Κείμενο Γεώργιος Χουστουλάκης
Μερικά από τα Πασχαλινά έθιμα της Μεσαράς δεν είναι σήμερα ευρέως γνωστά, αν και τα περισσότερα έχουν πλέον εκλείψει τώρα και καιρό για διαφόρους λόγους, ένας από αυτούς ήταν σίγουρα και η επικινδυνότητα τους.
Κάποια έθιμα πάντως από τα ξεχασμένα ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικά, και κάποια άλλα εξυπηρετούσαν τον κόσμο ακόμα και σε πρακτικό επίπεδο! Τα περισσότερα όμως είχαν τάσεις ανταγωνισμού, καμιά φορά δε και υπερβολής, λόγω της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων των περιοχών, και ένα παραπάνω των νέων της εποχής!
Αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συμπεράνουμε από περιπτώσεις ξεχασμένων εθίμων κάποιων χωριών της Μεσαράς, που με αυτά θα ασχοληθούμε σε κάποιες συνέχειες.
Σήμερα θα πάμε νοερά στο Αντισκάρι Δήμου Φαιστου, και μάλιστα θα γυρίσουμε πενήντα χρόνια πίσω, για να μάθουμε τα ξεχασμένα έθιμα τους εκεί, και προ πάντων τι ακριβώς ήταν οι περιβόητες όρτσες τους!
Το χωριό Αντισκάρι είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια της Κρήτης, χτισμένο επάνω στην οροσειρά των Αστερουσίων ορέων, που οι κορυφές και οι πλαγιές τους είναι γεμάτες λατζούνια. Όλη την περίοδο της μεγάλης Σαρακοστής, τα παιδιά του χωριού μάζευαν τα ξερά αυτά λατζούνια όπου τα έβρισκαν, και λίγα – λίγα τα πήγαιναν στο σπίτι όπου τα συγκέντρωναν σε αγκαλιές (μεγάλα μάτσα), για να φτιάξουν αργότερα την λεγόμενη «όρτσα»!
Τα λατζούνια είναι δυο ειδών, το ξερό άνθος της ασκοντιζάρας ή «ψακοντούρας» όπως την λένε οι κάτοικοι εκεί, και εκείνα της ασφεντιλιάς. Η ασκοτιζάρα δεν είναι άλλη από την ασκελετούρα ή αγριοκρεμύδα (δρακοντιά) με τα φαρδιά φύλλα, την οποία βάζουμε κάθε χρόνο έξω από την κεντρική μας πόρτα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς για το καλό ποδαρικό, έτσι για να στεριώσει το σπίτι επειδή και εκείνη είναι ανθεκτική στον χρόνο, και δεν ξεραίνεται εύκολα!
Η ασφεντιλιά πάλι είναι γνωστή από τα στενόμακρα λεπτά φύλλα της, τα παρακλάδια στην κορφή του άνθους της, και τα πολλά επίσης στενόμακρα «σφεντίλια» που έχει για ρίζες, που είναι όμοια με μικρά αδράχτια ή σφεντίλια, όπου και η αιτία που πήρε το φυτό την ονομασία του. Και τα δυο αυτά ξερά άνθη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στις όρτσες. Καλύτερη δουλειά πάντως έκαναν, από ότι μας είπαν, τα λατζούνια της ασφεντιλιάς, διότι αυτά είχαν πολλά παρακλάδια, άρα και περισσότερη φλόγα, σε σχέση με αυτά της ψακοντούρας που ήταν ένα και μονοκόμματο.
Πως φτιάχνανε τις όρτσες;
Από ότι μάθαμε κατά την έρευνά μας, οι όρτσες ήταν κατασκευές που γινόταν όπως είπαμε από τα ξερά λατζούνια, ενώνοντας το ένα με το άλλο σε μικρά μάτσα, μετά κάθε μάτσο το έδεναν με κλωστή ή σύρμα, και όλα τα μάτσα μαζί τα έδεναν κατά μήκος και κατά πλάτος. Δηλαδή τοποθετούσαν το ένα μάτσο στην άκρη του προηγούμενου, ένα άλλο κατά πλάτος και το έδεναν, φτιάχνοντας έτσι μια κατασκευή, όμοια με μια όρθια στρογγυλή κολόνα δύο περίπου μέτρων μήκος, με 30 εκατοστά διάμετρο ίσως και περισσότερο, αλλά μπορεί και λιγότερο! Να φανταστούμε δηλαδή μια τεράστια λαμπάδα δυο μέτρων και 30 εκατοστών πάχος, που αντί να είναι από κερί, να είναι από λατζούνια! Οι μεγάλοι ήταν αυτοί που μάθαιναν τα παιδιά τους το πώς φτιάχνονται οι όρτσες, και μετά αυτά σαν μάθαιναν τις έφτιαχναν πλέον μόνα τους. Τις περισσότερες φορές πάντως με την βοήθεια των γονιών τους. Για να κατασκευαστεί μια όρτσα, έπρεπε τα λατζούνια να τα είναι όλα συγκεντρωμένα στο σπίτι τους. Σαν είχαν βρει αρκετές αγκαλιές από λατζούνια, έκαναν την αρχή για την εθιμοτυπική αυτή κατασκευή τους. Αρχικά έβρισκαν ένα γερό καλάμι, το έκοβαν περίπου στα 2,5 μέτρα, περισσότερο η λιγότερο, ανάλογα πως ήθελαν την όρτσα τους. Στερέωναν το καλάμι αυτό καλά στο έδαφος και κάθετα. Τα λατζούνια που τα έκαναν μάτσα, τα ακουμπούσαν επάνω στο όρθιο αυτό καλάμι, ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, αλλά αφήνοντας μισό μέτρο κενό στο καλάμι στο κάτω μέρος του, για να το χρησιμοποιήσουν σαν λαβή και να κρατάνε την όρτσα. Ο ένας ακουμπούσε λοιπόν ένα – ένα τα μάτσα στο καλάμι, ενώ ο άλλος τα τύλιγε γύρω – γύρω με σπάγκο ή και με ψιλό με σύρμα, κάνοντας έτσι την πρώτη πατωσιά. Όταν τέλειωνε αυτή η πατωσιά, από κάτω προς τα πάνω, ξεκίναγε άλλη, μετά πάλι άλλη κλπ, ανάλογα το πόσα λατζούνια είχαν. Εδώ βέβαια στις κατασκευές αυτές γινόταν παράλληλα και ένα είδος ανταγωνισμού, για το ποιος θα είχε την μεγαλύτερη όρτσα! Κάθε παιδί μάζευε λαντζούνια για τη δική τους όρτσα. Κάποιες φορές πάλι γινόταν σε συνεργασία μικρών ομάδων δυο ή τριών μεγάλων παιδιών. Τι τις έκαναν όμως αυτές τις τεράστιες λαμπάδες;
Αυτές τις «λατζουνολαμπάδες» τις άναβαν την μεγάλη Παρασκευή το βράδυ στην εκκλησία στον Επιτάφιο. Για να ανάψουν μια όρτσα, την άναβαν από το επάνω μέρος της τοποθετώντας για βοήθεια ένα θυμάρι, και η φλόγα καίγοντας κατέβαινε σιγά – σιγά προς τα κάτω.
Ξεκινώντας ο Επιτάφιος άναβαν και οι όρτσες!
Κάποιες όρσες ήταν παρατεταγμένες στη σειρά και σε κάποια απόσταση, απέναντι ή δίπλα στην εκκλησία, για να φωτίζουν για όση ώρα περνούσε ο κόσμος κάτω από τον Επιτάφιο. Άλλες πάλι φώτιζαν κατά την περιφορά του στο χωριό. Αυτό γινόταν φυσικά, διότι το χωριό δεν είχε εκείνα τα χρόνια ηλεκτρικό ρεύμα, και ως εκ τούτου όλα ήταν σκοτεινά, οπότε οι όρτσες ήταν εκείνες που θα έδιναν τον απαραίτητο φωτισμό στον περιβάλλοντα χώρο!
Όρτσες επίσης ανάβανε πολλές και στις διάφορες γειτονιές. Το χωριό είναι χωρισμένο στο Πάνω και στο Κάτω χωριό, και ο Επιτάφιος έπρεπε να περάσει από παντού. Αφού είχαν περάσει λοιπόν κάτω από τον Επιτάφιο όλοι όσοι ήταν στην εκκλησία, ο κόσμος και οι γονείς μαζί με τα παιδιά ξεκινούσαν για την περιφορά του Επιτάφιου στο χωριό, που κάθε φορά πήγαινε και σε άλλη γειτονιά, και σε κάθε μια σταματούσε. Οι γειτονιές ήταν πολλές, αλλά σε κάθε γειτονιά ήταν μαζεμένοι συνήθως ηλικιωμένοι, που δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία για να προσκυνήσουν κι εκείνοι. Ακόμα όμως και κάποιοι που ήταν ήδη στην εκκλησία, κυρίως γυναίκες, σαν περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο, έφευγαν γρήγορα – γρήγορα και πήγαιναν και περίμεναν και εκείνοι στο σημείο της γειτονιάς τους, διότι εκεί θα σταματούσε ο Επιτάφιος, για να βοηθήσουν τους πολύ ηλικιωμένους τους που περίμεναν για να προσκυνήσουν κι εκείνοι την εικόνα του Χριστού, αφού όπως προαναφέραμε δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία. Οι γυναίκες επίσης θύμιαζαν κιόλας στη γειτονιά τους τον Επιτάφιο. Τελειώνοντας από εκεί, έφευγε ο Επιτάφιος, και σταματούσε πάλι στην επόμενη γειτονιά, προσκυνούσαν κι εκεί, και πάλι θυμιάζανε οι γυναίκες, και προχωρούσε μετά για την παρά επόμενη, μέχρι να γυρίσει όλο το χωριό! Οι μεν ηλικιωμένοι κάθε γειτονιάς αφού προσκυνούσαν μετά πήγαιναν στα σπίτια τους, οι δε υπόλοιποι ακολουθούσαν και εκείνοι το πλήθος συνεχίζοντας την πορεία του Επιταφίου. Φυσικά σε κάθε γειτονιά που περίμεναν τον Επιτάφιο, περίμενε σβηστή και από μια όρτσα, και όταν πλησίαζε, τότε μόνο την άναβαν για να βλέπουν να προσκυνήσουν.
Η διάρκεια του φωτισμού μιας όρτσας ήταν ανάλογη με το ύψος ή το πάχος της, αλλά εξαρτιόταν όμως κατά πολύ, και από το φύσημα του αέρα! Έτσι η διάρκειά της μπορεί να ήταν από μισή ώρα αν φυσούσε δυνατός αέρας, μέχρι τρία τέταρτα. Όμως μπορούσε έως και μια ώρα αν ήταν πλήρη άπνοια, και αν η όρτσα ήταν αρκετά μεγάλη. Συνολικά σε όλο το χωριό μπορούσαν να είχαν ανάψει περίπου τριάντα όρτσες, που συνήθως τις κρατούσαν κυρίως μεγάλοι για λόγους ασφάλειας, με τα παιδιά να τις παρακρατούνε κι αυτά πότε – πότε, κυρίως όταν αλάφραιναν κάπως, και ειδικά όταν δεν ήταν και κοντά κόσμος να κινδυνεύει. Πάντα όταν τις κρατούσαν αναμμένες, φρόντιζαν να είναι λίγο μακριά ο ένας από τον άλλο, και πότε – πότε τις ακουμπούσαν στο έδαφος για να ξεκουράζονται. Επίσης κάθε τόσο τις γύρναγαν στο πλάι για να τις τινάξουν λίγο, ή τις χτυπούσαν στο έδαφος, για να πέσουν τα καρβουνάκια, και μετά τις ξανασήκωναν πάλι όρθιες στα χέρια τους.
Τα ξερά λατζούνια ως γνωστόν είναι πολύ ελαφριά και ανάβουν πάρα πολύ εύκολα, με μια πλούσια φλόγα. Ήταν πολύ μεγάλη η χαρά όλων, και κυρίως των μικρών παιδιών εκείνη τη βραδιά, με τον ιδιαίτερα έντονο φωτισμό! Ήταν τόσο εντυπωσιακό το όλο θέαμα με τις φλόγες, που έλαμπε όλο το χωριό! Έλαμπαν όμως και τα πρόσωπα όλων, και κυρίως αυτών που κρατούσαν τις όρτσες! Το έθιμο της όρτσας ήταν κυρίως αγορίστικο, αφού τα κορίτσια δεν συμμετείχαν σε αυτό, ούτε στην κατασκευή, ούτε και στο κράτημα!
Το ηλεκτρικό ρεύμα πήγε το ’72 στο Αντισκάρι, οπότε υπήρχε άπλετος φωτισμός στο χωριό. Ωστόσο το έθιμο δεν σταμάτησε αμέσως, κράτησε μέχρι το ’75, όπου και σταμάτησε. Σιγά σιγά βγήκαν και τα διάφορα βεγγαλικά σκλαπαντζίκια και δυναμητάκια του εμπορίου, όπου κέρδισαν την παράσταση, και έτσι εγκαταλείφθηκαν οριστικά οι όρτσες.
Όμως οι γονείς των παιδιών του χωριού που δεν θέλουν να χαθεί το έθιμο τους, ακόμα και σήμερα δεν παύουν να μαθαίνουν τα παιδιά τους από μικρά κυρίως στην ηλικία των 7 ή 8 χρονών, πώς έφτιαχναν εκείνοι κάποτε τις όρτσες, για να γνωρίζουν και τα ίδια το σπουδαίο αυτό έθιμο του χωριού.
Δεν γνωρίζουμε την προέλευση της λέξης «όρτσα», και δεν ξέρουμε επίσης κατά πόσο σχετίζεται με το λεγόμενο «όρτσα στα πανιά » του πλοίου, πέραν από το κοινό σημείο που έχουν, αυτό της καθοδήγησης, που στο μεν πλοίο είναι η γωνία του πανιού σαν καθοδήγηση του πλοίου, στις όρτσες όμως του Αντισκαρίου, ο φωτισμός είναι πλέον η καθοδήγηση του πλήθους μέσα στη νύχτα.
Οι λαμπαδοφορίες
Εκείνη τη βραδιά δεν άναβαν μονάχα οι όρτσες στο χωριό Αντισκάρι, κάποια άλλα παιδιά κρατούσαν και κάποιες άλλες δάδες αναμμένες, τις λεγόμενες «λαμπαδοφορίες»!
Οι λαμπαδοφορίες (ή λαμπαδηφορίες), παλιά ήταν πολύ συχνές σε όλη Κρήτη σαν αρχαίο έθιμο, και το αναβίωναν κυρίως οι δάσκαλοι και καθηγητές του νησιού στους μαθητές τους, σε Δημοτικά αλλά και Γυμνάσια, σε διάφορες εκδηλώσεις εθνικών εορτών, σε γυμναστικές επιδείξεις κλπ.
Εδώ στο Αντισκάρι και οι λαμπαδοφορίες είχαν γίνει κι εκείνες Πασχαλινό έθιμο, και έπρεπε να ανάβονται κι αυτές την Μεγάλη Παρασκευή, πάλι για να φωτίζουν συμπληρωματικά τον χώρο.
Κατά την όλη περιφορά του Επιταφίου, γινόταν η νύκτα μέρα από τις φλόγες που έβγαιναν από τις όρτσες και τις λαμπαδοφορίες. Κατά την διαδρομή του Επιτάφιου στο χωριό, η προσέλευσή του κόσμου ήταν καθολική, και ως εκ τούτου ένας συμπληρωματικός φωτισμός ήταν απαραίτητος! Η κατασκευή εδώ μιας δάδας λαμπαδοφορίας, δεν ήτα ακριβώς ίδια όπως σε άλλα χωριά που είχαν τη λαβή από κάτω από το κουτί, και την κρατούσαν με το δεξί χέρι. Και εδώ ήταν φτιαγμένη από ένα κουτί (τύπου νουνού γάλακτος), που είχαν βάλει μέσα τα παιδιά άθο (στάχτη) και πετρέλαιο, αλλά η λαβή που ήταν στερεωμένη στη βάση με καρφιά ήταν οριζόντια, και την κρατούσαν με τα δύο τους χέρια μπροστά τους.
Την ώρα που ξεκίναγε ο Επιτάφιος, άναβαν τα παιδιά και τις λαμπαδοφορίες τους, και προχωρούσαν ανάμεσα στο πλήθος διάσπαρτα, για να φωτίζουν και να προχωρά ο Επιτάφιος με το πλήθος. Παράλληλα όμως προχωρούσαν και κάποιες όρτσες στις άκρες για ασφάλεια, όσες έκαιγαν ακόμα, ή όσες τις είχαν αφήσει επίτηδες για τη διαδρομή του Επιταφίου. Δεν άναβαν ποτέ ταυτόχρονα όλες τις όρτσες, παρά μονάχα όταν ήταν ανάγκη η μια μετά την άλλη.
Να πούμε επίσης, πως όρτσες και λαμπαδοφορίες δεν χρησιμοποιούσαν στην Ανάσταση, αφού πλέον τον απαραίτητο φωτισμό, τον είχαν από τις φλόγες των ξύλων στο κάψιμο του Ιούδα!
Τα «κουμπούρια» του Αντισκαρίου
Άλλο ένα τοπικό έθιμο του ίδιου χωριού εκείνα τα χρόνια εκτός από τις όρτσες, ήταν και τα λεγόμενα «κουμπούρια»! Εκείνα τα χρόνια, τα εκρηκτικά βαρελότα για τα περισσότερα χωριά της Κρήτης, ήταν συνήθως τα αυτοσχέδια τριγωνικά σκλαπατζίκια, κατασκευασμένα με λουρίδες χαρτιού, κυρίως τσιμεντοσακούλας, με λίγο μπαρούτι μέσα. Εδώ στο Αντισκάρι αν και είχαν και τέτοια, την παράσταση ωστόσο την κέρδιζαν τα λεγόμενα κουμπουρια!
Αυτά ήταν συνδυασμός παιγνιδιού, συγχρόνως όμως και αυτοσχέδιου βαρελότου της εποχής! Το κουμπούρι ήταν μια κατασκευή από σκληρό ξύλο, σε σχήμα και μέγεθος ενός πιστολιού ή κοντόκανου όπλου.
Ένα κουμπούρι ήταν απλό στην κατασκευή του, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα όπλο, έστω κι αν ήταν ψεύτικο και ακίνδυνο. Ήταν στην ουσία ένα γωνιακό ξύλο που έμοιαζε με πιστόλι, και από επάνω σε σκαλισμένο αυλάκι του ξύλου αυτού, ήταν στερεωμένος ένας κάλυκας , κυνηγετικού ή πολεμικού όπλου, που παρίστανε την κάννη! Έπαιρναν δηλαδή μια σφαίρα όπλου, της αφαιρούσαν την οβίδα με το μπαρούτι, και σφήνωναν τον άδειο κάλυκα στο αυλάκι του ξύλου να μοιάζει έτσι με κάλυκα. Έβαζαν ξανά το μπαρούτι στη σφαίρα, και μετά με ένα ξύλο έσπρωχναν να μπουν μέσα πολλά χαρτιά σε κομματάκια! Όποτε ήθελαν λοιπόν, αλλά κυρίως μετά την Ανάσταση, ή την ημέρα του Πάσχα, τα παιδιά άναβαν με ένα σπίρτο το μπαρούτι, και τα χαρτιά πεταγόταν στον αέρα με κρότο!
Ο λόγος που εδώ στο Αντισκάρι ευδοκίμησε ένα τέτοιο έθιμο, όπως ήταν τα κουμπούρια, ήταν διότι όλοι σχεδόν οι πατεράδες των παιδιών ήταν κυνηγοί, και σφαίρες με μπαρούτι έβρισκαν όσο ήθελαν!
Θα κλείσουμε το θέμα με μερικούς σχετικούς στίχους, που έγραψε ειδικά για το θέμα μας η γνωστή Αντισκαριανή στιχουργός, η κα Χρυσούλα Κουτσάκη, που μας λέει:
Κάθε Μεγάλη Παρασκή, για του Χριστού τη Χάρη,
Όρτσες πολλές ανάβανε, οι ανθρώποι στ’ Αντισκάρι
Μέρες πολλές μαζώνανε, λατζούνια τα κοπέλια
να τα καλοστελιώσουνε στσι Όρτσες με τα τέλια.
Μέρες τσι ετοιμάζανε, να τσί ‘χουνε σασμένες
κι αργά στον Επιτάφιο, να ‘ν’ όλες αναμμένες!
Ασβεστωμένα είχανε, στσι στράτες τα πεζούλια,
για να περάσει ο Χριστός, με κρίνα και ζουμπούλια.
Η κάθε μια οικοκυρά, το θυμιατό ‘χε σάσει,
να προσκυνήσει το Χριστό, και να τον- ε θυμιάσει.
Του τόπου μου τα έθιμα, στηρίζω με καμάρι,
και είμαι υπερήφανη, που μ΄απ’ το Αντισκάρι!
Από τότε πού αρχίζει η Σαρακοστή, οι γυναίκες πάνε ένα εικόνισμα του σπιτιού στην εκκλησία για να λειτουργηθεί.
Θα μείνει το εικόνισμα αυτό όλη τη Σαρακοστή, και πίστευαν πως αν λειτουργηθεί, θα έχει πιο θαυματουργές ικανότητες.
Το έπερναν κατά την περιφορά των εικόνων στην δεύτερη Ανάσταση, η Κρανάσταση, το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα, μετά την περιφορά των εικόνων σε μεγάλο κύκλο γύρω απο την εκκλησία.
Στο τέλος της θείας λειτουργίας, το εικόνισμα το έπαιρναν στο σπίτι τους.
Την Μ. Τετάρτη πήγαιναν στην εκκλησία και ο παπάς μύρωνε τον κόσμο με λάδι σταυρωτά στο μέτωπο, αλλα και στις παλάμες μπρος πίσω.
Επίσης οι παρευρισκόμενοι, έπαιρναν και εκείνοι με βαμβάκι λίγο λάδι και στο σπίτι εμύρωναν και εκείνοι με τον ίδιο τρόπο όσους τυχόν δεν πήγαν στην εκκλησία εκείνη την ημέρα απι την οικογένεια τους.
Την Μ. Πέμπτη, πήγαιναν το πρωί στην εκκλησία και έπιναν αγίασμα και κοινωνούσαν.
Την ημέρα αυτή, οι νοικοκυρές έβρισκαν αμπελόφυλλα και έφτιαχνα τα αγαπητά σε όλους ντολμαδάκια, μαζί με κολοκυθοκορφάδες.
Στη μέση ανάμεσα στους ντουλμάδες, έβαζαν και χοχλιούς.
Την Μ. Παρασκευή, μονοπαντίζανε οι γυναίκες και πήγαιναν στα ξωκλήσια και θύμιαζαν και άναβαν και τα καντήλια.
Πήγαιναν σε πολλα ξωκλήσια, ακόμα και σε κάποια που ανήκαν σε άλλα χωριά!
Το απόγευμα πήγαιναν και στους τάφους των δικών τους, τους καθάριζαν και άναβαν τα καντήλια, να μην τα βρει η Θεία Ανάσταση σβηστά.
Την Κυριακή του Πάσχα, η καμπάνα της εκκλησίας, δεν σταματούσε να χτυπά όλη μέρα, και όχι μονάχα το Πάσχα, αλλά και τη Δευτέρα του Πάσχα όλη μέρα!
Πραγματικά όλοι καταλάβαιναν πως ήταν το πραγματικό Πάσχα εκείνα τα χρόνια!
Πίστευαν πως όσο πιό πολύ χτυπούσαν την καμπάνα, τόσο πιο πολύ θα μεστώσουν τα σπαρμένα (σπαρτά) τους!
Όσοι δέ είχαν γελάδια, πάλι έπρεπε να χτυπούνε την καμπάνα για να “ξεφοινικώσουν τα κέρατα τω βουγιώ”, δηλαδή, να μεγαλώσουν.
Στή Κρανάσταση η τη λεγόμενη δεύτερη Ανάσταση, βγάζουν σε περιφορά όλες τις εικόνες της εκκλησίας σε μεγάλο κύκλο, όπου στο τέλος επιστρέφουν πάλι τις εικόνες στο ναό, και τότε πλέον λείεται κανονικά και η περίοδος της νηστείας.
Οταν έφθανε η μεγάλη στιγμή που ο παπάς λέει επι τέλους το Χριστός Ανέστη, οι περισσότερες γυναίκες έσκυβαν και έτριβαν τα τα νύχια τους στο πάτωμα η στο έδαφος,βαν ήταν έξω, για να μην κάμουν παρανυχίδες!
Οι παρανυχίδες τότε, ήταν μεγάλη πληγή για τις γυναίκες, γιατί τα όσπρια όλα τα έβγαζαν με τα χέρια!
Τα ρεβύθια, τις φακές, τον αρακά, τον ξεπάτωναν με τα χέρια τότε, τον έκαναν μικρά ματσάκια, και τον τοποθετούσαν κυκλικά.
Οι κύκλοι αυτοί, λεγόταν “τσουμαλιές”.
Σημειωτέον, ότι πολλές γυναίκες που είχαν παρανυχίδες τότε, έφτιαχναν γάντια από ανδρικές μάλλινες κάλτσες, που τις γάζωναν για να φτιάξουν τα δάχτυλα!
Μπορούμε να αναφέρουμε και σαν έθιμα την ώρα που το ψητό αρνί ήταν στο τραπέζι και τα εξής.
Απο το ψητό κεφαλάκι αν έδινες στον άλλο το μάτι να το φάει, ο άλλος συνήθως απέφευγε να το φάει, διότι αν το φάει, θα πεθάνει ο αδερφός του!
Τα παιδιά τότε, περίμεναν πώς και πώς, να πάρουν ο κοκαλάκι ο έχουν στα μπροστινά πόδια τα αρνιά, τον λεγόμενο βεζίρη!
Ο βεζίρης ήταν αγαπημένο παιγνίδι των παιδιών τότε!
Ο αφέντης έπαιρνε το τριγωνικό κόκκαλο της σπάλας, που οι ειδικοί, θα αναλύσουν από τη διαφανή όψη του, τα μελλούμενα του νοικοκύρη, πως θα πάει η υπόλοιπη χρονιά, πως θα πάει η υγεία του, τα πρόβατά του, και χίλια άλλα δυό!
Δεν ξέρουμε, αλλά για κάποιο λόγο, τις περισσότερες φορές, αυτά που έβλεπαν οι ειδικό, έβγαιναν στ αλήθεια!
Μιά ακόμα συνήθεια, ήταν να κοιμούνται την ημέρα της Λαμπρής, γιατί έλεγαν…
“Όποιος κοιμάται τη Λαμπρή, τον ύπνο τον αγοράζει, κι όποιος κοιμάται την επ αύριο, τον ύπνο τον -ε πουλεί”!
Με δυό λόγια, όποιος κοιμηθεί λίγες ώρες την ημέρα του Πάσχα, θα κοιμάται εύκολα όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Αντίθετα, όποιος δεν κοιμηθεί τότε, αλλά την επ’ αύριο, δεν θα χορταίνει ύπνο και θα δυσκολεύεται να κοιμηθεί!
Η μεγάλη φωτιά του Ιούδα στη Γαλιά
Ένα κεφαλοχώρι των 2000 περίπου κατοίκων που ήταν κάποτε η Γαλιά Δήμου φαιστού, και με τα 200 περίπου παιδιά στο δημοτικό, δεν μπορούσε παρά να ήταν όλοι τους δραστήριοι ζωηροί και εκκεντρικοί λόγω της Βοριζανής καταγωγής τους, αλλά και υπερήφανοι λόγω της παλικαροσύνης αρκετών ηρώων των οικογενειών τους, που τίμησαν τον τόπο πεσόντες ή τραυματισθέντες σε διάφορους πολέμους.
Ακόμα πιο πιστοί ήταν στην τήρηση των παραδόσεων και εθίμων, που είχαν διασωθεί χάρις στο άβατο των Βοριζίων, που ήταν η γενέτειρα τους, που σαν Γαλιανοί πλέον τα συνέχισαν για πολλά χρόνια, μάλιστα σε πολύ έντονο βαθμό.
Σαν ζωηρός λοιπόν λαός, τους άρεσαν επίσης και οι πρωτοποριακές ιδέες, το πείσμα για διακρίσεις σε πολλούς τομείς, η πρόοδος και η ευημερία, και δεν είναι τυχαίο που και σήμερα έχουμε Γαλιανό παραολυμπιονίκη τον Μανώλη Στεφανουδάκη!
Σαν χαρούμενος λαός τους άρεσε και η καλοπέραση τα γλέντια, οι παρέες, οι καντάδες, καθώς υπήρχε σχολή κρητικής παραδοσιακής μουσικής που ίδρυσε ο Λευτέρης Μανασάκης, ακόμα και χορού που δίδαξαν διάφοροι σπουδαίοι Γαλιανοί χορευτές! Είχαν αναπτύξει πρωτοβουλίες και σε πρωτοποριακά κοινωφελή έργα, και αυτά επειδή η Γαλιά τότε, ήταν ένα ιδιαίτερα μονιασμένο χωριό, και οι κάτοικοι του είχαν καταφέρει πολλά και σε κοινοτικό επίπεδο.
Σήμερα θα ασχολιθουμε με κάποια ξεχασμένα θρισκευτικά έθιμα του χωριού μας, που κι αν αυτά γινόταν και σε άλλα χωριά, δεν γινόταν με τον ίδιο τρόπο.
Αφού λοιπόν ήταν μπροστά σε πολλά πράγματα, ποιος θα τους εμπόδιζε να έχουν και την μεγαλύτερη φωτιά του Ιούδα το βράδυ της Ανάστασης;
Δεν είμαι σίγουρος ότι ήθελαν τον ανταγωνισμό με τα απέναντι πανοραμικά χωριά των Αστερουσίων ορέων, πάντως η ανάγκη για μια τεράστια φωτιά, ήταν απαραίτητη εκείνα τα χρόνια, δηλαδή προ τριακονταετίας και ακόμα πιο πίσω!
Το βράδυ μετά το Χριστός Ανέστη, ήθελαν να εντυπωσιάσουν με τη φωτιά περισσότερο, παρά να δώσουν ένα μήνυμα στους προδότες σαν τον Ιούδα, πως την προδοσία δεν τη σηκώνουν, και όποιος προδίδει γενικά, έτσι θα πρέπει έτσι να τιμωρείται!
Η φλόγα του Ιούδα έπρεπε να είναι μεγάλη, και να περνά τα 30 μέτρα! Ήθελαν η φωτεινότητα της να βγορίζει τη νύχτα από τα πέντε ή έξη χωριά που ήταν σαν χάνδρες απέναντι και σε ευθεία γραμμή, στους πρόποδες των Αστερουσίων ορέων! Πέρι, Αληθινή Πόμπια, Πετροκεφάλι, Κουσές, Σίβα, Καμηλάρι, χωριά που είχαν να λένε για τον Ιούδα της Γαλιάς!
Το έθιμο με το «κλέψιμο» των ξύλων!
Όσο και να φαίνεται παράξενο, εδώ τα ξύλα δεν χαρίζονται από τα σπίτια, εδώ «κλέβονται» κανονικά και με το νόμο! Και αυτό γιατί εδώ τα ξύλα και το κλέψιμο τους ήταν ταυτόσημο με την παράδοση και δεν χωρούσε συζήτηση! Κάθε χρόνο βρισκόταν και μια δεκαριά νεαρά άτομα που έκαναν αυτή τη δουλειά, και μια δυο μέρες πριν την Ανάσταση, πήγαιναν κρυφά στις αυλές των σπιτιών και έκλεβαν μερικά από τα τα ξύλα τους! Τώρα βέβαια καλού κακού, απέφευγαν να πηγαίνουν σε σπίτια που ήταν μέσα ο ιδιοκτήτης. Αν ήθελε να φυλάει κάποιος τα ξύλα του το Μ. Σάββατο γιατί τα είχε λίγα, έπρεπε να περιμένει εκεί μέχρι την 12η ώρα, γιατί μετά όλοι θα πήγαιναν στην Ανάσταση!
Το έθιμο αυτό της κλοπής δεν εθεωρείτο παράνομο, διότι αν ήθελαν οι χωριανοί να καμαρώσουν και να θαυμάσουν πράγματι την μεγαλύτερη φωθιά της περιοχής, έπρεπε και να … πληρώσουν το αντίτημο που τους αναλογούσε! Δεν έπρεπε λοιπόν να αρνηθούν ξύλα από την αυλή τους, γιατί κάθε γενιά που έκλεβε ξύλα, παντρευόταν, έκανε παιδιά, μετά τα δικά τους παιδιά έκαναν τα ίδια και πάει λέγοντας, οπότε όλοι λοιπόν έκαναν τα ίδια! Εξάλλου τι αξία είχαν μερικά ξύλα; Οι Γαλιανοί σαν εργατικοί και νοικοκύρηδες που ήταν, πάντα φρόντιζαν να έχουν μπόλικα ξύλα στις αυλές τους. Σαν ημιορεινό χωριό υπήρχαν άφθονα πουρνάρια και θυμάρια στην περιοχή, και όπου και να πήγαιναν οι άνθρωποι του εύρισκαν, οπότε γυρνώντας αργά φόρτωναν και τον γάιδαρο τους με δυο δεμάθια ξύλα, μόνο και μόνο για να μη γυρίσει άδειος! Τα ξύλα τα είχαν στοιβάξει σε δεμαθιές, κυρίως από θυμάρια για ξεκέντισμα του φούρνου, σε κλαδερά για την θέρμανσή του, όπως δηλαδή ελένια, χαρουπιδένια, σκυνένια κατσοπρινένια κλπ. Ακόμα είχαν και κάποια ασπαλαθένια ξύλα ανάμεσα στα χαρουπιδένα ή κατσοπρινένια δεμάτια, παρόλο που ήταν αγκαθωτά, και κάνανε λέει καλή φωθιά! Δεν ήταν τυχαίο που τα Χριστούγενα με τα ασπαλάθια τσουδούσανε (τσουρουφλίζανε) το χοίρο!
Στοιβός λοιπόν ήταν οι δεμαθιές στα σπίτια, αλλά και τα χονδρά κουτσούρια, οι χονδρές ρίζες, που κι αυτά δεν τους εξέλειπαν, γιατί τα χρειαζόταν για το τζάκι! Κάθε σπιτικό μπορούσε να είχε και τριάντα δεμαθιές, οπότε δεν θα τους πείραζε αν τους πάρουν και δυο τρία δεμάθια οι τσούμαροι νεαροί του χωριού, για τον μεγάλο Ιούδα! Ούτε λόγος λοιπόν για το αντίθετο! Ελάχιστοι ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να κάνουν παρατήρηση στα παιδιά τη στιγμή που έκλεβαν τα ξύλα τους! Το πιο πιθανόν ήταν να τους πουν να πάρουν αν θέλουν και επιπλέον ξύλα, και κυρίως αυτά τα υποδεέστερα, όπως ήταν οι κλιματόβεργες, οι μουρνένοι βλαστοί κλπ, που ήταν ξύλα όχι ιδιαίτερων αξιώσεων! Μα δεν τους πήγαινε να παρεμποδίσουν να πάρουν τα παιδιά ξύλα, τη στιγμή που κάποτε και εκείνοι στα νιάτα τους τα ίδια κάνανε!
Τα ξύλα όλα κατέληγαν έξω από την εκκλησία, που τα είχαν τοποθετηθεί σε ένα τεράστιο σωρό, με πάνω από τριάντα δεμαθιές, αλλά και πολλά άλλα κλαριά λιόκλαδα και φυσικά πολλά χονδρά κούτσουρα, που περίμεναν την ώρα του ανάματος!
Ο αχυράνθρωπος Ιούδας!
Επάνω εκεί στη μέση του σωρού με τα ξύλα, στερέωναν επίσης ένα μακρύ και χονδρό κούτσουρο, όπου επάνω του έδεναν με σχοινί ένα ομοίωμα του Ιούδα, φτιαγμένο από παλιό παντελόνι και πουκάμισο, γεμισμένα και τα δυό με άχυρο! Επίσης δίπλωναν και μια παλιοπετσέτα και έκαναν το κεφάλι, και επάνω του έβαζαν μια τραγιάσκα, ή ένα παλιό καπέλο ή σκουφάκι.
Ερχόταν λοιπόν η στιγμή, που ο παπάς αναφωνούσε το Χριστός Ανέστη, και ο ίδιος πάλι ο παπάς με ένα κερί άναβε και τα ξύλα στον μεγάλο σωρό, για να καεί ο Ιούδας! Η ζεστή θέα της γιγάντιας φωτιάς, πλέον ήταν γεγονός, αλλά και μια ηδονή στο μάτι του θεατή, όχι μονάχα των κατοίκων που έμεναν στο χωριό, αλλά γενικά όλων των απανταχού επαναπατριζομένων Γαλιανών, που είχαν έρθει από την υπόλοιπη χώρα ή το εξωτερικό, για να κάνουν πάσχα με τους δικούς τους. Πρόσφεραν έτσι ένα φανταχτερό θέαμα σε όλους αυτούς τους μουσαφίρηδες ή τους καλεσμένους τους, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τους ευχαριστήσουν!
Τα περισσότερα σπιτικά είχαν ξενητεμένους, αλλά σήμερα είχαν μεγάλες χαρές που έβλεπαν επιτέλους τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, και υπήρχε γενικά μια ιδιαίτερα ευχάριστη και γιορτινή ατμόσφαιρα! Δεν ήταν πάντως λίγες οι φορές, που οι φωτιές του Ιούδα που άναβαν, έκαιγαν και αυτά τα καλώδια της ΔΕΗ, και έπρεπε να την καλέσουν να επανασυνδέσει! Αυτό βέβαια επισφράγιζε κατά κάποιο τρόπο και την τεράστια επιτυχία της φωτιάς, όμως ήταν κατά τι επικίνδυνο! Για αυτό ακριβώς το λόγο, για ένα διάστημα δεν άναβαν τον Ιούδα στην εκκλησία απέξω, αλλά στην πρώτη πλατεία του χωριού που είναι το παλιό Δημοτικό, λίγο πιο πέρα από το Ηρώο του τα/χη Νικολούδη Εμμ.
Το έθιμο με τις τεράστιες φωτιές έχει πλέον εξαλείψει εδώ και καιρό στο χωριό μας, διότι με το κτίσμα της αιθούσης μνημοσύνων, και το χτίσιμο του χώρου με το άγαλμα του Λευτέρη του Γαλιανού, έχει περιοριστεί κατά πολύ ο χώρος, και δεν γίνεται να ανάψει πλέον φωτιά εκεί, παρά μόνο μια πολύ μικρή.
Ο μικρός «Ιούδας» της νοικοκυράς!
Κάθε σπιτικό στη Γαλιά, εκτός τα κλασσικά Πασχαλινά έθιμα που είχαν και τα άλλα χωριά της περιοχής, η Γαλιά, είχε το παραδοσιακό έθιμο, το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, κάθε νοικοκυρά μόλις βράδιαζε, έπρεπε να κάψει τον Ιούδα του σπιτιού! Τη δουλειά αυτή την έκαναν κυρίως γυναίκες, και σε κάθε σπίτι έκαιγε και από ένας μικρός Ιούδας!
Η γυναίκα νοικοκυρά, με παρόντα και τα παιδιά της για να βλέπουν κι αυτά το έθιμο, πήγαινε στις δεμαθιές της, και έφερνε ένα θύμο ή ένα αχινοπόδι ή μια αστιβίδα, όπου το πήγαινε στην αυλή και τον άναβε. «Θύμο» στη Γαλιά λέμε τους θάμνους κυρίως του θυμαριού και της θρούμπας. Δεν πείραζε αν ο θύμος αυτός ήταν μεγάλος ή ένα μικρό θυμαράκι, εξάλου ένας απλός συμβολισμός ήταν, της τιμωρίας του κακού Ιούδα για τη προδοδία του .
Εκεί λοιπόν στην μέση της αυλής θα το άναβε, είτε απευθείας στο χώμα, ή αν δεν ήθελε να λερώσει έβαζε το θυμαράκι επάνω σε ένα παλαμάκι, (φτιάρι), το άναβε και μετά πετούσε τις στάχτες, αλλά όχι οπουδήποτε, κυρίως σε άκρη του τοίχου, μέρος πάντως που να μην μπορεί να δρασκελίσει κάποιος τον άθο, γιατί αυτό θα ήταν πολύ μεγάλη γρουσουζιά!
Το «Άρατε Πύλας» του Γαλινού παπά
Ως γνωστόν, το τυπικό της εκκλησίας ήθελε μετά που θα πει ο παπάς το Χρίστος Ανέστη, να ανάψει τα ξύλα, και αφού έχει μοιραστεί και το Άγιο Φώς, να μένει μέσα ο ψάλτης ή ο νεωκόρος μέσα στον ναό, και να γίνει ένας διάλογος αυτού με τον παπά που είναι απέξω με κλειστή την πόρτα. Ο διάλογος τους θα αναπαρίστανε την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στην εις Άδου κάθοδο, που πήγε εκεί για να αναστήσει τους νεκρούς .
Ο Γαλιανός παπάς κρατώντας το Ευαγγέλιο και την λαμπάδα της Ανάστασης, πήγαινε προς την κεντρική πόρτα της εκκλησίας, αναφωνώντας το «Άρατε πύλας», που κατά τον 23ο ψαλλμό του Δαυίδ συμβολίζει την επίσκεψη του Χριστού στον Άδη. Όμως κατόπιν συννενόησης με τον νεωκόρο, εκείνος δεν του ανοίγει, και ο παπάς κλωτσά την πόρτα και μπαίνει μέσα!
Κατά τον Δαυίδ, ο Χριστός σαν έφτασε στις Πύλες του Άδη αναφωνεί:
-«Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εσελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης ….».
Ο Άδης δεν του Ανοίγει γιατί δεν τον πιστεύει, και τον ρωτάει ποιος είναι.
- «Τις εστίν ούτος ο βασιλευς της δόξης»; Και ο Χριστός του απάντησε:
- «Κύριος κραταιός και δυνατός. Κύριος δυνατός εν πολέμω. Κύριος των Δυνάμεων…κλπ»!
Αλλά και πάλι ο Άδης δεν τον πίστεψε και πάλι δεν του άνοιξε! Τότε ο Χριστός δίνει μία «κλωτσιά», κι ανοίγουν διάπλατα οι πύλες της Κολάσεως!
Οι’ισιοι διάλογοι γινόταν παλιά στη Γαλιά, αλλά σε θεατρική αναπαράσταση, και γινόταν με έναν ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο, που ο κόσμος δεν έφευγε αμέσως να πάει να φάει το αυγολέμονο του, αν δεν έβλεπε πρώτα και την αναπαράσταση αυτή!
Παρόμοια θεατρική αναπαράσταση, γινόταν και γίνονται και σήμερα κυρίως στα περισσότερα νησιά της Ελλάδος.
Ο παπάς δηλαδή του χωριού μας με τον ψάλτη ή τον νεωκόρο από μέσα, επαναλάμβαναν τρείς φορές τον ίδιο διάλογο με ύφος αλλά και με βροντερή φωνή, ώσπου ο παπάς μας, αφού δεν του άνοιγε από μέσα, πλησίαζε την πόρτα της εκκλησίας, της έδινε μια δυνατή «κλωτσιά», και άνοιγαν διάπλατα τα δυο φύλλα της! Εισερχόταν μέσα θριαμβευτικά, «Βασιλικώς και αυταρχικώς» όπως λέει το Ευαγγέλειο!
Ο δε νεωκόρος έπρεπε να εξαφανισθεί αμέσως ανάμεσα στο πλήθος να μην τον δει ο παπάς, γιατί αυτό «δεν θα ήτανε καλό σημάδι»!
Το έθιμο αυτό, και με αυτή την αναπαράσταση, το πρόλαβα και εγώ ο ίδιος με τον θείο μου τον παπά Γιώργη στα παιδικά μου χρόνια, και θυμάμαι το πόσο με εντυπωσίαζαν όλες αυτές οι σκηνές!
Σε πολλά μέρη η αναπαράσταση αυτή γίνεται στον Επιτάφιο, λίγο μετά την πρώτη Ανάσταση. Γίνεται πάλι ο διάλογος, δεν ανοίγει την πύλη ο νεωκόρος, οπότε ο παπάς παίρνει την εικόνα του Χριστού από τον Επιτάφιο και πλησιάζει την πόρτα και την ανοίγει ο ίδιος χωρίς να την κλωτσήσει, (εννοείται με την δύναμη της εικόνας του Χριστού).
Σήμερα στις περισσότερες εκκλησίες δεν γίνεται αναπαράσταση αυτού του γεγονότος, και κυρίως δεν κλωτσάνε την πόρτα, και οι ιερείς δεν βάζουν ψάλτη ή νεωκόρο μέσα για να κρατάει κλειστή την Πύλη. Απλά οι ιερείς κρατάνε το Ευαγγέλιο, σταυρώνουν την πόρτα αναφωνώντας το «Άρατε Πύλας», και εκείνη ανοίγει από το χέρι τους.
Μετά το Χριστός Ανέστη και όλα τα υπόλοιπα, οι πιο φανατικοί πιστοί θα μείνουν για τη συνέχεια της θείας λειτουργίας, οι δε υπόλοιποι θα πάρουν όλοι το Άγιο Φως για να το πάνε σπίτι τους, και να κάνουν ένα ακόμη σταυρό στο περβάζι της πόρτας. Έπειτα θα καθίσουν όλοι στο οικογενειακό τραπέζι, όπου η νοικοκυρά θα σερβίρει το κλασικό παραδοσιακό αυγολέμονο, που κι αυτό κατά παράδοση ήταν πάντα η μαγειρίτσα της Κρήτης. Γινόταν κι αυτή από συκωταριά, φλέμονα (πνευμόνια), αλλά καμιά φορά πρόσθεταν και γαρδουμπάκια, κομμάτια από την κοιλιά και τους λεγόμενους «κοντομανώληδες» (ποδαράκια) του αρνιού!
Μετά έπεφταν σιγά – σιγά όλοι για ύπνο διότι το πρωί θα έπρεπε να σηκωθούν πρωί για την εκκλησία!
Τα λεμόνια της Μ. Πέμπτης
Και πάλι όλοι οι παλιοί Γαλιανοί θυμούνται πως όσοι είχαν περιβόλια με ξινόδεντρα, έφερναν στην εκκλησία μερικά, κατά προτίμηση κίτρα, σκαραμάντζα ή κιτρολέμονα ή ακόμα και απλά λεμόνια. Όλοι θυμούνται τη φέτα αυτή λεμονιού που μοίραζαν στην εκκλησία την Μ. Πέμπτη, όταν ο παπάς διάβαζε το 9ο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που αφορούσε τους Ρωμαίους στρατιώτες που πρόσφεραν στο Χριστό «όξος» αντί για νερό ανακατεμένο με χολή, όταν Εκείνος είπε «διψώ».
«Σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεύμα».
Καθάριζαν λοιπόν το ξυνολέμονο ενώ ο παπάς διάβαζε τα παραπάνω, το έκοβαν σε μικρά κομματάκια, έβαζαν λίγο αλάτι ή και σκέτο χωρίς αλάτι, και έπαιρνε ο κόσμος από ένα κομμάτι. Πολλές κοπελιές που θέλανε κι εκείνες, με το θάρρος βέβαια, γιατί ήθελαν και εκείνες να δοκιμάσουν το λεμόνι. Πλησίαζαν όλοι και όλες λέγοντας «δός μου κι εμένα», «δός μου κι εμένα», γιατί όλοι ένοιωθαν το έθιμο αυτό σαν πράξη συμπαράστασης στον Εσταυρωμένο.
Όμως δεν έτρωγαν λεμόνι μονάχα στην εκκλησία το βράδυ με το 9ο ευαγγέλιο. Όλη τη ημέρα της Μ. Πέμπτη αλλά κυρίως το απόγευμα ή όταν γυρνούσαν στο σπίτι από την εκκλησία, έκοβαν λεμόνια σε μικρά κομματάκια, τα έβαζαν σε ένα πιάτο με αλάτι και ξύδι, τα ανακάτευαν και τα έτρωγαν με το πιρούνι. Άρεσε αυτό στους Γαλιανούς, και έτρωγαναν ανά ταχτά διαστήματα πορτοκάλι με ξύδι στο πιάτο σε κομματάκια, ασχέτως εθίμου.
Και ένα Γαλιανό έθιμο για τις παρανυχίδες!
Για πολλά χρόνια υπήρχε ένα έθιμο στη Γαλιά, δεν γνωρίζουμε φυσικά την προέλευσή του, που είχε να κάνει με τις παρανυχίδες των νυχιών. Οι παρανυχίδες ήταν ενοχλητικές στις δουλειές, κυρίως στο θέρος των σιτηρών, στα σανά ή τα χασίλια, αλλά και στο ξεπάτωμα των ρεβιθιών του λιναριού κλπ. Με τις χειροναχτικές εργασίες αυτές, χειροτέρευαν οι παρανυχίδες, και καμιά φορα μάτωναν!
Το θέμα της εξαφάνησής τους εθεωρείτο απλό. Τη στιγμή που ο παπάς αναφωνούσε το Χριστός Ανέστη, έπρεπε οι γυναίκες, γιατί κυρίως αυτές αφορούσε, να σκύψουν ή να κουκουβίσουν, και να πιάσουν από χάμω μια φούχτα χώμα, και να το τρίψουν ανάμεσα στα δάχτυλά και των δυο χεριών! Αν δεν υπήρχε χώμα, απλά έτριβαν τα δάχτυλα τους στο πάτωμα δεξιά αριστερά ή κυκλικά! Αν το έκαναν αυτό, βάσει του εθίμου, τότε δεν θα έβγαζαν παρανυχίδες για όλο το χρόνο! Δεν έχαναν λοιπόν ευκαιρία οι γυναίκες της εποχής με το Χριστός Ανέστη, να σκύψουν και να τρίψουν μερικές φορές κάτω τα δάχτυλά τους!
Το έθιμο καταργήθηκε περίπου το ’35 και έκτοτε δεν επαναλαμβάνεται, όμως και σήμερα κάνουν περίπου το ίδιο πράγμα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, που όμως μοιάζει με βαθιές μετάνοιες. Γυναίκες μάλιστα πιο μεγάλης ηλικίας, αφού κάνουν το σταυρό τους, σκύβουν και ακουμπάνε με την ανάποδη του δεξιού τους χεριού, ή τα δάχτυλα στο πάτωμα, κάνοντας το αυτό μερικές φορές.
Την ημέρα του Πάσχα κανείς στο χωριό δεν έπρεπε να μείνει χωρίς να φάει αρνί!
Το πρωί όλοι ήταν στην εκκλησία, και μικροί μεγάλοι χτυπούσαν την καμπάνα, αλλά οι μεγάλοι ήταν αυτοί που την χτυπούσαν «διπλοκαμπανιά», που οι μικροί δεν μπορούσαν! «Ήταν καλό», λέγανε τότε, «να παίξει κάποιος την καμπάνα, για να μεστώσουν τα σπαρμένα τους»! Μάλιστα όσο πιο πολλές φορές χτυπούσαν την καμπάνα, τόσο πιο καλά θα μέστωναν τα σπαρτά τους! Έξω από την εκκλησία υπήρχαν πάγκοι με ζαχαρωτά που έφτιαχναν Γαλιανοί βιοτέχνες ζαχαροπλάστες, όπως ο παππούς μου Εμμ Χουστουλάκης. Υπήρχαν πάγκοι με καραμέλες, καραμέλες με μαντινάδες που τις διάβαζαν στις κοπελιές, παστέλια, κανελάδες αναψυκτικά, παγωτά κασάτα, όλα φυσικά ντόπια κατασκευάσματα του χωριού!
Όλοι οι Γαλιανοί είχαν αρνιά ή κατσίκια, και έτσι φρόντιζαν να έχουν κρατήσει ένα μικρό για το Πάσχα, και το έσφαζαν είτε τη Μ. Παρασκευή ή το Μ. Σάββατο! Το έκαναν κυρίως ψητό στο φούρνο ή στο μονόσουβλο στα κάρβουνα. Μετά την εκκλησία σμίγανε στα σπίτια σε παρέες τα σόγια, διότι ο κόσμος τότε τιμούσε πολύ το συγγένιο! Τιμούσε τα συμπεθεριά, τους συντέκνους, αλλά ιδιαίτερα τιμούσε τους φίλους. Οι γείτονες επίσης ήταν καλεσμένοι, διότι ένας γείτονας κι αυτός θεωρείτο καλός φίλος, και μάλιστα ανώτερος κι από συγγενή, διότι στην ανάγκη αυτός είναι που θα τρέξει πρώτος!
Μπορεί να ξέχναγαν κάποιον να τον καλέσουν στο τραπέζι τους, όμως ένα πράμα δεν άφηναν να συμβεί με τίποτα οι παλιοί Γαλιανοί. Δεν άφηναν σε καμία περίπτωση φτωχιά οικογένεια χωρίς κρέας το Πάσχα! ‘Έπρεπε τη μέρα αυτή να μεριμνήσουν οι έχοντες, ώστε να ικανοποιήσουν κάθε φτωχό του χωριού, να φάει κι εκείνος αρνάκι, και να ευφρανθεί η καρδία του! Ένα γουλίδι λοιπόν άψητο κρέας τυλιγμένο στη πετσέτα θα το πέψουν με κάποιο παιδί τους στη φτωχή γριούλα ή το γέρο που ζούσε μόνος του χωρίς καν σύνταξη! Ακόμα και με μια ολόκληρη κατσαρόλα αυγολέμονο ή βραστό κρέας, θα το έστελναν στη φτωχή πολυμελή οικογένεια, που πολλές φορές έπαιρνε τέτοια δώρα από πολλά σπίτια! Και δεν έστελναν μονάχα κρέας, όλες οι Γαλιανές ζύμωναν και έκαναν τα πασχαλινά τσουρεκάκια τους στο φούρνο της γειτονιάς. Αν δεν έκαναν τσουρεκάκια έκαναν λυχναράκια ή ακόμα και απλά πιταράκια στο τηγάνι. Κάθε μια γέμιζε ένα ταψί μόλις τα έβγαζε από το φούρνο ψημένα, και τα πήγαινε στο σπίτι να τα φυλάξει μέσα στον μπουφέ της. Έστελναν όμως κι από αυτά ένα πιάτο στη φτωχολογιά, μαζί με ένα φρέσκο ζυμωτό ψωμί.
Σήμερα δυστυχώς όλα σχεδόν τα όμορφα αυτά έθιμα ξεφτίσανε, και οι όμορφες χριστιανικές συνήθειες, λόγω που ο κόσμος περνά δύσκολες καταστάσεις. Κάπως έτσι είχαν ξεφτίσει και στην κατοχή πολλά έθιμα μας, και φταίγανε τα δεινά που υπέστη ο λαός μας τότε. Η θλίψη για τον χαμό δικών τους ανθρώπων, και γενικά λόγω δύσκολων καταστάσεων, δεν είχε πλέον ο κόσμος όρεξη για έθιμα.
Τώρα δε και με τον κωρονοϊό, τα πράγματα δυστυχώς δεν πάνε καλά, και δεν γίνεται οι άνθρωποι να ακολουθήσουν την παράδοση τους στον βαθμό που πρέπει. Απλά περιμένουν να λήξη η καραντίνα, για να επαναδραστηριοποιηθούν και πάλι στα θρησκευτικά έθιμά τους, θέλουμε να ελπίζουμε όμως με περισσότερο κέφι.