Η 25η Μαρτίου 1838 ορίζεται ως η εθνική επέτειος των Ελλήνων από τον Όθωνα.
Ακόμη τότε ζούσανε πολλοί πολεμιστές του Αγώνα ανάμεσά τους ο Γέρος του Μοριά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843), ο Στερεοελλαδίτης Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864) και ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877) από τα Ψαρά, ο ηρωικός πυρπολητής στην Τένεδο έως τη Χίο και τη Σάμο στο Αιγαίο πέλαγος. Η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και τα νησιά, τα ελληνικά νησιά, στο ανατολικό Αιγαίο είχανε καθαρή λύση στην επίλυση του γόρδιου οθωμανικού δεσμού. Συγκεκριμένα, η Επανάσταση αποφασίστηκε περί τα τέλη του φθινοπώρου το 1820 από ηγέτες στα οριοθετούμενα σύνορα του Ελληνισμού.
Μία εναρκτήρια απόφαση για την εθνεγερσία πάρθηκε στη Βεσσαραβία (Ismail) από τη Φιλική Εταιρεία στις 20 Οκτωβρίου το 1820, αλλά η εξέγερση προδόθηκε στο Σουλτάνο από τους Άγγλους και γι’ αυτό η Συνάντηση στη Βοστίτσα (Αίγιο) τον επόμενο Ιανουάριο επισπεύδει τις διαδικασίες. Η Συνάντηση στη Βοστίτσα πραγματοποιήθηκε από 26 έως 30 Ιανουαρίου του 1821, με σημαίνοντα πρόσωπα της Πελοποννήσου, όπως οι Ανδρέας Λόντος, Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Παπαφλέσσας, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Χρύσανθος ο επίσκοπος Μονεμβασίας, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Παναγιώτης Αρβάλης, Αμβρόσιος Φραντζής, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος και Δημήτριος Μελετόπουλος. Οι συμμετέχοντες προκειμένου να έχουνε μια ημερολογιακή πυξίδα με βάση τις θρησκευτικές εορτές μπροστά τους ορίζουνε μερικές συγκεκριμένες εορτές που όλοι οι ορθόδοξοι γνωρίζουμε, όπως για παράδειγμα 25η Μαρτίου (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), 10η Απριλίου (Κυριακή του Πάσχα), 21η Μαΐου (Κωνσταντίνου και Ελένης) και 29η Μαΐου (Δεύτερη Άλωση της Κωνσταντινούπολης), όπως επισημαίνει ο Οθωμανολόγος Δρ. Δημήτρης Σταθακόπουλος σε ανάλογη συζήτηση με το δημοσιογράφο κ. Πάρι Καρβουνόπουλο. Οι Κρητικοί φαίνεται να μην έχουνε ενημερωθεί, τουλάχιστον όχι επισήμως.
Όταν η Επανάσταση ξεκίνησε στο Ιάσιο στις 21 Φεβρουαρίου 1821 με τον ανέτοιμο Ιερό Λόχο από 500 σπουδαστές, αποφοίτους των Ηγεμονικών Ακαδημιών στις Παρίστριες επαρχίες, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήτανε ένας ιδεολόγος ηγέτης ο οποίος δυστυχώς δεν πέτυχε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα. Ο ίδιος αποτάχθηκε από το ρωσικό στρατό αμέσως από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ και μετά την αποτυχία στο Δραγατσάνι, μόνος του παραδόθηκε στις αυστριακές αρχές, χρόνια μετά όταν αποφυλακίστηκε με περιορισμούς γράφει άρρωστος στις 2 Ιανουαρίου 1828 μια δραματική επιστολή στον νέο Τσάρο Νικόλαο Α΄ της Ρωσίας. Εξαιρετικά ευγενής δεν ζητούσε παρά τη ρωσική διαμεσολάβηση να γίνει αποδεκτός άμα τη επιστροφή του στην πατρίδα από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πεθαίνει 19 Ιανουαρίου 1828, έχοντας κλονισμένη υγεία, και χωρίς ποτέ να έλθει στην ελεύθερη Ελλάδα για την οποία όντως έδωσε την ίδια του τη ζωή, με μακρόχρονη στέρηση ελευθερίας έγκλειστος, άνευ λόγου. Η διάσημη επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το Ιάσιο στην έναρξη της Επανάστασης «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» στις 24 Φεβρουαρίου το 1821 είναι η αρχή του νέου ελληνικού κράτους.
Η Πελοπόννησος ως το επίκεντρο την Άνοιξη του 1821
Ο Μάρτιος του 1821 υπήρξε πράγματι δραστήριος βόρεια στη Μολδοβλαχία και στη νότια Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επιθυμούσε να είναι στην Πελοπόννησο ανήμερα του Ευαγγελισμού την 25η Μαρτίου 1821. Είτε ο Επίσκοπος Γερμανός όρκισε τους οπλαρχηγούς στην Αχαΐα, είτε όχι, το χριστιανικό σύμβολο παραμένει ζωντανό. Στις 10-13 Μαρτίου 1821 η ίδια ομάδα της Βοστίτσας συναντήθηκε στην Τρίπολη και τότε υπήρξε έντονη η αντιπαράθεση για αναβολή του Αγώνα. Η ανεπαρκής προετοιμασία και η μη έγκαιρη επιστροφή του απεσταλμένου κληρικού από την Πόλη και το Πατριαρχείο πίσω στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Ανδρέα Ζαΐμη, ήτανε αρκετά για την αναβολή του αβέβαιου εγχειρήματος και οι παρευρισκόμενοι αποχώρησαν όταν η συζήτηση έφτασε σε αδιέξοδο.
Δίχως αμφιβολία η Κωνσταντινούπολη απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από το νότο και ο φαναριώτικος Ελληνισμός έχει ανέκαθεν διαφορετικές ανάγκες διαβίωσης και επιβίωσης μέσα στο Μουσουλμανικό κόσμο. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ όταν υπέγραφε τον αφορισμό της Επανάστασης ήτανε ο φόβος που έκανε την υπογραφή του στο χαρτί. Η οργισμένη επιστολή του προς τον ορθόδοξο Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν στις 11 Μαρτίου 1821 να τερματίσει το απονενοημένον τούτο κίνημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνικός Τηλέγραφος» μόλις στις 17 Απριλίου 1821 στη Βιέννη. Ωστόσο, όταν δημοσιεύεται η βεβιασμένη όσο φοβισμένη επιστολή, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έχει ήδη μαρτυρήσει για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την Ελευθερίαν, απαγχονισμένος για μέρες στην πόρτα του Πατριαρχείου από την Κυριακή του Πάσχα.
Η Πελοπόννησος έδινε αρχικά πρόσφορο έδαφος για την επιτυχημένη αρχή της Επανάστασης λόγω μιας μικρής πυκνότητας τούρκικου πληθυσμού, το 19ο αιώνα μόνο ένας τους δέκα κατοίκους της Πελοποννήσου είναι Μουσουλμάνος, και ο τουρκικός στρατός είναι όλος συγκεντρωμένος στα Γιάννενα ήδη από το καλοκαίρι του 1820 όταν οι Οθωμανοί πολεμούνε ενάντια στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Νοτιότερα και με καθυστέρηση, οι Κρητικοί όταν πληροφορήθηκαν την έναρξη της Επανάστασης σε ανάλογες συναντήσεις στα Σφακιά έλαβαν την απόφαση της ένοπλης συμμετοχής στον Αγώνα και τον Απρίλιο του 1821 ο ορθόδοξος Επίσκοπος Κισσάμου είχε ακριβώς την ίδια τύχη με τον Πατριάρχη. Ο Μεγάλος Αρπεντές στις 24 Ιουνίου 1821 μέσα στην εκκλησία του πολιούχου στον Άγιο Μηνά έφερε το τέλος για όλους τους επισκόπους, το Μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη και εκατοντάδες πιστούς.
Οι ένοπλες συγκρούσεις των Οθωμανών με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων το καλοκαίρι του 1820 στην Ήπειρο δημιουργούνε το δίαυλο ανταπάντησης διάπλατα στον παρίστριο ελληνόφωνο βορρά και στον ξεκάθαρα ελληνικό νότο. Προς τούτο οι πρώτες συζητήσεις έγιναν από τον Οκτώβριο του 1820 στη σημερινή Μολδαβία, όπου μια μεγάλη ελληνική παροικία υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα· όταν ο Θεός έβαζε την υπογραφή του για την ελευθερία των Ελλήνων έκτοτε δεν υπήρξε ποτέ επιστροφή, alea jacta est.