Στις 5 Μαΐου του 2010, η χώρα παραλύει από τις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις ενάντια στην ψήφιση από την ελληνική βουλή του 1ου μνημονίου, της συμφωνίας δηλαδή για δανεισμό της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η ημέρα εκείνη θα σημαδευτεί για πάντα από τον εμπρησμό, με μολότοφ, του υποκαταστήματος της Marfin Bank, στην οδό Σταδίου 23, που οδήγησε στον ασφυκτικό θάνατο τριών ανθρώπων.
Στην Αθήνα εξελισσόταν μία από τις μαζικότερες διαδηλώσεις των τελευταίων δεκαετιών. Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, ανάμεσα στις χιλιάδες των διαδηλωτών υπήρχαν και ομάδες ανθρώπων που στόχος τους δεν ήταν διαμαρτυρία, ούτε καν η καταστροφή. Στόχος τους ήταν ο θάνατος.
Μέσα από δημοσιεύματα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων, παρακολουθούμε όσα τραγικά συνέβησαν στο υποκατάστημα της Marfin.
«Σύμφωνα με πληροφορίες αυτοπτών μαρτύρων, η ένταση που οδήγησε στην τραγωδία ξεκίνησε την ώρα που μπλοκ διαδηλωτών από μέλη κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς περνούσε έξω από το κτίριο της οδού Σταδίου.
»Όταν οι διαδηλωτές αντιλήφθηκαν μέσα στην τράπεζα υπαλλήλους που εργάζονταν, στράφηκαν προς το μέρος τους αποκαλώντας τους απεργοσπάστες και φωνάζοντας υβριστικά συνθήματα.
Η ρίψη των φονικών μολότοφ
»Άγνωστοι που είχαν παρεισφρήσει ανάμεσά τους έσπασαν με πέτρες και άλλα αντικείμενα την πρόσοψη της τράπεζας και πέταξαν στο εσωτερικό βόμβες μολότοφ, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα πυρκαϊάς.
»Ορισμένοι εργαζόμενοι που πρόλαβαν να βγουν από το κατάστημα αντιμετώπισαν διαδηλωτές οι οποίοι τους “υποδέχθηκαν” με συνθήματα και χειρονομίες. Κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους έμειναν στο εσωτερικό προσπαθώντας με πυροσβεστήρες να κατασβέσουν τη φωτιά.
»Με την πάροδο του χρόνου όμως η φωτιά επεκτάθηκε σε όλους τους χώρους του ισογείου και κάποιοι υπάλληλοι κατάφεραν να γλιτώσουν βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο.
Εμποδίζοντας την πυροσβεστική
»Με το ξέσπασμα της πυρκαϊάς ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Τα οχήματά της καθυστέρησαν να προσεγγίσουν το κτίριο καθώς διαδηλωτές είχαν παραμείνει έξω από αυτό και δεν αποχωρούσαν.
»Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα πυροσβεστικό όχημα που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, στην πλατεία Κλαυθμώνος, έκανε έξι λεπτά, σύμφωνα με την Πυροσβεστική, να φτάσει στο κτίριο, ενώ οι πρώτοι πυροσβέστες έφτασαν στο σημείο πεζή και άρχισαν να σπάζουν τις τζαμαρίες για να προχωρήσουν στην κατάσβεση.
»Τα πρώτα δύο οχήματα έφτασαν τελικά ύστερα από μερικά λεπτά, αλλά και αυτά διαδηλωτές τα «υποδέχθηκαν» με πέτρες.
Μάχη με τις φλόγες
»Όταν έγινε από όλους κατανοητό ότι η πυρκαϊά ξέφευγε από τον έλεγχο, τα οχήματα της Πυροσβεστικής κατάφεραν τελικά να πλησιάσουν. Πέντε οχήματα και συνολικά 21 πυροσβέστες ρίχτηκαν στη μάχη της κατάσβεσης.
»Χρησιμοποιώντας σκάλες ανέβηκαν στους ορόφους, όπου είχαν καταφύγει και οι τρεις άτυχοι υπάλληλοι, αναζητώντας εγκλωβισμένους.
»Εν τω μεταξύ πυκνοί καπνοί είχαν τυλίξει εξωτερικά το κτίριο ενώ στο εσωτερικό η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Μάλιστα οι καπνοί που έβγαιναν ήταν ορατοί σε όλο το κέντρο της Αθήνας.
»Κάποιοι από τους υπαλλήλους που βρίσκονταν στους άλλους ορόφους είχαν βγει στα μπαλκόνια αναζητώντας αέρα, ενώ άλλοι επιχειρούσαν να πηδήξουν σε παρακείμενα κτίρια.
»Φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες και χρησιμοποιώντας πτυσσόμενες σκάλες, πυροσβέστες απεγκλώβισαν πέντε υπαλλήλους, τέσσερις γυναίκες και έναν άνδρα, ενώ άλλοι μπήκαν στην τράπεζα και προχώρησαν σε κατάσβεση.
»Τους πυροσβέστες προστάτευε διμοιρία των ΜΑΤ που απομάκρυνε όσους διαδηλωτές είχαν απομείνει. Κατά την κατάσβεση στο κέντρο επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής έφτασαν πληροφορίες ότι εντός του κτιρίου υπήρχαν δύο άνθρωποι σοβαρά τραυματισμένοι, ενδεχομένως και νεκροί.
»Οι προσπάθειες των πυροσβεστών εντάθηκαν, ωστόσο ήταν ήδη αργά. Οι πυροσβέστες τελικά εντόπισαν τρία πτώματα στον τρίτο όροφο του κτιρίου».
Νεκροί βρέθηκαν οι Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Μαΐου 2010 αναφέρει όσα είπε ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης« “Ο θάνατός τους ήταν ασφυκτικός” δήλωσε ο ιατροδικαστής κ. Φ. Κουτσάφτης, ο οποίος εξέτασε τα τρία πτώματα που βρέθηκαν στο κτίριο της οδού Σταδίου.
»Ο κ. Κουτσάφτης απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων είπε πως η μία γυναίκα εντοπίστηκε στον τελευταίο όροφο, που ήταν ένας χώρος σαν πατάρι, η άλλη σε όροφο όπου υπήρχε μπαλκόνι και μάλλον επιχειρούσε να κινηθεί προς τα εκεί αλλά την εγκατέλειψαν οι δυνάμεις της και ο άνδρας εντοπίστηκε στο κλιμακοστάσιο. “Πέθαναν από ασφυξία, αφού εισέπνευσαν τοξικά από τα υλικά που καίγονταν. Δεν έφεραν εγκαύματα”».
Μαρτυρίες
Η Μάρνυ Παπαματθαίου και ο Ι. Νικολόπουλος κατέγραψαν για λογαριασμό του «ΒΗΜΑΤΟΣ» όσα είδαν οι αυτόπτες μάρτυρες.
Η Ειρήνη, της οποίας το επίθετο δεν δημοσιεύθηκε, την ώρα της επίθεσης βρισκόταν μπροστά από την κεντρική βιτρίνα του τραπεζικού υποκαταστήματος:
« “Ήταν ομάδες, 20,30 άτομα, με μαύρα ρούχα, κουκούλες και μαντίλια. Πήγαιναν παράλληλα με την πορεία, από το Πολυτεχνείο ως τη Σταδίου. Δύο άτομα, πιτσιρικάδες φαίνονταν, με κουκούλες, ο ένας μάλιστα φορούσε γκριαθλητικό φούτερ με κουκούλα και μεγάλο μαντίλι, βγήκαν από την πορεία και άρχισαν με ένα τσεκούρι πυροσβεστικού τύπου και μια βαριοπούλα να ‘κατεβάζουν’ τα τζάμια.
Δεν τους πτόησαν οι αντιδράσεις των άλλων διαδηλωτών που φώναζαν ‘αίσχος, ντροπή σας προβοκάτορες, σταματήστε’.
«Κάποιοι εκπαιδευτικοί, τα μπλοκ των οποίων μόλις είχαν σταματήσει μπροστά από την πλατεία Κλαυθμώνος, αποπειράθηκαν να τους εμποδίσουν.
“Συνεπλάκησαν οι μαυροφορεμένοι κουκουλοφόροι με όσους προσπάθησαν να τους σταματήσουν. Ενας δάσκαλος έπεσε μπροστά μου χτυπημένος στο κεφάλι, αιμόφυρτος, και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον απομακρύνουν».
Αρχίσαμε να κινούμαστε ξανά, με τον φόβο επέκτασης των επεισοδίων. Κάποιοι, λίγοι, τράβηξαν προς την Πανεπιστημίου. Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε τη Σταδίου όταν άκουσα τον ήχο από γυαλιά να σπάζουν ξανά. Γύρισα το κεφάλι και είδα μία τουλάχιστον μολότοφ να σκάει στο εσωτερικό της τράπεζας. Ολα έγιναν μέσα σε λίγα λεπτά. H ώθηση του πλήθους προς τα μπροστά με απομάκρυνε από το σημείο.
Αργότερα, όταν κατηφορίζαμε την Πανεπιστημίου, άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτοι ψίθυροι ότι υπήρξαν ανθρώπινα θύματα και τραυματίες. Φρικτή κατάσταση».
«Θα σας κάψουμε»
Στο «ΒΗΜΑ» μίλησε και ο διευθυντής του βιβλιοπωλείου «Ιανός», που βρίσκεται απέναντι από το υποκατάστημα της Τράπεζας, . Β. Χατζηιακώβου.
«Δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Η κεντρική είσοδος της τράπεζας ήταν κλειστή. Εσπασαν τις τζαμαρίες και πέταξαν μέσα μολότοφ. Το κτίριο είναι παλιό και σχεδόν όλο ξύλινο στο εσωτερικό.
Επιασε αμέσως φωτιά. Είδα τι έγινε και έτρεξα απέναντι με πυροσβεστήρα. Τι να κάνει όμως ένας πυροσβεστήρας σε εκείνη την κατάσταση;»
«Είδα έναν άνθρωπο να πηδάει στο διπλανό κτίριο, από το μπαλκόνι και να πέφτει τελικά κάτω, κατάμαυρος από τον καπνό. Ευτυχώς σώθηκε. Λίγο νωρίτερα είχαν επιτεθεί και στον “Ιανό”.
Το βιβλιοπωλείο εκείνη τη στιγμή ήταν κλειστό λόγω της απεργίας, αλλά ήμασταν λίγοι άνθρωποι επάνω στον πολυχώρο.
Τα έκτροπα ξεκίνησαν με την πρώτη εμφάνιση των ΜΑΤ στην οδό Κοραή. Εφτασαν και εδώ, έσπασαν την είσοδο και ακούσαμε κάποιους να λένε ‘πάμε να φύγουμε, το έχουμε ξανασπάσει’.
Κάποιοι μπήκαν μέσα και πέταξαν βόμβες μολότοφ και πάνω σε ανθρώπους. Ενας από τους συναδέλφους μας γέμισε βενζίνη και κινδύνεψε να καεί ζωντανός».
Τι είπαν οι εργαζόμενοι
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Μαΐου 2010:
«Η κυρία Μαρία Καραγιάννη (φωτογραφία) ήταν από τις τυχερές υπαλλήλους της τράπεζας Μarfin. Ο καπνός την έπνιξε, αλλά δεν τη σκότωσε. Είδε όμως τους συναδέλφους της με τους οποίους μοιραζόταν καθημερινά το ίδιο γραφείο να σωριάζονται στο έδαφος.
»Δεν είχε διάθεση και κουράγιο να μιλήσει. Κρατούσε το κεφάλι της και ψέλλιζε: «Εσπασε το τζάμι και σώθηκα…». Την ώρα που λαμπάδιασε το κτίριο η κυρία Καραγιάννη βρισκόταν στον τρίτο όροφο.
“Ολα έγιναν τόσο γρήγορα. Μαύρος καπνός “πλημμύρισε” το γραφείο. Μου κόπηκε η αναπνοή. Θυμάμαι ότι ένας συνάδελφος έσπασε το τζάμι και κατάφερα να βγω στο μπαλκόνι για να αναπνεύσω, να σωθώ» λέει έχοντας το βλέμμα της χαμηλωμένο. «Ηταν υπόθεση ενός λεπτού, το πολύ δύο…”.
Kάποια χρόνια αργότερα, στα πλαίσια ερευνών των αρχών για τους φυσικούς αυτουργούς του φονικού εμπρησμού, ένας από τους εργαζομένους στο μοιραίο υποκατάστημα ανέφερε:
«Τρία άτομα με κουκούλες, αρχίζουν και σπάνε την τζαμαρία του κάτω ορόφου, αφού την σπάσανε, ρίξανε μέσα ούτε εγώ ξέρω τι, αμέσως λαμπάδιασε, μέσα σε πέντε λεπτά.
»Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ώρα που έβγαινα από την πόρτα. Η πόρτα ήταν ηλεκτρονική και έπρεπε να μπω μέσα στο κουβούκλιο, να μείνω μέσα για πέντε δευτερόλεπτα και μετά να ανοίξει και δεν ήξερα αν θα άνοιγε για να βγω έξω. Βγήκα, αρχίσανε οι πέτρες, να με βρίζουνε “να καείτε”, “καλά να πάθετε” και τέτοια…».
Οι καταγγελίες για το κτίριο
Τις ώρες που ακολούθησαν το τραγικό συμβάν, προέκυψαν μεγάλα ερωτηματικά για τα μέτρα που είχαν ληφθεί από την τράπεζα ως προς την πυρασφάλεια του κτιρίου, ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκαν οι εργαζόμενοι στο συγκεκριμένο υποκατάστημα.
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Μαΐου 2010
« “Το κτίριο είναι παλιό. Οπως φάνηκε και στην πράξη, όποιοι εγκλωβιστούν σε κάποιον όροφο είναι δυνατόν να πεθάνουν σαν τα ποντίκια” έλεγαν ορισμένοι. Κάποιοι κατήγγειλαν επίσης ότι οι υπάλληλοι της συγκεκριμένης τράπεζας είχαν πάρει εντολή να εργαστούν ως τις 3 μ.μ., όταν σε άλλα υποκαταστήματα τραπεζών της Αθήνας συνάδελφοί τους είχαν αναχωρήσει από τη 1 μ.μ.
»“Η τράπεζα δεν ήταν υποχρεωμένη να διαθέτει πιστοποιητικό πυροπροστασίας για να πάρει άδεια λειτουργίας”.
»Αυτό ανέφερε μιλώντας στο «Βήμα» ανώτατος αξιωματικός της Πυροσβεστικής και συμπλήρωσε ότι “είναι στη διακριτική ευχέρεια του υπευθύνου της τράπεζας να διαθέτει όποιο σύστημα προστασίας από φωτιές κρίνει απαραίτητο, ακόμη και δύο πυροσβεστήρες, και είναι αρμόδιος για το εάν το σύστημα λειτουργεί σωστά ή εάν συντηρούνται οι πυροσβεστήρες εγκαίρως”.
»Πηγές από τη διοίκηση της τράπεζας ανέφεραν ότι το κτίριο ήταν διατηρητέο και ως εκ τούτου απαγορεύεται κάθε σχετική παρέμβαση για τη δημιουργία εξόδου κινδύνου. Οι τεχνικές υπηρεσίες της γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να παρέμβουν στην πρόσοψη του κτιρίου.
»Οπως αναφέρθηκε χθες, ακόμη και οι πινακίδες της τράπεζας ήταν διαφορετικές από εκείνες που τοποθετούνται σε άλλα υποκαταστήματα, εξαιτίας του διατηρητέου κτιρίου.
»“Στα διατηρητέα δεν επιτρέπεται να ρίξουμε έναν τοίχο για να κάνουμε μια δεύτερη έξοδο, ούτε κάποια άλλη παρέμβαση στο κτίριο. Μπορεί όμως ο μελετητής να ζητήσει μια απόκλιση για θέματα ασφαλείας.
“Αν το πολεοδομικό γραφείο και η αρχιτεκτονική επιτροπή την εγκρίνουν, μπορεί να πραγματοποιηθεί,διαφορετικά όχι. Με άλλα λόγια ο νομοθέτης αφήνει το θέμα στη διακριτική ευχέρεια του μελετητή και της Πολεοδομίας.
“Ο ιδιοκτήτης του κτιρίου ή ο επιχειρηματίας που το ενοικιάζει δεν θα διαθέσει, χωρίς να απαιτείται, χρήματα για να το κάνει» λέει ο αντιπρόεδρος του ΤΕΕ κ. Χρ. Σπίρτζης.
»Οπως σημειώνουν πάντως πολεοδόμοι, αν ένα διατηρητέο κτίριο έχει στην πίσω όψη του ακάλυπτo χώρο, μπορεί να δημιουργηθεί μία έξοδος κινδύνου».
Ευθύνες
Όπως έγινε εκ των υστέρων γνωστό, οι υπάλληλοι βρίσκονταν στο κτίριο την ημέρα της απεργίας υπό τον φόβο της απόλυσής τους.
Οι συγγενείς των θυμάτων κινήθηκαν νομικά κατά της τράπεζας και πέτυχαν αποζημιώσεις ενώ ύστερα από αρκετά χρόνια καθυστέρησης δικαιώθηκαν και ως προς τις αστικές αξιώσεις που είχαν έναντι του κράτους.
Τέσσερα στελέχη της τράπεζας Marfin (ο τότε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Κ.Β, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτίριου Ε.Β., η διευθύντρια του καταστήματος Α.Β. και η υποδιευθύντρια Α. Κ. Η υποδιευθύντρια του καταστήματος αθωώθηκε και οι άλλοι τρεις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης με αναστολή.
Οι έρευνες για τους εμπρηστές
Έναν χρόνο μετά το τραγικό συμβάν, μια ανώνυμη επιστολή προς τις αστυνομικές αρχές κατονόμαζε τρεις ανθρώπους ως φυσικούς αυτουργούς, αναφέροντας τα πλήρη στοιχεία τους (αριθμούς ταυτότητας, πινακίδες οχημάτων και αριθμούς κινητών τηλεφώνων).
Τελικά, μέσω της ανώνυμης αυτή επιστολής. σε δίκη θα οδηγηθούν δύο άνδρες, ο 34χρονος Θ.Σ. και ο Π.Α.. Και οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν ομόφωνα τον Οκτώβριο του 2016.
Κανένας από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν αναγνώρισε τους κατηγορούμενους ως τους δράστες, ενώ ούτε υπήρξε ταυτοποίηση μέσω φωτογραφιών.
Ο Θ.Σ δήλωσε: «πήγα να βοηθήσω και τώρα με κατηγορούν για ένα έγκλημα που δεν έχω κάνει και μάλιστα τόσο βαρύ» προσθέτοντας «Εχω καταδικάσει την επίθεση στην τράπεζα Μαρφίν από το 2011. Ως άνθρωπος που αγωνίζεται για την αντιεξουσία και την ελευθερία, δεν θα μου επέτρεπα να κάνω αυτό για το οποίο κατηγορούμαι».
O Π.Α. δήλωσε πωςδεν βρισκόταν καν στη διαδήλωση εκείνη την ημέρα, αλλά στον Διόνυσο όπου εργαζόταν προσθέτοντας «Συλλυπητήρια στους συγγενείς των θυμάτων. Θα ήθελα να βρεθούν οι πραγματικοί ένοχοι»
Η υπόθεση βρίσκεται από το 2021 σε διαδικασία επανεξέτασης, χωρίς όμως να έχει υπάρξει ακόμα κανένα ουσιαστικό αποτελέσματα.