Λένε πως όταν κάποιος βρίσκεται ένα βήμα πριν τον θάνατο οι σημαντικότερες στιγμές της ζωής του περνούν μπροστά από τα μάτια του.
Στην περίπτωση του Βασίλη Καρρά αυτό συνέβη έξι μόλις ημέρες προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, στις 24 Δεκεμβρίου του 2023, όταν ζήτησε από τον Θάνο Κανούση να του διαβάσει ολόκληρη τη βιογραφία του, την οποία ο Κανούσης έγραφε τα τελευταία χρόνια βασισμένος στις γλαφυρές διηγήσεις του πολυαγαπημένου λαϊκού τραγουδιστή.
Παρότι ταλαιπωρημένος και αδύναμος εξαιτίας της ασθένειάς του, άκουγε, επί ώρες, με βαθιά συγκίνηση και υγρό βλέμμα, την ιστορία του, που ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό της Καβάλας και συνεχίστηκε με περιπέτειες πολλές, σκληρή δουλειά, ατελείωτες διαδρομές, χιλιόμετρα στην πίστα, επιτυχίες και αγάπη, πολλή αγάπη…
Η βιογραφία που Βασίλη Καρρά με τίτλο τη χαρακτηριστική του ατάκα «Καλησπέρα και καλή βραδιά», αποσπάσματα από την οποία δημοσιεύει αποκλειστικά σήμερα το «ΘΕΜΑ», θα κυκλοφορήσει στις 16 Μαΐου από τις εκδόσεις Ταξιδευτής και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει σενάριο ταινίας. Μιας ταινίας που παρακολουθεί την πορεία ενός μικρού αγοριού που χωρίς κανένα υλικό εφόδιο, αλλά με όπλα τη βαθιά αγάπη του για το τραγούδι, την επιμονή του, την αξιοσύνη του, το αλάνθαστο ένστικτό του, το οξύ επιχειρηματικό πνεύμα του, αλλά και την ντομπροσύνη του κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο δημοφιλείς λαϊκούς τραγουδιστές όλων των εποχών, να ζήσει, όπως ο ίδιος εξομολογούνταν, «δέκα ζωές» και να πάρει «τόση αγάπη που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα χρυσάφι του κόσμου!».
«Εγώ για όλα τα πράγματα στη ζωή μου ήμουνα εραστής. Είμαι ένα παιδί που δεν χόρτασε ποτέ τη ζωή και δεν θα τη χορτάσει ποτέ. Θέλω να τη γνωρίσω τη ζωή απ’ όλες τις απόψεις, να ζήσω τα πάντα, ρε παιδί μου, και ακόμα είμαι έτσι. Νιώθω έφηβος ακόμα μέσα μου! Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει με τίποτα», έλεγε στον φίλο του, ηθοποιό, σεναριογράφο, παραγωγό συναυλιών και συγγραφέα της βιογραφίας του λίγα χρόνια πριν. Κι αυτή τη δίψα για ζωή δεν την έχασε ποτέ, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές τις οποίες αντιμετώπιζε με θάρρος, δυναμισμό, στωικότητα και κυρίως περηφάνια.
Πουλούσε κουλούρια
Τον ισχυρό αυτό χαρακτήρα ο Βασίλης Κεσογλίδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, τον έχτισε από πολύ νωρίς. Τότε που όντας μόλις 10 χρόνων ήταν αναγκασμένος να δουλεύει για να βοηθάει την οικογένειά του: «Επρεπε όλοι να δουλέψουν για να μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Ετσι ο Βασίλης αναγκαζόταν να ξυπνάει στις τρεις το βράδυ, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και να πουλάει κουλούρια. Βάρβαρη ώρα για ένα δεκάχρονο παιδί. Τι να έκανε όμως; Επρεπε να βοηθήσει κι αυτός. Τρεις η ώρα το βράδυ, περπατώντας στις γραμμές του τραίνου, πήγαινε στον Εύοσμο στον μπαρμπα-Τρύφωνα να πάρει κουλούρια. Η Ηλιούπολη, εκείνη την εποχή, ήταν γεμάτη από νέες οικοδομές… αλλά δεν έμεινε εκεί. Πήγαινε και έπαιρνε λαχεία από τον Μητρόπουλο στον Βαρδάρη και τα πουλούσε όλη την ημέρα, για να φέρει περισσότερα χρήματα, που τόσο πολύ χρειαζόταν η οικογένειά του… Ο Βασίλης τέλειωσε με το ζόρι το Δημοτικό. Εμεινε και σε μία τάξη. Με τη ζωή που έκανε ως παιδί, και την κούραση από τη δουλειά πού να βρεθεί καιρός για διάβασμα… Από τα δώδεκά του χρόνια ένιωθε άντρας· δεν έπαιξε όπως κάποια άλλα παιδιά στις αλάνες και η ζωή του ήταν μονότονη… Μόνο δουλειά. Δουλειά και τίποτα άλλο».
Η πρώτη φορά στη σκηνή
Ηταν κάπου εκεί, στα 10 του, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου είδε για πρώτη φορά από κοντά την «ιεροτελεστία» της προετοιμασίας μιας ορχήστρας, μαγεύτηκε και φαντάστηκε τον εαυτό του πίσω από το μικρόφωνο στη θέση του τραγουδιστή. Κι αυτό το παιδικό του όνειρο δεν το εγκατέλειψε, παρότι οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευνοούσαν την πραγματοποίησή του. Παράλληλα με τη σχολή μηχανικών θα γραφτεί και στη δραματική σχολή, ενώ ταυτόχρονα θα δουλεύει για το μεροκάματο. Αρκούσε όμως μια βραδιά για να του αλλάξει τη ζωή. Εκείνη η βραδιά που οι φίλοι του τον έπεισαν, με το ζόρι, να πάνε σε μια ταβέρνα για να ξεσκάσουν, τον «Πρόσφυγα», όπου αφού τραγούδησε, το αφεντικό τού πρόσφερε την πρώτη του δουλειά ως τραγουδιστή.Η ανυπομονησία του για την πρώτη του εμφάνιση ήταν τεράστια: «Ο Βασίλης δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια, το μυαλό του ήταν κολλημένο στην πρώτη του ζωντανή εμφάνιση αλλά υπήρχε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Επρεπε να βγάλει τη μουντζούρα από τα χέρια του, που δεν ήταν και εύκολο. Τρίβοντας τα χέρια του με τη βοήθεια της μάνας του με πίτουρα και Tide, προσπαθούσε να βγάλει από πάνω του τη μαυρίλα και το γράσο, που είχαν γίνει ένα με το δέρμα του. Η μάνα του, με μια βούρτσα στα χέρια, απ’ αυτές που καθάριζε τα χαλιά, στο τέλος κάτι κατάφερε. Πώς θα πήγαινε να τραγουδήσει με τα χέρια μαύρα από το γράσο; Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ξημέρωνε μια μέρα που θα άλλαζε τη ζωή του για πάντα. Ο Βασίλης, από την αγωνία του, πήγε κατά τις έξι το απόγευμα στο μαγαζί για να κάνει την τελευταία πρόβα. Απέξω από το μαγαζί περίμενε κόσμος πολύς και τον παραξένεψε. “Τι θέλει τόσος κόσμος εδώ;” αναρωτήθηκε από μέσα του. Αμέσως, όμως, μόλις πλησίασε στο μαγαζί, κατάλαβε ότι όλος αυτός ο κόσμος είχε έρθει γι’ αυτόν, γιατί όλοι θέλανε από νωρίς να μπουν στην ταβέρνα να δουν τον Βασίλη να τραγουδάει. Το μαγαζί χώραγε δεν χώραγε εκατό άτομα. Του κόπηκαν τα πόδια, η φωνή έκλεισε, όταν ένιωσε για πρώτη φορά την αγάπη του κόσμου για εκείνον. Εκλεισε ο δρόμος από την πολυκοσμία, έρχονταν συνέχεια κι άλλοι, καθώς πλησίαζε η ώρα της εμφάνισής του. Μέχρι που ήρθε η αστυνομία για να βοηθήσει στο χάος που δημιουργήθηκε από τις εκατοντάδες ανθρώπων που ήθελαν να δουν το δικό τους παιδί στην πρώτη του εμφάνιση. Λες και μάντεψαν από την πρώτη στιγμή την εκπληκτική πορεία που θα ακολουθούσε στο ελληνικό τραγούδι!».
Ο εθισμός στον τζόγο
«Το να μιλάς για ένα σου ελάττωμα, που μπορεί ακόμα και να παρεξηγηθεί, θέλει πολύ θάρρος και παλικαριά», έλεγε ο Βασίλης Καρράς αναφερόμενος στον εθισμό του στον τζόγο, ο οποίος ξεκίνησε την εποχή που τραγουδούσε στη Γερμανία και κράτησε περίπου μία δεκαετία. Είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να χάσει τα χρήματα με τα οποία είχε συμφωνήσει να αγοράσει ένα σπίτι για την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. «Πήγαν με τη Χριστίνα και το έκλεισαν. Δίνει μια μεγάλης αξίας προκαταβολή και συμφωνεί με τον εργολάβο πως τον επόμενο μήνα θα το ξοφλήσει. “Θα πάω”, του λέει, “ένα τριήμερο στη Στοκχόλμη. Με το που θα έρθω, θα σ’ τα δώσω και θα σε ξοφλήσω”. Εδωσαν τα χέρια, υπέγραψαν τα χαρτιά και έφυγε για Στοκχόλμη.
Κάτω από το μαγαζί που εμφανιζόταν υπήρχε μία μπαρμπουτιέρα. Πλακώνεται ο Βασίλης στο μπαρμπούτι, και όχι μόνο έχασε τα χρήματα για το σπίτι, αλλά έμεινε και τελείως άφραγκος. Πώς να το πει στη Χριστίνα ότι έχει χάσει το σπίτι και δεν έχει φράγκο ούτε για ταξί! Οταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη, λέει στη Χριστίνα: “Πήγαινέ με στον άνθρωπο να του δώσω τα λεφτά να τελειώσουμε με το σπίτι”…
Η Χριστίνα δεν ψυλλιάστηκε τίποτα. “Πάρε και μια κούτα τσιγάρα για το σπίτι”. “Ωχ!” έκανε η Χριστίνα, “κατάλαβα”. Η Χριστίνα γνώριζε το πάθος του για τον τζόγο, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί και να γνωρίζει το βάθος του προβλήματος. Ο Βασίλης πάει στο καφενείο και βρίσκει τον μπαρμπα-Κώστα που αγόρασε το σπίτι και του λέει: “Μπαρμπα-Κώστα, πόσα παιδιά έχεις;”.
“Δύο”, του απαντά με απορία ο μπαρμπα-Κώστας.
“Λάθος κάνεις, μπαρμπα-Κώστα, τώρα θα έχεις τρία”.
Δεν καταλάβαινε ο μπαρμπα-Κώστας και συνέχιζε με απορία.
“Ρε παιδάκι μου, θα με τρελάνεις; Δεν ξέρω πόσα παιδιά έχω;”.
“Ακου”, του λέει ο Βασίλης και του ανοίγει την καρδιά του. Του λέει με κάθε ειλικρίνεια όλη την ιστορία από την αρχή.
“Λοιπόν, μπαρμπα-Κώστα, θα παίρνεις από το μαγαζί χρήματα, από το μαγαζί που δουλεύω, μέχρι να σε ξοφλήσω. Αλλά δεν θέλω να μάθει κανένας αυτό το μυστικό μας γιατί θα πεθάνω απ’ τη στεναχώρια μου. Δεν θέλω να το μάθει κανείς, εγώ, εσύ και ο Θεός, κανένας άλλος. Θα βάλουμε και κάτι παραπάνω και πάμε τώρα στην τράπεζα να το υπογράψουμε”. “Εντάξει”, του λέει ο μπαρμπα-Κώστας»…
Αύξησε τους μισθούς
Εκεί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Βασίλης Καρράς, μετά από επίμονες πιέσεις της αγαπημένης συζύγου του Χριστίνας, αποφασίζει να σταματήσει να τραγουδά στη Γερμανία και να εγκατασταθούν μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Τα νυχτοκάματα της εποχής, όμως, ήταν πολύ χαμηλά κι εκείνος βρήκε τον τρόπο να αλλάξει τα πράγματα:
Εβαλε κάτω το μυαλό του για να δει πώς μπορεί να αντιμετωπίσει τη θεσσαλονικιώτικη νύχτα και τους ανθρώπους της… Ετσι πιάνει δουλειά στο κέντρο Μινουί… Κι όταν έρχεται η ώρα της πληρωμής λέει στο αφεντικό: «Κύριε Γιαννακόπουλε, δεν ξέρω τι παίρνουν οι άλλοι, ούτε με νοιάζει. Για να συνεργαστούμε, λοιπόν, θέλω να μου δώσεις το 30% με 40% του τζίρου από τα πιάτα».Τρελάθηκε ο Γιαννακόπουλος με αυτό που άκουσε από τον Βασίλη και κοκκίνισε από το κακό του.
«Είσαι τρελός, παιδί μου; Τι είναι αυτά που λες;», έκανε δήθεν ξαφνιασμένος και αδικημένος από την κουβέντα. Ηξερε, όμως, πολύ καλά πως μόνο σε μία βδομάδα που τραγούδησε εκεί ο Βασίλης, έβγαλε έναν σκασμό λεφτά, κυρίως από τα χιλιάδες πιάτα που πετούσαν οι θαμώνες του… Με τα πολλά, καταλήξανε να παίρνει το 25% του τζίρου από τα πιάτα. Και όπως λέει ο Βασίλης: «Τότε αξίζει τον κόπο να τραγουδάς, ρε μάγκα. Και να τα δίνεις όλα στην πίστα, βρε αδερφέ».
Η απαγωγή
Εκτός από τις επιτυχίες και την αγάπη του κόσμου, ο Βασίλης Καρράς γνώρισε, από πρώτο χέρι, και το σκληρό πρόσωπο της νύχτας. Μαφία, μαχαιρώματα, απειλές, τραυματισμούς μέχρι και απαγωγή βίωσε, το 1996, όταν είχε πάει σε ένα χωριό του Αγρινίου για να τραγουδήσει σε ένα πανηγύρι. Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που έμενε συναντά δυο τύπους που προθυμοποιούνται να τον μεταφέρουν στο γήπεδο όπου θα τραγουδούσε. «Πάμε», τους λέει ανυποψίαστα ο Βασίλης. «Ξέρεις πού είναι το χωριό έτσι; Γιατί εγώ δεν ξέρω την τύφλα μου». «Θα σε πάμε εμείς, άρχοντα», του λέει ο τύπος. «Μη σε νοιάζει». Αρχισε να σουρουπώνει για τα καλά, μπήκαν σ’ ένα καινούριο αυτοκίνητο και κίνησαν για το πανηγύρι. Σε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα σταματάει απότομα το αυτοκίνητο και πετιούνται μέσα από τα καλαμπόκια κάτι τυπάδες με όπλα. Μπροστά τους είχανε χάρτινες σακούλες από τα τσιμέντα Ολυμπος, όπως θυμάται ο Βασίλης, για να μη φαίνονται. Μετά τα πετάξανε, τον βάλανε με το ζόρι σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο μέσα στα σκοτάδια και τον πήγαν σ’ ένα σπίτι που ήταν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό. Ο Βασίλης τα έχασε. Δεν περίμενε ποτέ στη ζωή του πως θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τον έκλεισαν σ’ ένα δωμάτιο με μια γκαζόλαμπα και περίμενε. Οι ώρες είναι ατελείωτες, τα λεπτά αιώνας και η αγωνία με τον φόβο τον τραντάζουν.
«Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν από μένα;» αναρωτιέται. Ηταν η πρώτη του σκέψη. Ενώ κατάλαβε μετά από λίγη ώρα τον λόγο της απαγωγής του, δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τη συνέχεια. Το μυαλό του πήγαινε και σε χειρότερα σενάρια.
Κατά τις 12.30 μπαίνει ένας τεράστιος τύπος, σαν «ντουλάπα», και τον χαιρετά σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο Βασίλης είχε πάνω του ενενήντα δραχμές. Τους τα δίνει και τους λέει «ρε παιδιά, μη με ταλαιπωρείτε άδικα. Αμα είναι για χρήματα, αυτά που έχω πάνω μου, είναι ενενήντα χιλιάδες, πάρτε τα ογδόντα, αφήστε μου κάνα δεκάρι σ’ εμένα να βάλω βενζίνη και αφήστε με να πάω στο χωριό να τραγουδήσω. Με περιμένει πολύς κόσμος».
«Καλά, καλά», του λέει η «ντουλάπα» και του παίρνει όλα τα χρήματα. Κατά τις τρεις το βράδυ τον μεταφέρουν πάλι και τον αφήνουν εκεί από όπου τον είχαν πάρει.
Η αγωνία και ο φόβος του Βασίλη ήταν έξω από τα ανθρώπινα όρια γιατί δεν ήξερε τι άλλο τον περίμενε! Μέσα στα σκοτάδια, εκείνο που θυμόταν ο Βασίλης ήταν πως πάνω στο βουνό φαινόταν ένας μεγάλος φωτισμένος σταυρός που τον είχε δει όταν τον κατέβασαν μέσα στα καλαμπόκια. Δεν ήταν και λίγο αυτό που του συνέβη. Σαν γκανγκστερική ταινία τρόμου. Αργότερα έλεγε στους συνεργάτες του: «Ξέρεις τι είναι να ’σαι μόνος σου στο πουθενά, η συναυλία να μην ξέρεις τι έχει γίνει ή μάλλον να ξέρεις πως δεν θα γίνει ποτέ, να μην ξέρεις πού βρίσκεσαι και να είσαι σίγουρος πως οι δικοί σου θα έχουν βάλει στο μυαλό τους όλα τα κακά του κόσμου;».
Μέσα στη νύχτα και στην αγωνία του, παντού έβλεπε καλαμπόκια, η ώρα ήταν περασμένες τρεις, δεν ήξερε πού βρισκόταν και κοιτούσε γύρω του να βρει μια λύση. Πήρε τον χωματόδρομο και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξαφνικά ένα αγροτικό αυτοκίνητο Opel εμφανίζεται από το πουθενά. Ηταν ένας αυγουλάς που μετέφερε αυγά και πήγαινε στη λαϊκή. Μόλις βλέπει τον Βασίλη ο χωρικός, τον αναγνωρίζει βέβαια, και τρελαμένος από την έκπληξη του λέει: «Βασίλη, τι θες εδώ; Δεν πήγες στη συναυλία;»
«Ασ’ τα αυτά, φίλε», του λέει ο Βασίλης. «Ασ’ το τώρα, μην τα σκαλίζεις, είναι μεγάλη ιστορία, θα σ’ την πω στον δρόμο. Πήγαινέ με, σε παρακαλώ, στο γήπεδο που θα γινόταν η συναυλία γιατί θα ανησυχούν οι δικοί μου».
Οταν ο Βασίλης εμφανίστηκε στο γήπεδο με τον αυγουλά, η ορχήστρα, ο αδερφός του ο Δαμιανός και όλος ο κόσμος του πανηγυριού, που ήταν ανήσυχοι και είχαν καταλάβει πως κάτι κακό συνέβη στον Βασίλη, τον αγκάλιαζαν και τον φίλαγαν κλαίγοντας. Η συναυλία βέβαια δεν έγινε ποτέ και ο Βασίλης, αφού ηρέμησε, προσπάθησε να ηρεμήσει και τους υπόλοιπους όσο μπορούσε: «Ολα καλά, παιδιά, πάμε σπίτι μας τώρα»…
Ο Βασίλης, βέβαια, δεν σταμάτησε εκεί. Εψαξε και βρήκε όλη την αλήθεια. Οπως πολύ σοφά είπε: «Οταν φτάνεις στην αλήθεια και βλέπεις καθαρά και ποιοι είναι πίσω από την ιστορία, καλύτερα είναι να τα παρατήσεις και να μην προχωρήσεις, γιατί θα μπεις σε μπελάδες. Να μην το προχωράς παρακάτω το θέμα, για να μη γίνει μεγάλο κακό».
Πάντως από αυτή την εμπειρία ανακάλυψε πως πίσω από την ιστορία ήταν άνθρωποι που έβαζες για πάρτη τους το χέρι σου στη φωτιά. Ηταν άνθρωποι υπεράνω υποψίας, που λες «δεν μπορεί να μου το ’καναν αυτό στη ζωή μου». Κι όμως, πολλά πράγματα συμβαίνουν στη ζωή, από ανθρώπους που δεν το περιμένεις!»