Ο Χριστόδουλος, γεννήθηκε το 1020 στη Νίκαια της Βιθυνίας από ευσεβείς γονείς, τον Θεόδωρο και την Άννα. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης.
Διακρίθηκε ανάμεσα στους συμμαθητές του για τον ζήλο του, την ευφυΐα του, το χρηστό του χαρακτήρα και τις άλλες αρετές του. Αργότερα, και με την ευγενική συνδρομή του αυτοκράτορα Αλέξιου του Κομνηνού, έκτισε το μοναστήρι της Πάτμου (αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο), όπου και μόνασε. Όμως, οι επιδρομές των Αράβων τον ανάγκασαν να καταφύγει στην Εύβοια, όπου και εκοιμήθη το 1101.
Το Μοναστήρι της Πάτμου ή του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή ή του Θεολόγου ιδρύθηκε το 1088 από τον Όσιο Χριστόδουλο ο οποίος ζήτησε και έλαβε σαν δωρεά ολόκληρο το νησί από τον αυτοκράτορα Αλέξιο A’ Κομνηνό.
Η ίδρυση της μονής σήμανε την γένεση ενός πολιτιστικού – πνευματικού – θρησκευτικού κέντρου, που αποτελεί σημείο αναφοράς για όλο τον Χριστιανικό κόσμο.
Η ιστορία της μονής
Η Ιερή μονή της Πάτμου Ιδρύθηκε από τον Όσιο Χριστόδουλο. Κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας , η Πάτμος είναι σχεδόν έρημη. Ένας προικισμένος και και μορφωμένος μοναχός ο Χριστόδουλος ο Λατρινός, το 1088 ζητάει και του παραχωρείται όλο το νησί, από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό, για να ιδρύσει μοναστήρι προς τιμή του Ευαγγελιστή. Ο Χριστόδουλος μένει στην Πάτμο μέχρι το 1118, όταν οι επιδρομές Αράβων πειρατών τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει το νησί. Το όραμα του όμως συνεχίζει να εμπνέει φωτισμένους μοναχούς που συνεχίζουν το έργο του στους επόμενους αιώνες. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει μια καταπληκτική ανάπτυξη της Πάτμου χάρη στην ακτινοβολία του Μοναστηριού, που τις βάσεις του θεμελίωσε υποδειγματικά ο μετέπειτα όσιος της ορθοδοξίας, Χριστόδουλος.
Η Πάτμος κατά τη θρησκευτική ιστορία γίνεται γνωστή από τον 1ο αιώνα από την παρουσία εκεί ως εξόριστου για δύο χρόνια του Ιωάννου του Θεολόγου, μαθητή του Ιησού, ο οποίος ευρισκόμενος στη σπηλιά της Αγίας Άννας συνέγραψε το «Ευαγγέλιο» (πιθανώς) και την «Αποκάλυψη», όπως ο ίδιος μαρτυρεί: «Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν ως σάλπιγγος λεγούσης: ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέψον ταις επτά Εκκλησίαις» (Αποκάλυψη α , 9). Στη Σκάλα (επίνειο) σώζονται τα δύο εκκλησάκια αφιερωμένα το μεν ένα στον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και το άλλο στους μαθητές του Πολύκαρπο και Πρόχορο.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο, περί το έτος 100, η Πάτμος πέφτει στην αφάνεια για οκτώ αιώνες, όταν το 904 μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους κουρσάρους του Λέοντα του Τριπολίτη, οι αιχμάλωτοι Θεσσαλονικείς προσορμίσθηκαν στο νησί.
Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Όσιος Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου επί υψώματος ψηλότερα από του σπηλαίου της Αποκαλύψεως ακριβώς επί του αρχαίου βωμού της Θεάς Άρτεμης.
Γύρω από το μοναστήρι άρχισαν σχεδόν αμέσως να εγκαθίστανται πλην μοναχών και κοσμικοί με τις οικογένειές τους ανεγείροντας οικίες και έχοντας ως άσυλο την εν ήδη κάστρου οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής. Έτσι η Μονή συνδέθηκε με την ιστορία και την ανάπτυξη του νησιού.
Επίσης, με χρυσόβουλο του ίδιου του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' το 1088 ιδρύεται στη Μονή η Πατμιάδα Σχολή, η οποία, σύμφωνα με το ιδρυτικό χρυσόβουλο, φέρει την ονομασία «Φροντιστήριο μαθητών». Η έναρξη λειτουργίας της, όμως, καταγράφεται το έτος 1534, που οργανώθηκε από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Γρηγόριο και συστηματικότερα από το 17ο αιώνα, όταν εξασφαλίσθηκε η οικονομική συντήρηση από τον επιφανή Έλληνα Μανωλάκη Καστοριανό, κάτοικο Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια από το 1713 που ανέλαβε τη διδασκαλία σ΄ αυτήν ως γυμνασιάρχης ο Πάτμιος στην καταγωγή Μακάριος Καλογεράς.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Xτισμένη στην κορυφή βουνού η Μονή εκεί που γύρω της χτίστηκε η σημερινή χώρα, δεσπόζει σε όλο το νησί, Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι χτίστηκε στη θέση αρχαίου ναού της Aρτέμιδος και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η μονή περιβάλλεται από ακανόνιστο ορθογώνιο αμυντικό περίβολο που χρονολογείται από του τέλους του 11ου αιώνα μέχρι τον 17ο.
Aπό τη βυζαντινή περίοδο διατηρούνται το Kαθολικό, η Tράπεζα, η Eστία και τα κελλιά. Δεν είναι βέβαιη η χρονολόγηση των βοηθητικών χώρων, όπως το Mαγκιπείον, το Mυλωνείον, το Δοχείον, το Ωρείον κλπ. Tο καθολικό ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του απλού τετρακιόνιου με νάρθηκα και εξωνάρθηκα και είναι είναι διακοσμημένο με αξιόλογες τοιχογραφίες από τις οποίες το τελευταίο στρώμα τοποθετείται στις αρχές του 16ου αιώνα. Tο παρεκκλήσι της Παναγίας, ορθογώνιας κάτοψης, στη νότια πλευρά του καθολικού, είναι κατάκοσμο από σημαντικές τοιχογραφίες οι οποίες χρονολογούνται στα τελευταία χρόνια του 12ου αιώνα. ΝΔ του καθολικού βρίσκεται το παρεκκλήσι του οσίου Xριστοδούλου, με τυφλό τρούλο, όπου βρίσκεται και η σαρκοφάγος με το σκήνωμά του, και χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα. H Tράπεζα, στη ΒΑ γωνία του καθολικού είναι ορθογώνια σε κάτοψη, με θολωτή στέγαση, τρούλο, είναι διακοσμημένη με φημισμένες τοιχογραφίες. Διατηρούνται τα μαρμάρινα τραπέζια φαγητού των μοναχών.
Tα κελιά είναι παρατεταγμένα στη νότια πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου. Στη μονή υπάρχουν επίσης παρεκκλήσια των μεταβυζαντινών χρόνων: του Aγίου Bασιλείου, του Aγίου Nικολάου, του Tιμίου Σταυρού, του Προδρόμου, των Aγίων Aποστόλων (1603). Δύο μικρότερα βρίσκονται έξω από τον περίβολο της μονής: του Aγίου Γεωργίου και του Aγίου Oνουφρίου (1611).
Το ύψος της μονής ξεπερνά τα 15 μέτρα, το μήκος του από το βορρά ως το νότο είναι 53 μέτρα και από την ανατολή ως τη δύση 70. Αν σταθείς στην είσοδο, όπου υπάρχει μια σιδερένια ενισχυμένη πόρτα, και κοιτάξεις ψηλά, φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
Αρκετά μέτρα πάνω από την πύλη υπάρχει ένα μικρό άνοιγμα(ο «δολοφόνος») απ’όπου οι μοναχοί έχυναν καυτό λάδι,νερό,ακόμα και μολύβι επάνω στους πειρατές ή σε άλλους εισβολείς. Οι καλόγεροι χτυπούσαν τις καμπάνες για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους του νησιού να καταφύγουν πίσω από τους ενισχυμένους τοίχους του μοναστηριού. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Όσιος Χριστόδουλος το έχτισε σαν κάστρο, για να προσφέρει ασφάλεια στους χριστιανούς.
Η κεντρική είσοδος βρίσκεται στο βόρειο μέρος, ενώ υπάρχει και μία μικρότερη είσοδος στο νότιο τμήμα,η οποία τώρα είναι κλειστή. Το μοναστήρι δεν ολοκληρώθηκε το 1088,έγιναν από τότε κάποιες αλλαγές για να καλυφθούν οι ανάγκες των μοναχών και της εκκλησίας. Τα παλαιότερα μέρη είναι η ανατολική και η βόρεια πτέρυγα,το βλέπει κανείς άλλωστε στο ακανόνιστο σχήμα των τοίχων τους που χτίστηκαν βιαστικά τα πρώτα χρόνια για να οχυρώσουν την περιοχή.
Στα αριστερά της πύλης βρίσκεται η κεντρική εκκλησία(καθολικό),ένα από τα πρώτα κτίρια,κτισμένη το 1090. Στην είσοδό της υπάρχουν 4 καμάρες κι ένας εξωνάρθηκας γεμάτος τοιχογραφίες. Αυτές που βρίσκονται ψηλότερα είναι του 17ου αιώνα και αναπαριστούν θαύματα που έγιναν από τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Οι χαμηλότερες είναι του 19ου αιώνα.
Προχωρώντας προς τα μέσα παρατηρεί κανείς αμέσως το τρισδιάστατο εικονοστάσι από σκαλισμένο ξύλο (1820) το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο του 15ου αιώνα που με τη σειρά του είχε τότε αντικαταστήσει το μαρμάρινο εικονοστάσι του Όσιου Χριστόδουλου.