντομα παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας σε εφημερίδες των Χανίων και του Ηρακλείου. Τα πατριωτικά του άρθρα δεν άρεσαν στις τουρκικές αρχές του νησιού κι έτσι το 1889 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου άρχισε ουσιαστικά η δημοσιογραφική και λογοτεχνική σταδιοδρομία του.
Ο Κονδυλάκης συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες (« Άστυ», «Εφημερίς», «Σκριπ») και μονιμότερα με το «Εμπρός», όπου σημείωσε τις μεγάλες του επιτυχίες στο χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης (στα κατά καιρούς δημοσιεύματά του είχε χρησιμοποιήσει και τα ψευδώνυμα: Κονδυλοφόρος, Βαρδής Γύπαρις και Ιωάννης Ακτήμων). Συνολικά δημοσίευσε περί τα 6.000 χρονογραφήματα, καλλιεργώντας το εφήμερο αυτό είδος και προσδίδοντάς του λογοτεχνική αξία. Έγραψε επίσης επιφυλλίδες, σχολικά αναγνώσματα και επαναστατικά απομνημονεύματα, ενώ συμπλήρωσε την «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης» των Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και Καλλίνικου Κριτοβουλίδη, μετέφρασε γαλλικά μυθιστορήματα και τα «Άπαντα» του Λουκιανού.
Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με το διήγημα και τη νουβέλα. Τα έργα του τοποθετούνται στο πλαίσιο της ηθογραφικής πεζογραφίας, με αξιόλογα ψυχολογικά και ψυχογραφικά στοιχεία και ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, με πιο χαρακτηριστικό το διήγημα «Ο Επικήδειος», μοναδικό στο είδος του σε όλη την ελληνική λογοτεχνία. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και η γλώσσα του, μείγμα λόγιας έκφρασης και κρητικής διαλέκτου. Τα πιο γνωστά έργα του είναι το μυθιστόρημα «Οι Άθλιοι των Αθηνών» (1895) και οι νουβέλες «Ο Πατούχας» (1916), «Όταν ήμουν δάσκαλος» (1916) και «Πρώτη Αγάπη» (1919).
Βαθιά επίδραση στην ψυχοσύνθεση του Ιωάννη Κονδυλάκη άσκησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1918 έφυγε ξανά για την Κρήτη και στη συνέχεια επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σκόπευσε να παραμείνει εκεί και να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την εποχή των Πτολεμαίων. Επέστρεψε στα Χανιά το 1919 σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση κι ένα χρόνο αργότερα προσβλήθηκε από ημιπληγία και πέθανε στο Πανάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1920.
Λίγα λόγια για του ΑΘΛΙΟΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Οι Άθλιοι των Αθηνών του Ιωάννη Κονδυλάκη δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στην εφημερίδα Εστία από την 1η Ιουνίου ως τις 5 Νοεμβρίου 1894. Ο συγγραφέας υπέγραφε το έργο με το ψευδώνυμο Βαρδής Γύπαρης. Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νατουραλιστικό μυθιστόρημα και ο συγγραφέας (όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του έργου) είχε επηρεαστεί από τους Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ, αλλά και από τους υπόλοιπους εκπροσώπους του γαλλικού νατουραλισμού (Balzac, Flaubert, Emil Zola). Βασική ηρωίδα του έργου είναι η Μαριώρα Λωρέντζου μια δεκαεξάχρονη κοπέλα από την Τήνο, η οποία έρχεται στην Αθήνα για να εργαστεί και με αυτό τον τρόπο να εξοικονομήσει τα απαραίτητα χρήματα για την προίκα της. Στους τέσσερις τόμους του έργου ο Κονδυλάκης μας περιγράφει τις περιπέτειες της Μαριώρας στην Αθήνα της δεκαετίας του 1870, μας παρουσιάζει πλήθος χαρακτήρων της αθηναϊκής κοινωνίας και στηλιτεύει την κοινωνική και ηθική εξαθλίωση, την αδικία και τη διαφθορά της κοινωνίας με την οποία έρχεται σε επαφή η αθώα Μαριώρα. Η ηθική διδασκαλία όλου του έργου συνοψίζεται σε μια ρήση της μητέρας της Μαριώρας στην αρχή κιόλας του έργου: «Εις τας πόλεις ήσαν στημέναι πολλαί παγίδες κατά της αθωότητος και της αρετής και ότι έπρεπε να δυσπιστή και να προσέχη». Ο Κονδυλάκης χρησιμοποιώντας μια απλή καθαρεύουσα γλώσσα περιγράφει παραστατικά τον υπόκοσμο εκείνης της εποχής και εκθέτει πολλά καυτά κοινωνικά προβλήματα. Σύμφωνα με τον Π. Δ. Μαστροδημήτρη («Τα μυθιστορήματα του Ιωάννη Κονδυλάκη», Η νεοελληνική σύνθεση. Θέματα και κατευθύνσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σ. 207) η μεγάλη έκταση του έργου και ο επεισοδιακός χαρακτήρας των επιμέρους κεφαλαίων – καθένα από τα οποία παρουσιάζει και ένα σχετικό αυτόνομο περιστατικό – οφείλεται στον τρόπο έκδοσης του έργου με τη μορφή συνεχούς σειράς επιφυλλίδων. Παρ’ όλα αυτά αναμφισβήτητη είναι η αφηγηματική δεξιότητα του Κονδυλάκη, που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη και έκανε τους Άθλιους των Αθηνών ένα απ’ τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της εποχής του.