Όσο και αν βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, οι ιστορίες αγάπης μεταξύ γαλαζοαίματων και κοινών θνητών πάντα συγκινούν.
Και μπορεί σήμερα ο πρίγκιπας Χάρι να παντρεύεται μια ηθοποιό –και όχι πρώτης γραμμής– όπως η Μέγκαν Μαρκλ και σχεδόν να μην ανοίγει ρουθούνι, όσο όμως πάμε πίσω στον 20ό αιώνα, τέτοιες σχέσεις όχι μόνο ήταν στα όρια του παράνομου, αλλά υπήρχαν και παρασκηνιακά προβλήματα. Όπως συνέβη με την Ασπασία Μάνου και τον βασιλιά Αλέξανδρο Α΄ των Ελλήνων.
Το βαρύ όνομα και ο κεραυνοβόλος έρωτας
Όχι ότι ήταν καμιά τυχαία η Μάνου – το αντίθετο. Κόρη αριστοκρατικής οικογένειας με ρίζες από το Φανάρι, η Ασπασία γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1896 και ήταν κόρη του αξιωματικού του Ιππικού Πέτρου Μάνου και της Ελένης Αργυροπούλου, εγγονής του πανεπιστημιακού και μετέπειτα υπουργού Περικλή Αργυρόπουλου. Η οικογένεια ανήκε στους αριστοκρατικούς κύκλους της εποχής, ενώ το γενεαλογικό τους δέντρο έφτανε μέχρι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η Ασπασία Μάνου είχε μια αδελφή, τη Ρωξάνη, ενώ πολλά χρόνια μετά το διαζύγιο, ο πατέρας της παντρεύτηκε την καλλονή της εποχής Σοφία Τομπάζη, εγγονή του αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού Γεωργίου Τομπάζη. Απέκτησαν την κατά είκοσι χρόνια νεότερη ετεροθαλή αδελφή της Ασπασίας, την κορυφαία χορογράφο Ραλλού Μάνου.
Το 1915, στα 19 της, η Ασπασία Μάνου επιστρέφει στην Ελλάδα. Το νεαρό κορίτσι που είχε φύγει για σπουδές στο εξωτερικό, έχει μεταμορφωθεί σε μια πανέμορφη δεσποινίδα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν καλλιεργημένη και σοβαρή, άρα μια πολλά υποσχόμενη νύφη. Φυσικά η ίδια κυκλοφορούσε στους –αριστοκρατικούς– κύκλους της εποχής, ενώ μια από τις καλύτερες φίλες της ήταν η πριγκίπισσα Ελένη, αδελφή του Αλέξανδρου. Με τον τελευταίο γνωρίστηκαν σε δείπνο στο σπίτι του σταβλάρχη Υψηλάντη, και ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος.
Εκείνος έφτανε να μιλάει ακόμα και για γάμο, αγνοώντας ότι θα γινόταν βασιλιάς. Αντίθετα η Μάνου συγκρατούσε τα συναισθήματά της, φτάνοντας σε σημείο να τον αποφεύγει συστηματικά και προσπαθούσε να μην μένει ποτέ μόνη μαζί του.
Τα εμπόδια μιας σχέσης
Το κυνηγητό του πρίγκιπα συνεχίστηκε στις Σπέτσες, όπου η Ασπασία παραθέριζε. Κι εκεί κατάφερε να μείνουν μόνοι. Όμως, σύμφωνα με τη βιογραφία του ζευγαριού, όταν εκείνος προσπάθησε να την φιλήσει, εκείνη του έδειξε την πόρτα λέγοντάς του: «Πηγαίνετε, Υψηλότατε!». Τότε ανέλαβε να βοηθήσει η αδελφή του πρίγκιπα, η Ελένη, που ήταν και η μόνη από την οικογένεια που έβλεπε με καλό μάτι αυτή την ιστορία.
Η Ελένη άρχισε να καλεί την Ασπασία σε περιπάτους στους οποίους διακριτικά παρευρισκόταν και ο Αλέξανδρος. Τον Σεπτέμβριο του 1916 εκείνος της εξομολογήθηκε τα συναισθήματά του.
Είναι όμως η στιγμή που η ιστορία αλλάζει. Έτσι ο Αλέξανδρος, με απόφαση του πατέρα του, γίνεται βασιλιάς. Αυτό μεταφράζεται σε ακόμα ένα τεράστιο εμπόδιο για το ζευγάρι. Μπορεί η Μάνου να είναι από αριστοκρατική οικογένεια, όμως δεν θα μπορούσε ποτέ να παντρευτεί έναν βασιλιά, αφού δεν ήταν γαλαζοαίματη.
Το νεαρό ζευγάρι έχει πλέον πολλούς εχθρούς. Ακόμα και τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που μάλιστα προξένευε στον Αλέξανδρο την πριγκίπισσα της Αγγλίας. Η εναντίωση του Κρητικού πολιτικού στον πιθανό γάμο Αλέξανδρου-Ασπασίας είχε να κάνει με τη φοβία του ότι μια τέτοια ενέργεια από τη μεριά του νεαρού βασιλιά θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το θρόνο, κάτι που θα έδινε την ευκαιρία στον εξόριστο Κωνσταντίνο να επιστρέψει με διεκδικήσεις.
Ο μυστικός γάμος και η τραγωδία
Ο Αλέξανδρος πιέζεται από παντού. Η Μάνου έχει πειστεί ότι χάνει τον άντρα που αγαπάει. Μόνο που τον Νοέμβριο του 1919, τέσσερα χρόνια μετά από μια σωρεία περιπετειών αλλά και ένα κρυφτό από την κοινωνία της εποχής, το ζευγάρι παντρεύεται – κεκλεισμένων των θυρών, παρουσία της μητέρας και της αδερφή της νύφης και δύο φίλων του γαμπρού. Άλλωστε, στο σπίτι του τελευταίου έγινε η τελετή. Φυσικά οι αντιδράσεις από το ευρύτερο περιβάλλον συνεχίστηκαν και μετά το γάμο. Και όχι μόνο για το ζευγάρι, αλλά και για τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αφού ανέβηκε σχεδόν παράνομα στο θρόνο καθώς ήταν δευτερότοκος.
Στις 25 Οκτωβρίου 1920 ο Αλέξανδρος αφήνει την τελευταία του πνοή στα 27 του χρόνια. Όλα ξεκίνησαν λίγες μέρες πριν, όταν έκανε περίπατο στο βασιλικό κτήμα. Ο σκύλος του ενεπλάκη σε καβγά με έναν πίθηκο, κατοικίδιο του Γερμανού γεωπόνου του βασιλικού κτήματος, Στουρμ. Ενώ ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να διαχωρίσει τα δύο ζώα, ο πίθηκος του επιτέθηκε και τον δάγκωσε στο πόδι και τον κορμό. Ο νεαρός βασιλιάς πέθανε ύστερα από λίγες μέρες από σηψαιμία. Το τραγικό, εκτός από το θάνατο του Αλέξανδρου, ήταν ότι η Μάνου περίμενε το πρώτο τους παιδί.
Η αναγνώριση και το φινάλε
Την 25η Μαρτίου 1921 ήρθε στον κόσμο η Αλεξάνδρα, ο καρπός του έρωτα του βασιλιά με τη Μάνου. Φυσικά το όνομα δόθηκε προς τιμήν του πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα παντρεύτηκε τον βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος βασίλευσε μετά τη δολοφονία του πατέρα του, το1934, βασιλιά Αλέξανδρου Α΄ της Γιουγκοσλαβίας, με αντιβασιλέα τον πρίγκιπα Παύλο. Όταν ο αντιβασιλέας το 1941 συνεννοήθηκε με τον Χίτλερ, προκάλεσε λαϊκή εξέγερση. Ο Πέτρος ανέλαβε τότε επίσημα ως βασιλιάς (είχε συμπληρώσει τα 18 έτη), αλλά μετά τη γερμανική εισβολή αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αγγλία. Εκεί, το 1944, νυμφεύθηκε την κόρη της Ασπασίας Μάνου και του βασιλιά Αλέξανδρου Α΄ και απέκτησαν τον σημερινό διεκδικητή του σερβικού θρόνου, πρίγκιπα διάδοχο Αλέξανδρο Β΄ της Σερβίας.
Όσον αφορά την αναγνώριση του γάμου της Μάνου με τον Αλέξανδρο, η μητέρα του, βασίλισσα Σοφία, φρόντισε το 1922 να γίνει η αναγνώρισή του. Πάντως χρειάστηκαν πάνω από 10 χρόνια για τη νομική τακτοποίηση, που τελικά έγινε στα τέλη του 1936.
Η Ασπασία με την επιβολή της δικτατορίας, το 1967, έφυγε μαζί με τη κόρη της και έζησε στην Ιταλία και την Αγγλία. Πέθανε στη Βενετία στις 7 Αυγούστου 1972, και τα οστά της, μαζί με αυτά της κόρης της Αλεξάνδρας, μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι το 1993, από τον εγγονό της, Αλέξανδρο Β΄.
Το ειδύλλιο επί σκηνής
Το καλοκαίρι του 1973 ανεβάστηκε στο Θέατρο Ρουαγιάλ το έργο του Γεωργίου Ρούσσου Βασιλικό ρομάντζο. Η Μαίρη Χρονοπούλου και ο Κώστας Καρράς υποδύθηκαν την Ασπασία και τον Αλέξανδρο, ενώ τους γονείς του τελευταίου ο Θάνος Κωτσόπουλος και η Τιτίκα Νικηφοράκη.
Ανάμεσα στους ηθοποιούς που έπαιξαν στην παράσταση ήταν ο Νίκος Ρίζος, η Έλσα Ρίζου και η Καίτη Λαμπροπούλου. Ήταν μια πολυπρόσωπη παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Μάνος Κατράκης.
Αν και τότε είχε πάει καλά εισπρακτικά, το έργο δεν παρουσιάστηκε ποτέ ξανά στο θέατρο. Κρίμα. Θα ήταν το πιο ρομαντικό κομμάτι από το εγχώριο «The Crown».